Προς τα πίσω

Κώστας Μποτόπουλος 03 Φεβ 2016

Ο ένας χρόνος της παρούσας ομάδας στην εξουσία  δεν ήταν μόνο εξαιρετικά πυκνός σε γεγονότα και ανατροπές. Αποδεικνύεται και ιδιαίτερα γόνιμος από ιστοριογραφική άποψη: συνέβησαν πολλά πράγματα που κανείς μη μυημένος δεν γνώριζε, και ελάχιστοι μπορούσαν καν να φανταστούν, τα οποία αποκαλύπτονται με ασυνήθιστη ταχύτητα και τραχύτητα.

Η δημόσια διαμάχη του νυν και της πρώην Προέδρου της Βουλής συνιστά την τρίτη και πιο εμφυλιοπολεμική πράξη μιας ιστορικής αφήγησης ανεπίσημης αλλά αυθεντικής, αφού «γράφεται» από συμμετέχοντες στα γεγονότα. Είχαν προηγηθεί οι αλλεπάλληλες και ασταμάτητες  δημόσιες ακριτομυθίες του πρώην Υπουργού Οικονομίας και μια σειρά από δημοσιεύματα και εκπομπές του ξένου Τύπου -εξεχόντως των Financial Times και του γαλλο-γερμανικού καναλιού Arte. Από το πλέγμα όλων όσων αποκαλύπτονται θα μπορούσαν να βγουν τρία συμπεράσματα, τα οποία αναδρομικά μπορεί να επιβεβαιώνουν το γενικό κλίμα που περιβάλλει πια την παρούσα κυβέρνηση, δεν παύουν όμως να είναι γεμάτα λεπτομέρειες που αγγίζουν, αν δεν ξεπερνούν, τους χειρότερους φόβους μας: η κυβέρνηση ήταν τελείως, και συνειδητά,  απροετοίμαστη για την άσκηση της εξουσίας, βαθιά διαιρεμένη στο εσωτερικό της από την πρώτη στιγμή και, κυρίως και πιο επικινδύνως, πορευόταν και πορεύεται με πολλαπλή ατζέντα.

Τίποτα απ’ όσα λέει δεν είναι όπως τα λέει. Και τίποτα απ’ ότι πράττει δεν το πράττει για το σκοπό για τον οποίο υποτίθεται πως το πράττει.

Οι διάφορες υπεράνω πάσας αμφισβήτησης αποκαλύψεις δείχνουν μια ομάδα εξουσίας που ένα μόνο ιστορικό βάρος ένιωθε, να μείνει στην ιστορία και τη λαϊκή συνείδηση ως «πρώτη φορά Αριστερά». Το θεωρητικό της οπλοστάσιο ήταν ένας κακοχωνεμένος «αλτουσεριανισμός» μπολιασμένος με τα πιο επιφανειακά στοιχεία του τσαβισμού – ο Τσάβες τουλάχιστον, μαζί και μέσα από το λαϊκισμό και τη μεγαλομανία του, πάλεψε και συχνά βελτίωσε τη μοίρα των φτωχών, κάτι που ούτε καν επιχείρησε ο Σύριζα. Η ιδεολογική αυτή σκευή, δοκιμασμένη σε αμφιθέατρα και καφενεία αλλά ποτέ στο καμίνι της πραγματικής πολιτικής, όχι μόνο δεν επέτρεπε στη νέα κυβέρνηση βήματα μέσα από την άσκηση της εξουσίας αλλά την έσπρωχνε νομοτελειακά προς την αμιγώς «επικοινωνιακή» διαχείριση.

Καχυποψία για κάθε τι «αστικό» -αλλά η εξουσία τι άλλο είναι από τον αστικό, γιατί βάσει της συνθήκης της πλειοψηφίας, τρόπο διαχείρισης και συγχρόνως εκμετάλλευσης του κράτους; Θεωρία της «ταξικής πάλης» (ακόμα και στο ασφαλιστικό…) σε μια εποχή και σε μια χώρα με ελάχιστα ταξικά χαρακτηριστικά -γιατί οι «μη προνομιούχοι», ήδη από την εποχή του αείμνηστου Ανδρέα, έχει αποδειχθεί ότι όχι μόνο δεν αποτελούν «τάξη» αλλά και απασχολούν μόνο φραστικά την εξουσία. Άγνοια, αλλά και αγνόηση, του διεθνούς περίγυρου και των καταναγκασμών του, ιδίως εν μέσω μιας πολυπλόκαμης κρίσης που είχε «διαβαστεί», εντελώς εσφαλμένα, ως προσφερόμενη για «αριστερό ανασχεδιασμό» της Ευρώπης: όλη αυτή η αρματωσιά με την οποία ο Σύριζα έφθασε στην εξουσία ήρθε κι έδεσε, μόλις η εξουσία κατακτήθηκε, με την κυριαρχία της «ιδεολογίας» επί της πράξης, τη διατήρηση του «γκρουπουσκουλιακού» χαρακτήρα κόμματος και κυβέρνησης, την (ενσυνείδητη;) ανάθεση λάθος αρμοδιοτήτων σε λάθος πρόσωπα, αλλά και τη σταδιακή ανακάλυψη του μελιού της εξουσίας (προβολή, κύρος, διορισμοί, μικρά και μεγάλα βολέματα,  σφράγισμα του δημόσιου λόγου).

