Στο ερώτημα «Πού πάει η Ευρώπη», η απάντηση θα μπορούσε να είναι το εμβληματικό εξώφυλλο του Economist (26.06.2012). Εκεί απεικονίζεται ένας οδοδείχτης με δύο κατευθύνσεις σ’ ένα ιστορικό σταυροδρόμι: «προς τη διάλυση» ή προς το «υπερκράτος». Μπορεί η συζήτηση να τελειώσει εδώ. Όμως, η παραπομπή στο συγκεκριμένο τεύχος θα τερμάτιζε μια συζήτηση που παρουσιάζει μια σημαντική παραδοξότητα: ενώ πρόκειται για μια ιστορικά βαρύνουσα ερώτηση, η συζήτηση είναι ιστορικά ρηχή.
Το γεγονός ότι η συζήτηση δεν έχει ιστορικές αναφορές, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια ιδιάζουσα αυταρέσκεια και ματαιοδοξία που έχει καταβάλει τη μεταπολεμική γενιά. Και η διαπίστωση αυτή συνοψίζεται στο γνωστό κλισέ ότι το «εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν έχει ιστορικό προηγούμενο». Από πολλές απόψεις, αυτό δεν είναι αλήθεια.
Εάν μιλάμε για μια εθελοντική ένωση κρατών, που οραματίζονται μια σταδιακή πολιτική ένωση, τότε μπορούμε να αναφερθούμε στο προηγούμενο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας (1815). Τότε, όπως και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η λογική της Συνομοσπονδίας ήταν η δημιουργία ενός αντίβαρου στις ηπειρωτικές δυνάμεις της Ρωσίας – μερικά πράγματα δεν αλλάζουν – αλλά και της Γαλλίας. Οι κραταιές δυνάμεις στους κόλπους της Συνομοσπονδίας τότε, ήταν η Πρωσία – μερικά πράγματα δεν αλλάζουν – και η Αυστρία, που ποτέ όμως δε λειτούργησαν ως «άξονας».
Σύμφωνοι, αλλά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η «λειτουργική» λογική που διέπει την Ε.Ε. είναι ιστορικά ανεπανάληπτη. Η ιδέα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι ότι τα κράτη μέλη σταδιακά μεταθέτουν εθελοντικά σε μια κεντρική αρχή (Βρυξέλλες) κυριαρχικές αρμοδιότητες. Ο «εθελοντισμός» εξηγείται με βάση άμεσα εθνικά κίνητρα, όπως η πρόσβαση σε νέες αγορές, ελευθερία μετακίνησης, χρηματοδοτήσεις κάθε είδους, απλούστευση συναλλαγών, πρόσβαση σε επενδύσεις και χρηματαγορές, κ.ο.κ.
Για παράδειγμα, ένα από τα βασικά επιχειρήματα της ελληνικής εισόδου στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, ήταν η προστασία μας έναντι των συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Και μπορεί κανείς να πει σήμερα ότι ενώ η χώρα μας υφίσταται τις συνέπειες ενός προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης, ο καταναλωτής απολαμβάνει την ίδια στιγμή μια προστασία έναντι της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, οχυρωμένος πίσω από τη σταθερότητα του ευρώ έναντι του δολαρίου. Εκτός εάν πίσω από τα τείχη του ευρώ, είμαστε αντιμέτωποι με την κατακόρυφη αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Αυτές οι μικρές ή μεγάλες παραχωρήσεις κυριαρχίας που αποφέρουν άμεσα οφέλη, οδηγούν σταδιακά στην ολοένα και μεγαλύτερη ενδυνάμωση του κέντρου (των Βρυξελλών). Και αυτό, γιατί η παράδοση κυριαρχίας είναι οριστική. Και έτσι, κανείς (;) δε θα μπορούσε σήμερα να φανταστεί την επιστροφή μας σε ένα εθνικό νόμισμα. Πατέρας αυτού του λειτουργικού θεωρήματος ήταν ο Jean Monnet και η κυρίαρχη μεταφορά που αιχμαλώτισε τη φαντασία μας από το 1956 ήταν «η Ευρώπη ως ποδήλατο»: εάν σταματήσει θα πέσει! Σήμερα όμως, οι στραβοτιμονιές και ο κακοτράχαλος δρόμος μας έχουν κάνει να πιστεύουμε ότι η πτώση είναι πιθανή. Άλλωστε, είμαστε πλέον μιας κάποιας ηλικίας.
