Η συζήτηση την τελευταία πενταετία, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, περιστρέφεται συνεχώς γύρω από το τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στη χώρα. Πλήθος άρθρων έχουν διακινηθεί διαμέσου του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου και χιλιάδες ώρες τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συζητήσεων έχουν αναλωθεί γι’ αυτό το θέμα. Συνήθως, η συζήτηση είναι επιδερμική και αναπτύσσεται από τη σκοπιά (των μικρο-συμφερόντων) των συμμετεχόντων. Κατά γενική ομολογία, η κουβέντα επικεντρώνεται στο προοδευτικό πρόσημο των μεταρρυθμίσεων. Αλήθεια όμως, τι περιέχει η έννοια προοδευτικός; Η πρόοδος λαμβάνει το ίδιο περιεχόμενο από όλους; Και το πιο σημαντικό ίσως ερώτημα: η ελληνική κοινωνία είναι μια προοδευτική κοινωνία;
Η λέξη «προοδευτικός» είναι ίσως η πιο χρησιμοποιημένη (και… ταλαιπωρημένη) λέξη στην καθημερινή πολιτική ατζέντα. Χρησιμοποιείται από τη δεξιά μέχρι και τη ριζοσπαστική αριστερά, δηλαδή σχεδόν από όλο το πολιτικό φάσμα. Ο όρος «προοδευτικός» έχει ταυτιστεί ασφαλώς με τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Αν και δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, εν τούτοις μπορούμε να περιγράψουμε απλοϊκά ότι προοδευτικός είναι αυτός που αποδέχεται και επιδιώκει την αλλαγή από την υφιστάμενη κατάσταση προς κάτι νέο, πιο ελπιδοφόρο και ουσιαστικό, αλλαγή που επιφέρει τη βελτίωση του τρέχοντος στάτους και προϋποθέτει την υπερνίκηση του φόβου. Βρίσκεται δηλαδή στο αντίθετο άκρο του συντηρητισμού. Η προοδευτικότητα εκφράζεται τόσο στην πολιτική όσο και την κοινωνία – συνήθως οι δύο αυτές εκφάνσεις αλληλοσυνδέονται.
Ας δούμε αρχικά ορισμένα γενικά ευρήματα από έρευνες για το πως αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία ορισμένα θέματα της σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας.
Πρόσφατη έρευνα (Παρατηρητήριο κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών, Ιούνιος 2015) έδειξε ενδιαφέροντα στοιχεία για εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στο εύρος αριστερά – κεντροαριστερά: οι μισοί αντιτίθενται στην κατασκευή τεμένους, την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και τη θανατική ποινή, 7 στους 10 λένε όχι στους γάμους των ομοφυλόφιλων και την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, 4 στους 10 υποστηρίζουν την τιμωρία έναντι της επανένταξης, 3 στους 10 αποδέχονται την οργανωμένη βία από ομάδες πολιτών έναντίον μεταναστών.
Σε έρευνα των Πανεπιστημίων Οξφόρδης, Μακεδονίας και Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας (Ιούνιος 2014) φαίνεται ότι η Εκκλησία είναι ο φορέας που οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο (οι πολιτικοί έρχονται τελευταίοι), πάνω από 7 στους 10 πιστεύουν ότι οι Έλληνες μουσουλμάνοι είναι περισσότεροι μουσουλμάνοι παρά Έλληνες (6 στους 10 πιστεύουν το ίδιο για τους Έλληνες Εβραίους). Η πλειοψηφία δε βρέθηκε να αποδέχεται με ευκολία θεωρίες συνομωσιολογικού περιεχομένου, όπως ότι η ελληνική κρίση ήταν προσχεδιασμένη (75%), η επίθεση στους δίδυμους πύργους σχεδιάστηκε από τις ΗΠΑ (59%), ο Κώστας Σημίτης είναι εβραϊκής καταγωγής (61%), το φάρμακο για τη θεραπεία του καρκίνου έχει ανακαλυφθεί αλλά δεν κυκλοφορεί (69%), ακόμη και ότι η προσελήνωση του Αρμστρονγκ στο φεγγάρι ήταν σκηνοθετημένη (27%).
