Στις ευρωεκλογές της 25ης Μαίου «εκλέγουμε» και πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής( Commission) , καθώς τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα έχουν ορίσει τους υποψηφίους για τη θέση αυτή (το Σοσιαλιστικό Κόμμα/ PES το σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μ. Σουλτς, οι συντηρητικοι-χρηστιανοδημοκράτες/ ΕΛΚ τον πρώην πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Ζ.Κ. Γιουνγκέρ, οι Φιλελεύθεροι τον Γκ. Φέρχοφστατ, η Ευρωπαϊκή Αριστερά τον Αλ. Τσίπρα, και οι Πράσινοι την κα Σκρά Κέλλερ). Η άποψη όμως αυτή δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή ως ερμηνεία της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Οι περισσότερες κυβερνήσεις θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα των εκλογών σε ότι αφορά το συγκεκριμένο όνομα του υποψηφίου προέδρου.
Η Συνθήκη, ως γνωστόν, προβλέπει (άρθ. 17) ότι «… λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο υποψήφιος αυτός εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο…» Κατά την άποψη των περισσοτέρων κυβερνήσεων καθώς και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Herman von Rompuy το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι απλά «υποχρεωμένο» «να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών» και να επιλέξει ως υποψήφιο πρόεδρο της Επιτροπής (για να εκλεγεί στη συνέχεια από το ΕΚ) προσωπικότητα που προέρχεται από την πολιτική οικογένεια του πλειοψηφούντος κόμματος, αλλά όχι κατ’ανάγκη τον υποψήφιο που έχει ορίσει το εν λόγω κόμμα στις εκλογές. Κατά την άποψη αυτή μπορεί να αγνοηθούν και ο κ. Σουλτς και ο κ. Γιουνγκέρ και να επιλεγεί κάποιος άλλος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (η πρωθυπουργός της Δανίας Χέλγκε Τόρνινγκ Σμιτ, ή ο πρώην Επίτροπος Π. Λαμύ από τη σοσιαλιστική οικογένεια, ή οι πρωθυπουργοί της Φινλανδίας ή Ιρλανδίας Τζ. Καταίνεν και Εν. Κέννυ αντίστοιχα από τη συντηρητική οικογένεια).
Εάν οι κυβερνήσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ακολουθήσουν όντως την ερμηνεία αυτή και αγνοήσουν τη λαϊκή επιλογή μη επιλέγοντας τον υποψήφιο που υπέδειξαν τα κόμματα, τότε θα πρόκειται για βάναυση πραοσβολή της δημοκρατικής διαδικασίας και πιθανότατα θα οδηγήσει σε «θεσμική σύγκρουση» μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του νεοεκλεγμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υπάρχει βέβαια πάντοτε το ενδεχόμενο της αναζήτησης κάποιας συμβιβαστικής φόρμουλας ανάμεσα στα δύο θεσμικά όργανα. Σύμφωνα με τη Συνθήκη εάν το Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των μελών του καταψηφίσει τον υποψήφιο που προτείνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «υποχρεούται» να προτείνει «εντός μηνός» νέο υποψήφιο.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα έχει την πρώτη ανταλλαγή απόψεων πάνω στο θέμα σε άτυπη συνάντηση το βράδυ της 27ης Μαΐου.
Έχουμε επομένως μπροστά μας μια δυνητικώς ενδιαφέρουσα θεσμική αντιπαράθεση και πιθανώς σύγκρουση που θα προσδιορίσει το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Ας σημειωθεί ότι στις κυβερνήσεις που θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα των εκλογών ως προς το συγκεκριμένο υποψήφιο φαίνεται να περιλαμβάνονται αυτές του Ην. Βασιλείου, Γερμανίας (παρά την υποστήριξη της Α. Μέρκελ προς τον κ. Γιουνγκέρ), της Γαλλίας, κ.ά.
Προσωπική μου άποψη βεβαίως είναι ότι θα πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστό το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών σε ότι αφορά και το συγκεκριμένο πρόσωπο του υποψηφίου για την προεδρία της Επιτροπής. Αυτό απαιτεί το αίτημα για εμβάθυνση της δημοκρατίας στην ΕΕ.