Σε κάθε περίπτωση, η «λειτουργική» δυναμική δεν είναι ιστορικά ανεπανάληπτη. Το 1834 δημιουργήθηκε η «Γερμανική Κοινή Αγορά», το Zolverein. Συμπεριελάμβανε μια τελωνειακή ένωση, μια κοινή αγορά, την υιοθέτηση σταδιακά ενός και μόνο νομίσματος, καθώς και κοινών μέτρων και σταθμών, με την εξαίρεση σε μεγάλο βαθμό της Αυστρίας. Η τότε Αυστρία, μοιάζει λίγο-πολύ με τη σημερινή Βρετανία. Και τότε, όπως και τώρα, τα γερμανικά κρατίδια μετατράπηκαν σταδιακά σε οικονομικούς δορυφόρους της Πρωσίας (με έδρα το Βερολίνο). Σας θυμίζει τίποτε αυτό;
Βέβαια, τα οφέλη ήταν σημαντικά. Η οικονομική δύναμη της Συνομοσπονδίας, συνολικά τετραπλασιάστηκε. Η βιομηχανία γιγαντώθηκε και γεννήθηκαν όμιλοι που ακόμα κυριαρχούν, όπως ο κατασκευαστής όπλων Krupp. Η απόλυτη κυριαρχία της Βρετανίας στη βιομηχανία –κάτι σαν τις ΗΠΑ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– αποτελούσε πλέον παρελθόν. Και αυτό δημιούργησε μια ευφορία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή της χρυσής μεταπολεμικής γενιάς του καπιταλισμού (1950-1970), όταν ένας άλλος εμβληματικός θεωρητικός της εποχής –ο Μπελ– είχε προαναγγείλει το «τέλος της ιδεολογίας» (το απόγειο της αλαζονείας έφτασε με το «τέλος της ιστορίας» του 1989).
Το εμβληματικό για την εποχή βιβλίο, εκδόθηκε το 1960. Όπως σε κάθε έργο που γιορτάζει ένα «τέλος», ο συγγραφέας ενδύθηκε το ρόλο του απολογητή του στάτους κβο. Το επιχείρημά του ήταν απλό: τα ευρωπαϊκά κράτη είναι σε οικονομικό επίπεδο σοσιαλιστικά (με την έννοια του Κέυνς), σε πολιτικό επίπεδο φιλελεύθερα και σε αξιακό επίπεδο συντηρητικά. Με άλλα λόγια, τόπο στην τεχνοκρατία. Φυσικά, ο Μπελ θα είχε ενδεχομένως ενθουσιαστεί με τα φαινόμενα σοσιαλδημοκρατικής-φιλελεύθερης συγκυβέρνησης που παρατηρούμε σήμερα. Θα γέλαγε με ικανοποίηση όταν ηγέτες, όπως ο Καραμανλής και ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν, προχωρούσαν σε κρατικοποιήσεις. Αλλά θα είχε πρόβλημα να κατανοήσει το (συν)οδοιπορικό των δύο πολιτικών δυνάμεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προς την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Τελικά, η ιδεολογία είχε μέλλον, αλλά όντως κάναμε τόπο στην τεχνοκρατία. Όμως, πρόσφατα, ο εμβληματικός Φράνσις Φουκουγιάμα, έλεγε ότι το μέλλον είναι η σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο Economist παρατηρεί ότι οι ανερχόμενες δυνάμεις της διεθνούς οικονομίας είναι οι ΔΕΚΟ (από την Gazprom έως την COSCO). Ίσως, λοιπόν, να αναβάλλεται και το τέλος της ιστορίας.
