Οι φήμες γύρω από την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών καλά κρατούν κι αυξάνουν τις πιθανότητες για μια επαναπροσέγγιση Ελλάδας - Τουρκίας. Κατά τα φαινόμενα εκεί οδηγούμαστε μετά την επιτυχή έκβαση της συνάντησης στο Βερολίνο, τη στάση της Γερμανίας και τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στη διάρκεια μιας προμελετημένης κρίσης.
Μα τι είναι τελοσπάντων αυτές οι διερευνητικές. Μετά το Ελσίνκι, και ως αποτέλεσμα αυτού, η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε, τηρώντας τις δεσμεύσεις του Ελσίνκι, να ξεκινήσει διάλογο με την Τουρκία. Μόνο αγκάθι το γεγονός ότι δεσμευόταν από την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει τη λογική της αναγνώρισης μιας μόνο διαφοράς, αυτή της υφαλοκρηπίδας, σε αντιδιαστολή με την πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν, ας μη το ξεχνάμε αυτό, διαπραγμάτευση εφ? όλης της ύλης. Επρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος υπέρβασης της διαφορετικής προσέγγισης κι αυτός ήταν οι διερευνητικές συνομιλίες. Σε συνεννόηση με την Τουρκία αποφασίστηκε να τηρηθεί η δέσμευση για μια διαφορά (της υφαλοκρηπίδας) και όλες οι υπόλοιπες –εξαιρουμένων, κυρίως, των θεμάτων εδαφικής κυριαρχίας– να ενταχθούν στον ανεπίσημο και μη δεσμευτικό χαρακτήρα των διερευνητικών. Μετά μια επιτυχή έκβασή τους (που την εποχή εκείνην εθεωρείτο πιθανή, λόγω του φόβητρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία θεωρούσε απαραίτητο όρο για τη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία την προηγούμενη επίλυση των διαφορών της με όλα τα όμορα κράτη), θα ακολουθούσαν επίσημες διαπραγματεύσεις για την επίλυση του μοναδικού ζητήματος της υφαλοκρηπίδας.
Τα πράγματα δεν ήρθαν όπως αναμένονταν, μετά την απομάκρυνση της κυβέρνησης που ήταν ο εμπνευστής τους, και οι διερευνητικές εξελίχθηκαν σε μια ρουτίνα που διατηρούνταν για να μη διακοπούν, με μικρές προόδους, κατά καιρούς, οι οποίες στηρίζονταν στην ευμενή διάθεση των Τούρκων να προβούν σε παραχωρήσεις, απέναντι στις νόμιμες διεκδικήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων. Και αυτή η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη αφού στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε πάψει να επιθυμεί την τουρκική ένταξη, με το πάθος των αρχών της δεκαετίας του 2000. Η πολιτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μην επιθυμεί πια την ένταξη της Τουρκίας στους κόλπους της οδήγησε βαθμιαία στην απομάκρυνση της τελευταίας από τη φιλοδυτική πολιτική και επηρέασε σαφώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και, κατά συνέπεια, τις διερευνητικές.
Eπί υπουργίας Ευ. Βενιζέλου υπήρξε μια θεαματική στροφή στην ύλη των συζητήσεων. Ενώ οι συζητήσεις περιστρέφονταν κυρίως στο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης και του υπερκείμενου εναέριου χώρου, ο υπουργός συνέστησε την εγκατάλειψη αυτής της τακτικής και την αφιέρωση των συζητήσεων στο θέμα της υφαλοκρηπίδας, επικεντρώνοντας στις αρχές με βάση τις οποίες θα επιτελούνταν η οριοθέτηση. Από τη θέση αυτήν η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνθηκε, επανερχόμενη στην παραδοσιακή άποψη ότι οι διερευνητικές θα πρέπει να αποδώσουν έργο στον χώρο της εξεύρεσης λύσης στα προκριματικά ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Τέλος, μετά αλλεπάλληλες σκληρύνσεις των τουρκικών θέσεων, που υπαναχώρησαν από τις αρχικές διαλλακτικές απόψεις, το 2016 οι διερευνητικές διακόπηκαν, με πρωτοβουλία και ευθύνη της Τουρκίας.