Μέλημα υπήρξε από την αρχή να κυριαρχηθεί ο λόγος (το πολιτικό «φαντασιακό», αν θέλαμε να αναχθούμε σε φιλοσόφους που κι αυτούς τους διάβασαν λάθος) και όχι η χώρα. Η κυβέρνηση ήρθε αδιάβαστη γιατί δεν την ενδιέφερε να κυβερνήσει. Είχε ανοιχτά, από την πρώτη στιγμή, δύο σχέδια –ένα για «αγωνιστική παραμονή» εντός Ευρώπης, ένα για «ηρωική έξοδο»- γιατί ο σκοπός της –ανεξάρτητα από  το συμφέρον του λαού ή της χώρας- θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί και με τα δύο. Επέμεινε, και συνεχίζει να επιμείνει, στην «αντι-μνημονιακή» γραμμή, ακόμα και μετά τη σύναψη του δικού της Μνημονίου, γιατί αυτή η κενή πια περιεχομένου γραμμή συνεχίζει να τη δένει με την «ιδεολογία» της και με τη βάση της (την οποία ο νυν Πρόεδρος της Βουλής υπολογίζει, ενδεικτικά για το ρεαλισμό του, στο 40% του ελληνικού λαού). Απέφυγε να τάμει πολιτικά οποιοδήποτε ζήτημα (ακόμα κι η αρχική Συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου αποδεικνύεται ότι αμφισβητήθηκε έντονα), προχωρούσε και διαπραγματευόταν στα τυφλά, διατήρησε ανοιχτή ως την τελευταία στιγμή τη φραστική έξοδο από την Ευρωζώνη, χωρίς να έχει κάνει τίποτα για να την προετοιμάσει πολιτικά.

Ο Πρωθυπουργός, κατά δήλωση πρώην συνεργατών του, πανικοβλήθηκε τον Ιούλιο πριν από τη δεύτερη και φαρμακερή Συμφωνία, πανικοβλήθηκε πριν από το δημοψήφισμα (που όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι το έκανε για να το χάσει), πανικοβλήθηκε από το αποτέλεσμα του, πανικοβλήθηκε για το πώς θα χειριζόταν τη μεταστροφή του, πανικοβλήθηκε μήπως ανακαλυφθεί ότι «εξαπατούσε» (κατά τους πρώην συντρόφους του) αυτούς που καλούσε να τον (ξανα)ψηφίσουν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ο «αιρετικός» πρώτος Υπουργός Οικονομίας του όχι μόνο δεν αποθαρρύνθηκε ποτέ από την προώθηση των «εναλλακτικών» σχεδίων του, αλλά αντιμετωπιζόταν ως χρήσιμος (και ακίνδυνος, γιατί χωρίς κομματικά ερείσματα) αντιπερισπασμός. Η «απασφαλισμένη» πρώην Πρόεδρος της Βουλής αφηνόταν να ποδοπατά το θεσμικό της λειτούργημα όσο χρησίμευε ως «αριστερή συνείδηση» κι αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα όταν προσπάθησε να πάρει αυτό το ρόλο αποκλειστικά πάνω της. Σε διάφορους γραφικούς αλλά και στους πραγματικούς ιδεαλιστές, όπως η Σακοράφα και ο Γλέζος, που ζητούσαν «τήρηση των υποσχέσεων», δινόταν διαρκώς η απάντηση ότι οι υποσχέσεις τηρούνται –ακόμα και η Θεσσαλονίκη διατηρήθηκε ως «παράλληλο πρόγραμμα», ακόμα και η μνημονιακή στροφή παρουσιαζόταν ως «αντίσταση».

Η ιστορία αυτής της διαρκούς εξαπάτησης θα ήταν λιγότερο θλιβερή αν δεν γινόταν στο όνομα της ιδεολογίας και της Αριστεράς και αν δεν έπαιρνε, τόσο γρήγορα, χαρακτηριστικά σκυλοκαβγά πάνω από το πτώμα αξιών και ελπίδων. Η συνεχιζόμενη μη παραδοχή της πραγματικότητας  προδιαγράφει ένα τέλος που θα είναι δραματικό για την Αριστερά και για την Πολιτική αλλά λιγότερο, ελπίζω, για τη χώρα.