Ας πιάσουμε, όμως, την ιστορία μας από εκεί που την αφήσαμε. Η «λειτουργική» γερμανική ενοποίηση του 19ου αιώνα, είχε τελικά νικητές και ηττημένους. Και ενώ όλοι μπορούσαν να φανταστούν ότι ένας γερμανικός πόλεμος ήταν αδύνατος με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει το ποδήλατο, η Πρωσία οριστικοποίησε την κυριαρχία της –πολιτική και οικονομική– με τον πόλεμο του 1866 (έναντι της Αυστρίας) και τον πόλεμο έναντι της Γαλλίας (1870). Να σημειωθεί ότι ο καθολικός νότος της Γερμανίας –απ’ όπου κατάγεται και ο κύριος Σόιμπλε– είχε τότε συνταχθεί με το Ναπολέοντα ενάντια στον Μπίσμαρκ.
Αλλά όλα αυτά είναι σήμερα ιστορία. Η ουσία είναι ότι γεννήθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία. Η ιστορία, φυσικά, δεν επαναλαμβάνεται. Τα διλήμματα, όμως, ποτέ δεν είναι ανεπανάληπτα. Και δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα συζητάμε την ένωση της Ευρώπης όχι με όρους «εταίρων», αλλά με όρους ηγεμονίας. Ο πόλεμος δε γίνεται με όρους «ατσαλιού και αίματος», για να θυμηθούμε την περίφημη ρήση του Μπίσμαρκ, αλλά με όρους εμπορικών ισοζυγίων και «μνημονίων αμοιβαίας κατανόησης».
Πολλοί φιλελεύθεροι διανοητές –κυρίως Βρετανοί– είχαν σε μεγάλο βαθμό προβλέψει τις σημερινές εξελίξεις. Το κλασικό βιβλίο του Κόνολι, H σάπια καρδιά της Ευρώπης (1995), ξεχωρίζει υπό αυτό το πρίσμα. Και ξεχωρίζει επειδή ο κ. Κόνολι, όχι μόνο υποστήριζε τότε ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αποτελεί ουσιαστικά ένα σχέδιο γαλλογερμανικής (ή μήπως γερμανογαλλικής;) κυριαρχίας, αλλά επειδή o συγγραφέας ήταν, επίσης, και επικεφαλής του Τομέα Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκείνη την εποχή, θέση που έχασε αμέσως μετά τη δημοσίευση του έργου του. Αυτό που πρέπει να ξεχωρίσουμε είναι το ιστορικό δίλημμα που ήταν τότε στο επίκεντρο της θεωρητικής διαμάχης: είναι το νόμισμα ένα εργαλείο πολιτικής ενοποίησης, ή πρόκειται για το επιστέγασμα μιας πολιτικής ενοποίησης;
Η ιστορία μας διδάσκει ότι και οι δύο θέσεις είναι σωστές. Η «λειτουργική» λογική οδηγεί σε κρίσεις που ορισμένοι Βρετανοί μπορούσαν να προβλέψουν. Οι κρίσεις οδηγούν σε διαμάχες με όρους ισχύος, αναμέτρηση στην οποία οι Βρετανοί γνώριζαν ότι δε θα βρεθούν σε θέση ισχύος. Και κάθε κρίσιμη αναμέτρηση οδηγεί σε μια νέα τάξη πραγμάτων.