Ποιες από τις δύο Σχολές θα ακολουθήσει η παρούσα κυβέρνηση; Η κάθε μία από αυτές έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. Τα θετικά της πρώτης, που είναι η συζήτηση γύρω από τα περιφερειακά ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, είναι ότι σε περίπτωση επιτυχίας των συζητήσεων, λύνεται οριστικά το επίμαχο θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης (και του υπερκείμενου εθνικού εναέριου χώρου), κι έτσι τα θέματα αυτά δεν γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης στις κυρίως διαπραγματεύσεις. Τα αρνητικά είναι ότι θέματα που ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους, και το οποίο μπορεί μονομερώς να επιλύσει, μεταφέρονται στον ελληνοτουρκικό διάλογο, και εξαρτώνται από αυτόν. Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές: τριάντα χρόνια τώρα η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει τα 12 ν.μ. που είναι το απώτατο επιτρεπόμενο όριο για την αιγιαλίτιδα ζώνη, με αποτέλεσμα συνεχείς τριβές με τη γείτονα χώρα. Και με τους υπόλοιπους χρήστες του Αιγαίου, που οπωσδήποτε δεν ενθαρρύνουν μια μεγιστοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στη θάλασσα αυτήν. Για τον λόγο ότι καθιστά τη δίοδο στη θάλασσα αντικείμενο ελέγχου από την Ελλάδα, και τους στερεί την ελεύθερη ναυσιπλοΐα που με ένα διαφορετικό εύρος (ας πούμε ενδεικτικά 12 ν.μ. για την ηπειρωτική Ελλάδα, τις δυτικές ακτές των Ιόνιων νησιών, τις νότιες ακτές της Κρήτης και του Καστελλόριζου, τις ανατολικές ακτές της Ρόδου και Καρπάθου και 10 ν.μ. ή και λιγότερα σε σημεία που επηρεάζεται η ελευθερία των θαλασσών) θα την απολάμβαναν.
Τα θετικά της δεύτερης, που είναι η συζήτηση για τις αρχές που διέπουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, είναι ότι δεν εμπλέκει στις συνομιλίες ζητήματα που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους, και ξεκινά, άμεσα, στα θέματα της κυρίως διαπραγμάτευσης. Τα αρνητικά αυτής της Σχολής είναι ότι αφήνει άθικτα καίρια, για την Τουρκία, θέματα, που είτε θα προστεθούν στις κυρίως διαπραγματεύσεις, είτε θα ταλαιπωρούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στον αιώνα τον άπαντα.
Ενα άλλο κρίσιμο σημείο που επιζητεί λύση είναι το θέμα της γεωγραφικής έκτασης των διερευνητικών: η Τουρκία επιχειρεί να περιορίσει τις συζητήσεις στο Αιγαίο, και να επιβάλει σε ένα δεύτερο, ύστερο στάδιο τον διάλογο για την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις για το Καστελλόριζο, το οποίο θα εξεταστεί μεμονωμένα από τα υπόλοιπα αιγαιακά νησιά. Η πρέπουσα λύση είναι, κατά τη γνώμη μου, η ενιαία αντιμετώπιση όλου του ελλαδικού χώρου, ώστε να υπάρχει ευχέρεια διαπραγμάτευσης και αμοιβαίων συμβιβασμών.
Κατά συνέπεια: η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει με πολλή προσοχή να εντοπίσει τα σημεία εκείνα που θεωρεί ότι έχουν προτεραιότητα στους σχεδιασμούς της και ανάλογα να πράξει. Χωρίς, πάντως, να θεωρεί ότι όλα θα καταλήξουν ευοίωνα. Κι εξάλλου κι αν οι διερευνητικές καταλήξουν θετικά για την Ελλάδα, υπάρχει πάντοτε ο σκόπελος των κυρίως διαπραγματεύσεων, όπου εκεί τα πράγματα δείχνουν αδιέξοδα, ειδικότερα λόγω των διαμετρικά αντίθετων θέσεων των δύο μερών σε θέματα ουσίας. Εν προκειμένω μόνο το Διεθνές Δικαστήριο δείχνει να είναι σε θέση να δώσει μια οριστική λύση στα διαφαινόμενα αδιέξοδα.
Πηγή: www.kathimerini.gr