Εν μέσω πανδημίας πολύς λόγος γίνεται για το ποιος είναι νεοφιλελεύθερος, σοσιαλδημοκράτης, κεϋνσιανιστής και διάφορα άλλα. Τη σχετική συζήτηση τροφοδότησε η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος, αν και δεδηλωμένος φιλελεύθερος, υποστήριξε προσφάτως ότι στους τωρινούς καιρούς επιβάλλονται κεϋνσιανές προσεγγίσεις.
Όπως φάνηκε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν ανέχονται τους πρωθυπουργικούς προβληματισμούς. Έτσι, αμέσως έσπευσαν να τους αμφισβητήσουν, επιστρατεύοντας τις γνωστές ετικέτες περί νέου φιλελευθερισμού και συντηρητισμού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η αντιπαράθεση εξαντλείται με την εκτόξευση κατηγοριών, οι οποίες δεν θεμελιώνονται με συγκεκριμένα επιχειρήματα.
Οι αφορισμοί, ο ατεκμηρίωτος αντίλογος, καθώς και οι αρνητικά φορτισμένες έννοιες, δεν πείθουν για τις όποιες ενστάσεις διατυπώνονται εναντίον μιας ηγεσίας. Πόσω μάλλον μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ακριβή ιδεολογική και πολιτική σήμανση των διαφωνούντων.
Και τούτο διότι σε περιόδους βαθιάς κρίσης, η αντιπαραβολή με τον αντίπαλο δεν σημαίνει κατ? ανάγκη ισχυρή και διακριτή υπόσταση. Όλα κρίνονται και αξιολογούνται από τις πολιτικές που πρεσβεύει κάθε ηγέτης. Άλλωστε, αυτές του προσδίδουν και το ακριβές του στίγμα. Τον προσδιορίζουν και τον τοποθετούν σε συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα.
Το ζήτημα της ταυτότητας είναι αναμφίβολα σύνθετο και απαιτητικό. Πολύ περισσότερο δεν καθορίζεται από υποκειμενικές κρίσεις και ερμηνείες. Διαφορετικά, καταλήγουμε στον αυτοχαρακτηρισμό. Μια συνήθης πρακτική, η οποία μας υπενθυμίζει τη ρήση του Γιάννη Τσαρούχη: «Στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι». Κάπως έτσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υιοθετούν μια φαντασιακή εικόνα για τον εαυτό τους. Το χειρότερο, αποκτούν ψευδή συνείδηση.
Μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, όντως η αλήθεια νοθεύεται. Κυριαρχεί η αυθαιρεσία και η παραχάραξη. Τα αντικειμενικά δεδομένα παραβλέπονται – αν δεν διαστρεβλώνονται. Οι πράξεις καλύπτονται από ψευδεπίγραφες διακηρύξεις. Οι ιδέες πολτοποιούνται, καθώς μετατρέπονται σε πασπαρτού. Ο μεταμορφισμός καθιστά δυσδιάκριτες τις ουσιαστικές διαφορές.
Στον ελληνικό πολιτικό στίβο διαχρονικά πρυτανεύει ένας παγιωμένος φορμαλισμός. Πρόκειται για το γνώριμο υπόδειγμα που θέλει την Αριστερά εξ ορισμού προοδευτική, ενώ τη Δεξιά συντηρητική. Ο προσδιορισμός αυτός αντιμετωπίζεται ως κάτι στατικό και αμετάβλητο από τους κήρυκες του προοδευτισμού. Μάλιστα, ορθώνουν ένα αδιαπέραστο Σινικό Τείχος, προκειμένου να υπερασπιστούν την υποτιθέμενη ιδεολογική τους ορθοδοξία και καθαρότητα. Ο μανιχαϊσμός δεσπόζει. Με τους αυτάρεσκους και μονοσήμαντους αυτούς διαχωρισμούς επιχειρούν να αποκρύψουν τις θεατές και αθέατες πλευρές του ενός ή του άλλου πολιτικού πόλου.