Σήμερα, η ιστορία μας ειρωνεύεται: Μαθαίνουμε ότι τα πλούσια γερμανικά κρατίδια του νότου (Βαυαρία, Σαξονία, κ.λπ.), δεν θέλουν να πληρώνουν τα ελλείμματα φτωχότερων κρατιδίων, όπως του Βερολίνου. Η ακραία ελευθεριακή λογική που αναδύεται στην Ευρώπη, τείνει να καταστήσει ύποπτη κάθε πράξη αναδιανομής που εγγυάται την ισόρροπη ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, το να φανταστούμε μια Ευρώπη όπου ορισμένα κράτη είναι «αναλώσιμα», είναι σα να φανταζόμαστε τις ΗΠΑ χωρίς την υπερχρεωμένη Καλιφόρνια, ή τη Γερμανία χωρίς το Βερολίνο. Έχουμε ξεχάσει την ιστορική αλήθεια, ότι το νόμισμα, εκτός από μηχανισμός συναλλαγών, αποτελεί επίσης και «κοινωνικό συμβόλαιο». Ας σημειώσουμε το σκεπτικό του Καναδού πατριώτη Μπιουκάναν, που το 1882 σημείωνε την ανάγκη δημιουργίας ομοσπονδιακού νομίσματος:
«Εάν κάποιος έχει $1000 σε μια αξία που υφίσταται μόνο εντός μιας χώρας, ενώ δεν αξίζει ούτε 10 λεπτά εκτός αυτής, έχει, εκτός από τον πατριωτισμό του, ένα ακόμα κίνητρο να στηρίξει τους θεσμούς της, επειδή γνωρίζει ότι εάν καταρρεύσει η χώρα θα εξαφανιστούν και οι οικονομίες του. Αλλά εάν κάποιος έχει $1000 σε χρυσό, τότε μπορεί εύκολα σε μια δύσκολη στιγμή να τα αποσύρει από το λογαριασμό του. Δεν είναι αναγκασμένος να πολεμά για την πατρίδα του».
Ο διαχωρισμός της Ευρώπης σε βορρά και νότο, ο διαχωρισμός του κάθε κράτους-μέλους σε πλούσιες και φτωχές περιφέρειες, η αθρόα εξαγωγή συναλλάγματος από το ελληνικό και ισπανικό τραπεζικό σύστημα, μας δείχνουν τι μπορεί να συμβεί όταν το νόμισμα πάψει να είναι «κοινωνικό συμβόλαιο» και αποτελεί απλώς μέσο συναλλαγής. Τότε, κάθε άτομο, κάθε κράτος και κάθε περιφέρεια, πηδάει στη θάλασσα και σκέφτεται μόνο τη σωτηρία του. Και να σκεφτεί κανείς ότι ήταν ακριβώς η λογική μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας αναδιανομής στην οποία είχαμε συμφωνήσει, μέχρις εξαντλήσεως των ιδεολογικών μας διαφορών –το περίφημο τέλος της ιδεολογίας– που δημιούργησε το ευρωπαϊκό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τις χρυσές δεκαετίες 1945-1970: Μια κοινωνία σίγουρη για την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική της ασφάλιση, με ισχυρούς μηχανισμούς αναδιανομής, που επένδυε, παρήγαγε, μεγάλωνε και ήταν, τελικά, παγκόσμια ανταγωνιστική. Σήμερα ασθμαίνουμε μπροστά στην Κίνα και την Ινδία, ελπίζοντας να αποκτήσουμε την ανταγωνιστική τους φτώχεια, ενώ ήδη η βιομηχανία εντάσεως εργασίας πάει στο φθηνότερο Βιετνάμ.
Πρέπει επιτέλους να καταναλώσουμε λίγη από την ιστορία που παράγουμε. Έχουμε εθιστεί από την ιδέα ότι πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας. Ίσως έχει έρθει ο καιρός να μάθουμε από τις επιτυχίες μας. Σε μια Ευρώπη με ιστορική συνείδηση, εκεί πρέπει να πάμε. Και για να γίνουν όλα αυτά, πρέπει να βρούμε κάπου τη χαμένη στα βάθη της ιστορίας ακεραιότητα, που απαιτεί μια καλή και τίμια διαφωνία. Κάθε αρχή, απαιτεί μια διαφωνία.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