Η φιλοσοφική σκέψη επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό μεταξύ συγκεκριμένων δίπολων, όπως είναι τα: ολότητα-ενότητα, ιδέα-συναίσθημα, πολιτική-κουλτούρα, ανθρώπινη βούληση- φύση, καθολικό-μερικό, γενικό -ιδιαίτερο, απόλυτο–σχετικό, οικουμενικό-τοπικό, ανθρώπινο-μεταφυσικό, ορθός λόγος-ψυχή. Το κεντρικό όμως δίπολο στις νεωτερικές κοινωνίες, αυτό που χωρίζει τον φιλελεύθερο από τον αντιδραστικό στοχασμό, είναι αυτό που διαχωρίζει την ιδέα της προόδου από την ιδεολογία της παρακμής.
Η ιδεολογία της παρακμής είναι στην ουσία η ιδεολογία της αμφισβήτησης της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας- με όποιο πρόσημο (δεξιό ή αριστερό) και να παρουσιάζεται. Η ιδεολογία της παρακμής τάσσεται υπέρ του δεύτερου σκέλους σ’ όλα τα προαναφερθέντα δίπολα. Όσοι υποστηρίζουν το δεύτερο σκέλος αυτών των δίπολων ενστερνίζονται την προτεραιότητα της εθνικιστικής, της θρησκευτικής ή της μονοκομματικής αυθεντίας έναντι της πολιτικής και της οικονομίας. Αυτοί επίσης αμφισβητούν την προτεραιότητα της ισότητας και της ελευθερίας έναντι της τάξης και της ασφάλειας, του εκσυγχρονισμού έναντι της παράδοσης, των ιδεών έναντι των συναισθημάτων, των πολιτών έναντι της μάζας, του ατόμου έναντι της κοινότητας. Αυτοί («αριστεροί» ή δεξιοί) καταλήγουν στον Σπένγκλερ όπου γι’ αυτόν μόνο «η ζωή και όχι το άτομο έχουν συνείδηση», όπου το οργανικό αντικαθιστά το οργανωμένο και η φυλή ή το αίμα ακυρώνουν το Κοινωνικό Συμβόλαιο ή εκεί όπου η πολιτική ισούται με τη δράση του ενός κόμματος και ηγέτη ως κατόχων της μιας και μοναδικής αλήθειας.
Η σοβιετική ερμηνεία της σχέσης φύση-άνθρωπος δεν διέφερε από την άποψη του Σπένγκλερ, σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες ρυθμίζονται από τους ίδιους νόμους με «την ιστορία των αρπακτικών πουλιών ή των δέντρων με βελονοειδές φύλλωμα». Ο περίφημος ιστορικός υλισμός ήταν μια μεταφορά των φυσικών εξελίξεων στην κοινωνία. Η κοινωνική εξέλιξη στο σοβιετικό μαρξισμό ήταν μια παραλλαγή της φυσικής εξέλιξης (διαλεκτικός υλισμός). Εκεί φυσικά δεν υπήρχε καμία θέση για την ελεύθερη βούληση, ούτε για την ελευθερία από και για.
Σήμερα που οι αρχές του Διαφωτισμού θεωρούνται ξεπερασμένες ή και αντιδραστικές για χάρη ενός στραμπουλιγμένου λόγου και μιας μετανεωτερικής θεοποίησης της φράσης και του κειμένου, προσωπικά επιμένω να υποστηρίζω το υπέροχο πρόταγμα του Διαφωτισμού. Γιατί όπως τονίζει ο Zeev Sternhell στο αριστούργημά του «Ο Αντιδιαφωτισμός» (Πόλις), πίσω από την επίκληση της κοινότητας, της οργανικής ενότητας, της ιδιαιτερότητας, της εθνικής ιστορίας, της σχετικότητας της αλήθειας κρύβεται η πίστη στον ανορθολογισμό, τον σχετικισμό και τον εθνικιστικό κοινοτισμό. Στον κάθε είδους κοινοτισμό (εθνικιστικό, θρησκευτικό ή κομμουνιστικό) οι έννοιες του Ατόμου, του Κοινωνικού Συμβολαίου και της Δημοκρατίας υποτάσσονται στις δυνάμεις της ζωής, των αισθήσεων, στην προτεραιότητα της φυλής, του αίματος, του λαού ως οργανική ενότητα και του ισχυρού ηγέτη. Η ακραία κατάληξη είναι ο φασισμός.