Ακόμα μία πρόσφατη έρευνα (PEW Research Center, Σεπτέμβριος 2015) έδειξε ότι οι Έλληνες είναι από τους πλέον ξενοφοβικούς: το 70% θεωρεί ότι οι μετανάστες «αποτελούν βάρος για τη χώρα επειδή παίρνουν τις δουλειές μας και τα κοινωνικά επιδόματα», ενώ μόλις το 19% υποστήριξε τη θετική συμβολή των μεταναστών στην οικονομία.
Φυσικά, υπάρχουν διάχυτες ορισμένες διαχρονικές δοξασίες, όπως η ανωτερότητα του Ελληνικού έθνους από αρχαιοτάτων χρόνων, το μίσος που νοιώθουν οι ξένοι για εμάς αλλά και εμείς για αυτούς (άλλοτε οι Άγγλοι, άλλοτε οι Αμερικανοί, σήμερα οι Γερμανοί), οι αεροψεκασμοί για την αλλοίωση της σκέψης μας και φυσικά το ότι η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου (που συνήθως συνδέεται με την εξαργύρωση των επιτυχιών των προγόνων μας). Επίσης, είναι εμφανής η προσήλωση αρκετών πολιτών στη σχέση κράτους και εκκλησίας. Εκατομμύρια πολίτες υπέγραψαν υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Οι προσπάθειες φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας αποδείχθηκαν κατά κανόνα βραχύβιες. Η πιο πρόσφατη, το 2010, οπότε και καταργήθηκε η φοροαπαλλαγή ιερών ναών, μητροπόλεων και ιερών μονών, αναιρέθηκε και το αφορολόγητο επανήλθε το 2013. Πρόσφατα ζήσαμε και τον «ιερό πόλεμο» για το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία και την άτακτη υποχώρηση της – κατά τα άλλα – αριστερής και «προοδευτικής» κυβέρνησης. Βλέπουμε και την προνομιακή μεταχείριση της εκκλησίας, για την οποία και μόνο άρθηκαν οι περιορισμοί των capital control.
Άλλα θέματα της διεθνούς προοδευτικής ατζέντας που η Ελλάδα υστερεί, είναι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, όπου η χώρα εντοπίζεται στις τελευταίες θέσεις. Πίσω από χώρες όπως η Μποτσουάνα, το Περού, η Τουρκία και το Καζακστάν. Χαμηλότερα από Βουλγαρία και Μπαρμπάντος στο δείκτη καινοτομίας. Ως προς την ελευθερία του τύπου, είμαστε πίσω και από το Κιργιζιστάν. Στο δείκτη κοινωνικής προόδου μας ξεπερνούν η Κόστα Ρίκα και η Πολωνία. Στην ισότητα των φύλων, χαμηλότερα και από τη Ζιμπάμπουε. Στη διαφθορά ξεπερνάμε την Γκάνα και το Ομάν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι πολλαπλές προσπάθειες παράκαμψης της Διαύγειας από το 2012 και μετά, και μάλιστα από – κατ΄όνομα – «προοδευτικές» κυβερνήσεις. Παρακολουθήσαμε πρόσφατα μέχρι και την απόπειρα κατάργησης της αριστείας και τη δαιμονοποίηση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και πολυπεπίπεδα. Όλες οι παθογένειες της ελληνικής δημόσια διοίκησης, του πολιτικού συστήματος, του τρόπου λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα έχουν αναπτυχθεί διαχρονικά από συστάσεως του ελληνικού κράτους στο όνομα μιας ιδιότυπης προοδευτικότητας. Πελατειακό κράτος, κρατικός συνδικαλισμός, παρασιτική οικονομία, κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, εκτεταμένη διαφθορά, αργόσυρτη απονομή δικαιοσύνης, συντεχνιακά συμφέροντα, πατρωνία σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όλα ανέκαθεν καλύπτονταν λίγο ως πολύ με ένα πέπλο προοδευτισμού.
