Σήμερα όλοι αναφέρονται στην «ελληνική κρίση». Όμως, η διαμόρφωση ενός συνεκτικού «οδικού χάρτη της ανάπτυξης» πολύ λίγο έχει απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο και τη δημόσια πολιτική. Επιπλέον, στην (όποια) συζήτηση για την αναζήτηση των αιτίων και της διεξόδου από την κρίση, απουσιάζει παντελώς η διάσταση που συνδέεται με την τεχνολογία, την καινοτομία, τη γνώση, την ενεργοποίηση και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και ευρύτερα με τους θεσμούς/μηχανισμούς που προωθούν μια διεργασία οικονομικής μεγέθυνσης υψηλής ποιότητας. Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι «τώρα που καίγεται το σπίτι μας, όλα αυτά είναι πολυτέλειες». Και όμως, η ελληνική οικονομία, εκτός από το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα, έχει ένα πολύ σημαντικό παραγωγικό πρόβλημα «στρατηγικού εγκλωβισμού» αναφορικά με τη θέση του παραγωγικού/ επιχειρηματικού της συστήματος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δηλαδή, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι ακριβότερες από τους παραγωγούς που στηρίζονται στο χαμηλό κόστος εργασίας καθώς προέρχονται από χώρες με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και υποδεέστερες από τους ποιοτικούς παραγωγούς, που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλών τεχνολογικών και παραγωγικών δυνατοτήτων και στηρίζονται στην εξειδικευμένη και καλύτερα αμειβόμενη εργασία.
.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα τούτης της κρίσης απειλεί με αποδιάρθρωση το παραγωγικό σύστημα της χώρας και διαβρώνει επικίνδυνα τη συνοχή της κοινωνίας. Στη διάρκεια της πενταετίας 2008-2012 το ετήσιο προϊόν της χώρας θα έχει σωρευτικά συρρικνωθεί σε πραγματικούς όρους κατά το 1/6 του προϊόντος, που θα είχαμε ως αποτέλεσμα στην προ κρίσης εποχή. Αυτή είναι η καταστροφική επίπτωση της κρίσης- και σε σημαντικό βαθμό και του τρόπου διαχείρισής της- στην παραγωγική ικανότητα της χώρας με δραματικές επιπτώσεις στην απασχόληση, στα εισοδήματα και στο επιχειρηματικό δυναμικό. Η ιδιαίτερα δυσμενής αυτή εξέλιξη προσλαμβάνεται ακόμη πιο οδυνηρά από τους πολίτες αυτής της χώρας, καθώς εμφανίζεται μετά από μια σχεδόν δεκαπενταετή μακρά τροχιά μακρόχρονης ισχυρής μεγέθυνσης και ανοδικής πορείας του βιοτικού επιπέδου, κατά την οποία η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ταχύτερα από τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με αποτέλεσμα σχεδόν να συγκλίνει, λίγο πριν την κρίση, ως προς το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης) με το μέσο επίπεδο της ΕΕ των 27. Στις συνθήκες αυτές, είναι απολύτως φυσιολογικό, το αίτημα της ανάπτυξης να αποκτά όλο και περισσότερο καθολική αποδοχή. Εκ των πραγμάτων, η εκδήλωση μιας κρίσης αυτής της έντασης και αυτής της κλίμακας θέτει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του προτύπου διαχείρισης και ανάπτυξης της οικονομίας σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και ευρύτερα τον προσανατολισμό της κοινωνίας.
.
Τα κρίσιμα ερωτήματα σήμερα αναφέρονται στα προβλήματα του παραγωγικού συστήματος και στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αναζωογόνηση της δυναμικής του. Βραχυπρόθεσμα, τρεις κινήσεις είναι απαραίτητες. Ανάκτηση της αξιοπιστίας της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Άμεση αποκατάσταση συνθηκών ρευστότητας, καθώς η ελληνική παραγωγή καταρρέει από την έλλειψη κεφαλαίου κινήσεως. Συγκεκριμένες πρακτικές πρωτοβουλίες που να πείθουν ότι η ανάκαμψη και η οικονομική μεγέθυνση θα στηριχθούν στην παραγωγική εργασία και τη δημιουργική επιχειρηματικότητα.
.
Μεσοπρόθεσμα, αλλά αρχίζοντας «από χθες ή/και προχθές», η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης – με επένδυση στη γνώση και τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά και με αιχμή «την ποιότητα, τη διαφοροποίηση και την κάλυψη των αναγκών απαιτητικών χρηστών» – θα αναζωογονήσει τον επιχειρηματικό ιστό και το παραγωγικό σύστημα και αποτελεί τη μόνη βιώσιμη επιλογή, αν θέλουμε να διατηρήσουμε το βιοτικό μας επίπεδο, στο πλαίσιο ενός έντονα ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος. Οι νέες θέσεις εργασίας και τα διατηρήσιμα εισοδήματα θα προέλθουν από χιλιάδες νέες μικρές επιχειρήσεις που μπορούν να δημιουργηθούν- αν διευκολυνθούν κατάλληλα- από νέους ανήσυχους και δημιουργικούς αποφοίτους των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ και των άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η προώθηση της καινοτομίας, η αξιοποίηση της τεχνολογίας- και ειδικότερα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών που αποτελούν ένα ελλειπώς αξιοποιημένο αναπτυξιακό κοίτασμα- παντού και για όλους (στις επιχειρήσεις, στη δημόσια διοίκηση και στην κοινωνία ευρύτερα) σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, την καλλιέργεια μιας κουλτούρας δημιουργικότητας, ανοιχτών οριζόντων και οργανωμένης αλλά και συστηματικής προσπάθειας, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες μιας αναγκαίας εθνικής κινητοποίησης και ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη και την απασχόληση με στόχο την αναβάθμιση της θέσης της στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η υλοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει την καλλιέργεια με συγκεκριμένες πράξεις και πρωτοβουλίες ενός κλίματος εμπιστοσύνης, την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της δημόσιας πολιτικής, την ενεργοποίηση των πολιτών, των κοινωνικών δυνάμεων και των ηγετικών ομάδων της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα μέσω της ανάληψης συγκεκριμένων αμοιβαίων δεσμεύσεων. Δεν υπάρχει μαγική λύση ούτε αυτοματισμοί του τύπου «αρκεί να τεθούν τα κατάλληλα κίνητρα και όλα θα πάρουν τον δρόμο της». Πολλά μπορούμε να διδαχθούμε από την πείρα και τη μέθοδο της διαχείρισης της ένταξης στην ΟΝΕ. Όμως, το σημερινό εγχείρημα είναι επιχειρησιακά πιο σύνθετο, πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό. Κυρίως, γιατί πρέπει να υλοποιηθεί σε συνθήκες μείζονος ευρωπαϊκής κρίσης και επιπροσθέτως απαιτεί την εμπλοκή πολλών και την παράλληλη αλλαγή νοοτροπιών, αντιλήψεων, τρόπων σκέψης αλλά και μεθόδων εργασίας.
.
Ο Γιάννης Καλογήρου είναι καθηγητής Τεχνολογικής, Οικονομικής & Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