Αν αποφύγουμε τις ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά και τις απαίδευτες επεξεργασίες, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η προοδευτικότητα δεν είναι μονοπώλιο κανενός. Δεν ταυτίζεται με όποιον την επικαλείται. Το ίδιο και ο συντηρητισμός. Οι θιασώτες του βρίσκονται σε όλο το φάσμα της πολιτικής. Η εξόφθαλμη μονομέρεια κάποιων να υποστηρίζουν ότι συντηρητικές πολιτικές ενσαρκώνει η Δεξιά, ακόμη και η Κεντροδεξιά, υποκρύπτει αναχρονισμό – για να μην πω εσκεμμένη τύφλωση.
Οι παραδοχές που για χρόνια επικρατούσαν αποδεικνύονται πλέον ξεπερασμένες. Οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές έχουν σημαντικά εξασθενίσει. Η οριζόντια διασύνδεση διαπερνά το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού συστήματος. Προοδευτικοί και συντηρητικοί είναι παρόντες παντού. Διαμετρικά αντίθετες δυνάμεις συνυπάρχουν στα υπάρχοντα κομματικά σχήματα.
Ωστόσο, το καίριο θέμα είναι η ταυτότητα και οι πολιτικές των ηγεσιών τους. Πρωτίστως, αυτές καθορίζουν τις αντιλήψεις και τις απόψεις, σηματοδοτώντας και τον προσανατολισμό τους. Κριτήριο δεν αποτελούν οι ιστορικές καταβολές των κομμάτων. Ούτε οι ιδεολογικές αναφορές και παραδόσεις τους.
Στη διεθνή και εγχώρια σκηνή βλέπουμε αρχηγούς, που μολονότι ανήκουν στον αποκαλούμενο προοδευτικό χώρο, να είναι φορείς ακραίων συντηρητικών θέσεων. Ενώ το αντίστροφο συμβαίνει με όσους προέρχονται από συντηρητικές δυνάμεις. Οι περιπτώσεις του Τζέρεμι Κόρμπιν και της Άνγκελα Μέρκελ είναι αποκαλυπτικές. Ο πρώτος ήταν υποστηρικτής του κρατισμού, των εθνικοποιήσεων, του αντισιμιτισμού και του Brexit. Η δεύτερη, αν και ηγείται ενός συντηρητικού κόμματος, έχει να επιδείξει προοδευτικές τοποθετήσεις σε μείζονα ζητήματα. Η πρόσφατη σύμπλευσή της με τον Εμανουέλ Μακρόν για το Ταμείο Ανάκαμψης το επιβεβαιώνει.
Ανάλογα παραδείγματα συναντάμε και στη χώρα μας, όπου ο δεξιός και ο αριστερός λαϊκισμός είναι μια εμπεδωμένη παθογένεια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αποδεικνύεται, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τον σκληρό συντηρητικό πυρήνα της ΝΔ. Εξ ου και θεωρείται φιλελεύθερος προοδευτικός. Ο Αλέξης Τσίπρας παρά τις προοδευτικές του αναφορές και την προσαρμοστικότητά του δεν έχει ακόμη αποδεσμευθεί από συντηρητικές συνταγές του ΣΥΡΙΖΑ. Η Φώφη Γεννηματά, αδυνατώντας να εκφράσει την άλλοτε προοδευτική παράταξη, οδήγησε το ΚΙΝΑΛ σε αναχρονισμούς και ανεπίκαιρες συνταγές.
Ποιος, λοιπόν, είναι προοδευτικός και ποιος συντηρητικός στην τωρινή περίοδο συνιστά μεγάλη συζήτηση. Αρκεί βέβαια να απαλλαγούμε από νεκρά στερεότυπα, παρωχημένα κλισέ και παραμορφωτικούς φακούς άλλων εποχών.