Το ερώτημα συνεπως είναι αν όλα τα παραπάνω (και πολλά ακόμη) είναι ενδεικτικά μιας προοδευτικής κοινωνίας. Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας προβάλλει ισχυρές αντιστάσεις στην αλλαγή, έχει μια σχεδόν φοβική προσέγγιση σε κάθε τι που αλλάζει την κατεστημένη νοοτροπία και συνήθειες. Όπως εύστοχα είχε δείξει πρόσφατα ένα σκίτσο, οι Έλληνες θέλουν την αλλαγή αλλά…για τους άλλους. Αυτή η εξέλιξη βέβαια παρατηρείται συχνά μετά από οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις σε χώρες με χαρακτηριστικά υπανάπτυξης, σε αντίθεση με ανεπτυγμένες χώρες όπου αλληλέγγυα οι πολίτες συντάσσονται στην καταπολέμηση του κοινού προβλήματος (λ.χ. Γερμανία, Ιαπωνία και πρόσφατα Ιρλανδία, Ισλανδία). Στην Ελλάδα όμως αυτή η λανθάνουσα προοδευτικότητα σαφώς προϋπήρχε της κρίσης των τελευταίων ετών.
Υπάρχει η άποψη ότι η πολιτική τάξη ήταν αυτή που οδήγησε και οδηγεί τα πράγματα στη συντήρηση, στρεβλώνοντας το νόημα της προοδευτικότητας. Αντιθέτως, πιστεύουμε ότι υπάρχει μια άμεση αλληλεπίδραση πολιτικού προσωπικού και αξιακών αναφορών. Η πελατειακή σχέση (πολίτες-πολιτικοί) είναι πάντα μια αμφίδρομη σχέση. Μελέτες έδειξαν ότι ακόμη και μέσα στην κρίση σχεδόν το 60% των Ελλήνων προτιμά το δημόσιο ως χώρο σταδιοδρομίας (στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι μόλις 25%). Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία πάντα έθελγαν και ηχούσαν ευχάριστα στα αυτιά της πλειοψηφίας των πολιτών. Τα βαθύτερα αίτια βέβαια απαιτούν μια πιο ενδελεχή έρευνα των συνθηκών δημιουργίας και εξέλιξης του ελληνικού κράτους. Στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπήρξε η διαμόρφωση εκείνης της αστικής τάξης και εμφάνιση των κοινωνικών μετασχηματισμών, που σε άλλες κοινωνίες έλαβαν χώρα σε μια περίοδο δεκάδων ετών (αιώνων ίσως). Η ελληνική κοινωνία πέρασε σχεδόν εν μια νυκτί από την αγροτική ζωή στη μαζική αστικοποίηση, την εύκολη πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά, τον γρήγορο πλουτισμό, τον εύκολο δανεισμό και εν τέλει τον παρασιτικό καταναλωτισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, χάθηκε και παρερμηνεύτηκε (πολλές φορές και συνειδητά) η έννοια της προοδευτικότητας. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η προσήλωση των σύγχρονων πολιτικών μορφωμάτων στην πολυπόθητη αυτοδυναμία. Τακτική, που τα ώθησε σε στρατηγικές θόλωσης του ιδεολογικού τοπίου για την εύκολη αλίευση ψήφων από μια ευρύτερη δεξαμενή ψηφοφόρων με απόψεις συχνά διαμετρικά αντίθετες από τις βασικές αρχές που πρεσβεύουν. Η συζήτηση έχει εστιάσει κατά καιρούς σε διάφορα διλήμματα και προτάσεις όπως: «σήμερα δεν υπάρχουν ιδεολογίες» (τι δεξιά τι αριστερά), «όλοι ανήκουμε στο κέντρο» (κεντροδεξιά, κεντροαριστερά), «το παλαιό και το νέο», «πρόοδος ή οπισθοδρόμηση». Σε αυτό συνέβαλε εξίσου και ο τρόπος που ο ψηφοφόρος αντιλαμβάνεται το καθήκον του, δηλαδή ως μια ψήφο-όπλο διαπραγμάτευσης για τη βελτίωση της προσωπικής ευημερίας του και όχι δημοκρατικό όπλο για την κοινωνική ευημερία που θα βοηθήσει και την προσωπική του ευημερία. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στην απουσία του ορθού λόγου ως προσέγγιση των πραγμάτων και του διαλόγου ώς μέσου επίλυσης των προβλημάτων. Χάθηκε η επαφή με τις βασικές αξίες και το περιεχόμενο του προοδευτισμού. Γι αυτό και λέμε ότι η σημερινή κρίση είναι πρωτίστως κοινωνική, κρίση αξιακή και συνειδησιακή.
