Συμπληρώθηκαν δεκαπέντε χρόνια από την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Στη δεκαπενταετία αυτή οι πολίτες είδαν τη μία κρίση να διαδέχεται την προηγούμενη, το βιοτικό επίπεδο τους να υποβαθμίζεται. Τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα πέρασαν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ τα μεσαία έχασαν έδαφος. Η Ελλάδα έμεινε πίσω ακόμη και σε σχέση με χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Το κατά κεφαλή εισόδημα σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ-27 το 2022.
Μετά τις αναβαθμίσεις στο κατώτερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας από μεγάλους οίκους αξιολόγησης (S&P, FITCH) οι πολίτες αναρωτιούνται αν η χώρα οδεύει προς μια νέα κανονικότητα – η προηγούμενη αποδείχτηκε επίπλαστη - και πως θα είναι αυτή. Θα έχουμε αντοχές στην επόμενη κρίση;
Η Ελλάδα για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ. Στηρίζεται υπερβολικά στα έσοδα από τον τουρισμό - κλάδος ευάλωτος σε υγειονομικές κρίσεις - και επηρεάζεται σημαντικά από την κλιματική κρίση. Η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση εξαιτίας των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων.
Τα εξαγόμενα αγαθά εξακολουθούν να ενσωματώνουν σε σημαντικό ποσοστό εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά. Κάθε ανατροπή στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ή αύξηση του κόστους των εισαγομένων επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών μας και δημιουργούν προϋποθέσεις για διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος που αφαιρεί από την οικονομική μεγέθυνση.
Το δημόσιο χρέος παρά τα θετικά χαρακτηριστικά του παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ. Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι το 2028 θα πέσει στο 145% του ΑΕΠ. Επίπεδο υψηλό αν συνυπολογιστεί ότι η περίοδος χάριτος που εξασφάλισε η χώρα τελειώνει το 2032.
Σε αυτά τα επίπεδα χρέους η ελληνική οικονομία θα είναι ευάλωτη σε εξωγενείς διαταραχές. Η κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζει ότι χωρίς ουσιαστική αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να εξασφαλίζει μελλοντικά μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων μας υποχρεώνει να αξιολογήσουμε την επίδραση των αβεβαιοτήτων οι οποίες είναι πολλές (γεωπολιτικές ανατροπές, κλιματική κρίση) και δεν νοείται η κυβέρνηση να τις υποβαθμίζει.
Μια ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους είναι αναγκαία για μια πιο ανθεκτική οικονομία και για να έχουμε τα δημοσιονομικά περιθώρια να στηρίξουμε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε μια μελλοντική κρίση. Η επιτάχυνση αυτή μπορεί να επιτευχθεί: α) με μεγαλύτερο και κοινωνικά βιώσιμο ρυθμό μεγέθυνσης – ο πληθωρισμός δεν θα μας βοηθήσει στο μέλλον, β) με μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα, γ) μέσω εσόδων από αποκρατικοποιήσεις. Η επιθυμητή επιλογή είναι η επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης μέσω της ενίσχυσης της παραγωγικής ικανότητας της χώρας με κριτήριο την φιλικότητα στο περιβάλλον. Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις θα βοηθήσουν μέχρι ενός ορισμένου σημείου.
Διεθνείς οργανισμοί με βάση προβλέψεις για τις επενδύσεις, την απασχόληση και την παραγωγικότητα εκτιμούν έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα 1%-1,25%.
Προχωράμε με τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την χώρα πόλο έλξης ξένων αλλά και εγχώριων επενδύσεων σε δυναμικούς και παγκόσμια ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας για να αυξήσουμε περαιτέρω την δυναμικότητα της οικονομίας, τον πράσινο μετασχηματισμό και την πλήρη απασχόληση;
Για τη διετία 2024-2025 η Ελλάδα θα έχει ικανοποιητική μεγέθυνση κυρίως λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Μετά οι επιδόσεις θα εξαρτηθούν από τις επενδύσεις που γίνονται ή σχεδιάζονται. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν μετά το 2019 αλλά αφορούν κυρίως κατασκευές και ιδιαίτερα κατοικίες. Η χώρα χρειάζεται πολύ περισσότερες επενδύσεις στο μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογίας και πληροφορικής για να αυξήσει τη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και την παραγωγή και προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Η ανεργία μειώθηκε και το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε. Αυτές είναι θετικές εξελίξεις. Εξακολουθούμε όμως να είμαστε σε μη ικανοποιητικά επίπεδα, αρκετά πίσω σε σχέση με το μ.ό. της ΕΕ. Η συμμετοχή των γυναικών και των νέων κάτω των 25 ετών στο εργατικό δυναμικό παραμένει πολύ χαμηλότερη. Τα ποιοτικά στοιχεία της απασχόλησης δείχνουν ότι χρόνιες αδυναμίες (χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς οι νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερη ανεργία γυναικών και νέων, γεωγραφική διάρθρωση της ανεργίας) εξακολουθούν να είναι παρούσες. Ταυτόχρονα οξύνονται τα προβλήματα αντιστοίχισης εργατικού δυναμικού με ανάγκες της αγοράς.
Είναι ορατό ότι υστερούμε στις πολιτικές που αποσκοπούν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων ώστε όσοι χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της ψηφιακής ή πράσινης μετάβασης να μην μένουν πίσω, αλλά να υποστηρίζονται προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην νέα εποχή των φιλόδοξων πράσινων στόχων και της τεχνητής νοημοσύνης. Η Ελλάδα το 2022 ήταν ουραγός στη βελτίωση δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού σύμφωνα με τη μέθοδο ESI.
Συμπερασματικά, η χώρα έχει κάνει βήματα προόδου. Δεν έχει διασφαλιστεί όμως ότι θα είναι πιο ανθεκτική στις κρίσεις, πιο δυναμική και πιο συμπεριληπτική. Χρειάζεται ένα νέο όραμα. Απαιτείται αλλαγή παραδείγματος πολιτικής και νέα αναπτυξιακή στρατηγική ώστε οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης να κατευθυνθούν σε επενδύσεις που θα διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα και την δυναμικότητα. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ώστε ο νέος πλούτος και τα νέα εισοδήματα να κατανέμονται πιο δίκαια και να αφορούν όλους τους Έλληνες ανεξάρτητα από την γεωγραφική τους κατοικία ή την κοινωνική τους θέση. Είναι αναγκαίο να δείξουμε ότι έχουμε διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος. Διαφορετικά η Ελλάδα θα παραμείνει στις τελευταίες θέσεις συγκρινόμενη με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτού του είδους η κανονικότητα δεν είναι επιθυμητή από κανένα Έλληνα πολίτη.
Πηγή: www.tovima.gr