Βεβαίως δεν υπάρχει μόνο η αντιδραστική πλευρά της κριτικής στον Διαφωτισμό, αλλά και η κομμουνιστική. Εκεί πίσω από την αδιαφορία για το άτομο και το κοινωνικό συμβόλαιο βρίσκεται η πίστη στην προτεραιότητα του κόμματος ως συλλογικού διανοουμένου, στον ηγέτη του, στη μια και ενιαία ιδεολογία και στο διαχωρισμό της κοινωνίας σε κομματικούς και αιρετικούς. Ακραία κατάληξη αυτού του είδους κοινοτισμού ήταν ο σταλινισμός.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αυξάνονται όλοι όσοι αμφισβητούν την έννοια της προόδου, ως την έννοια που προτάσσει την ατομική και κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη απ’ οποιονδήποτε οικονομικό ισολογισμό. Στην αμφισβήτηση αυτής της ερμηνείας της προόδου, ως έκφραση δηλαδή της προτεραιότητας της κοινωνικής δικαιοσύνης έναντι της αγοράς, το πάνω χέρι έχει ο υπερφιλελεύθερος χώρος. Και όμως αυτή η ερμηνεία είναι το πρωτότοκο παιδί της φιλελεύθερης διάστασης του Διαφωτισμού (Λοκ και Μοντεσκιέ). Οι υπόλοιποι σοσιαλισμός, ρεπουμπλικανισμός, σοσιαλδημοκρατία είναι οι πιο κοντινοί συγγενείς της, αλλά δεν είναι οι πατέρες της.
Ενώ λοιπόν ζούμε σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται σε καθημερινή βάση και με πρωτοφανείς ρυθμούς όσον αφορά τις τεχνολογικές αλλαγές και καινοτομίες, σε έναν κόσμο που διαρκώς ανοίγει και μεγαλώνει, σε ένα κόσμο που πλέον διαθέτει πρωτοφανή μέσα για να εξαλείψει όλες τις κοινωνικές ανισότητες, παρόλα αυτά, σ’ αυτόν τον κόσμο αυξάνονται η αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον, η ανεργία, η λιτότητα, η ανασφάλεια και η πεποίθηση πως το μέλλον θα είναι χειρότερο από το παρόν και το παρελθόν.
Χωρίς όμως πίστη στο μέλλον δεν υπάρχει πρόοδος. Και πίστη σ’ ένα διαφορετικό, καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την επιστροφή στις ιδέες του Διαφωτισμού. Αυτή η επιστροφή από τη μία δεν μπορεί να ανθίσει στο έδαφος της «γερμανικής λιτότητας», ενώ από την άλλη αν δεν επιστρέψουμε σε αυτήν, ποτέ δεν θα ηττηθούν οι κήρυκες της λιτότητας.
Η ιδέα της προόδου ως έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η μόνη που μπορεί να αντιπαρατεθεί στα κυρίαρχα ιδεολογήματα των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, στα ιδεολογήματα της αμαρτίας, της ενοχής και της τιμωρίας που αυτά επιφέρουν σε λαούς και σε κράτη. Βεβαίως ουσιαστικά πίσω απ’ αυτά τα ιδεολογήματα βρίσκονται αταβιστικοί εθνικισμοί και όχι θρησκευτικές επιρροές. Η πίστη της κυβερνώσας τη Γερμανία ελίτ στην λιτότητα δεν είναι συνέπεια κάποιου προτεσταντικού πνεύματος, όπως μια αβαθής ανάλυση υποστηρίζει, αλλά επιστροφή σ΄ ένα εθνικιστικό, κατά βάση αντιευρωπαϊκό πνεύμα.
Η εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο, η θέση πως η επιστήμη είναι ο εκλεκτός καρπός και προϋπόθεση της ευτυχίας, η πεποίθηση πως ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει υψηλότερο βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο και να ζει σε καλύτερες συνθήκες μόνο σε συνθήκες δημοκρατίας θεωρούνται ως οι μεγαλύτερες διαψεύσεις του Διαφωτισμού.
Ποτέ όμως δεν διαψεύδονται τα επιτεύγματα και τα παραπάνω είναι τα επιτεύγματα των νεωτερικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Το μέλλον αυτών των δημοκρατιών βρίσκεται στην επιστροφή τους στο πνεύμα του Διαφωτισμού και στην ιδέα της προόδου. Η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα δυο.