Αδυνατούμε όμως να πιστέψουμε ότι απουσιάζουν σήμερα οι προοδευτικοί πολίτες σε όλο το φάσμα του σύγχρονου πολιτικού τοπίου (λ.χ. ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ΠΟΤΑΜΙ). Ότι δεν υπάρχουν πολίτες που συμφωνούν στην ελεύθερη οικονομία με καλά καθορισμένους κανόνες, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην πρόσβαση των πολιτών στην αγορά εργασίας, στην ανεξιθρησκία, σε βασικά δημόσια αγαθά όπως είναι η παιδεία και η υγεία, στην καλή λειτουργία των θεσμών κλπ. Οι πολίτες αυτοί υπάρχουν, τους βλέπουμε καθημερινά. Και τους συναντούμε σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Είναι όμως διάσπαρτοι, συνήθως μειοψηφίες στον χώρο τους, με μικρή δυνατότητα προβολής και επιρροής.
Βασική λοιπόν προϋπόθεση (αλλά και απαίτηση) για τον επανα-προσδιορισμό της προοδευτικότητας είναι να ξανα-συναντηθούν οι προοδευτικοί πολίτες από όλο το πολιτικό φάσμα. Να αρχίσει μια εκ βαθέων σοβαρή συζήτηση για τον προοδευτικό χώρο και τη διαμόρφωση μιας νέας προοδευτικής ατζέντας (του αφηγήματος που συνεχώς αναφέρεται) στην οποία είναι δυνατόν να συνασπιστούν πολίτες απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, ιδεολογικές παρερμηνείες και αγκυλώσεις.
Η προοδευτικότητα δεν πρέπει να εξαντλείται στην απλή καταγραφή και αποδοχή της μίζερης πραγματικότητας, αλλά στη συντονισμένη δράση για την αλλαγή και μετεξέλιξη αυτής της πραγματικότητας. Η προσέγγιση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και της νέας ατζέντας πρέπει να δίνει μια προοπτική μετάβασης από τις σημερινές στις νέες συνθήκες, χωρίς αποκλεισμούς και στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων όπως γίνεται σήμερα, καθιστώντας όλους συμμέτοχους αυτής της μετάβασης. Γιατί η διελκυστίνδα μεταξύ προόδου και συντήρησης στη χώρα μας είναι εκτός από ιδεολογικό πρόβλημα και ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας και των ομάδων που υποστηρίζουν τις σημερινές απαρχαιωμένες δομές και θεσμούς και που συχνά αναφέρονται ως οι υπαίτιοι της σημερινής αποτυχίας.
Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Είναι σίγουρο όμως ότι στην ελληνική κοινωνία υπάρχει μια πραγματικά προοδευτική μειοψηφία, διάσπαρτη σε όλο το πολιτικό φάσμα και, κυρίως, στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Πιθανώς να εμπεριέχεται και μέρος των ψηφοφόρων που στις τελευταίες εκλογές εκούσια απείχαν, μη θέλοντας να ξοδέψουν το πολιτικό τους καθήκον σε κόμματα που εκφράζουν μόνο κατ΄όνομα την προοδευτική ατζέντα. Σήμερα η κρίσιμη αυτή μάζα δεν εκφράζεται από κανένα σχηματισμό. Είναι αυτή όμως η μάζα προοδευτικών πολιτών που μπορεί να δώσει ξανά ένα όραμα, ένα νέο ρεαλιστικό αφήγημα, που θα βρει απήχηση στην κοινωνική πλειοψηφία. Ακόμη και στον φιλελεύθερο χώρο υπάρχουν φωνές που μπορούν να δώσουν ώθηση στη νέα αυτή αφετηρία. Να ξαναορίσουμε λοιπόν τι σημαίνει για μας σήμερα προοδευτικότητα. Να ξαναβάλουμε τις βάσεις διαλόγου για μια ειλικρινά προοδευτική κοινωνία, με το ανάλογο αξιακό περιεχόμενο. Και, τελικά, όλα ξεκινούν και καταλήγουν στην ίδια διαπίστωση: όλα είναι θέμα Παιδείας.