Ο γνωστός «δικηγόρος του διαβόλου» Ζακ Βερζές, αναφερόμενος στην δίκη του σφαγέα των ναζί Άιχμαν, έγραψε ότι σ’ αυτήν δεν δικάστηκε το έγκλημα καθ’ εαυτό, αλλά η «ξετσιπωσιά μέσα στο έγκλημα». («Η στρατηγική της δίκης», εκδόσεις «Πλέθρον»). Που πάει να πει ότι η «ξετσιπωσιά» είναι εκείνη, που μπορεί να μετατρέψει την ανθρώπινη εκτροπή σε τερατώδη και γι’ αυτό σε α-νοηματική.
Και τώρα στο θέμα μας:
Όταν απέτυχαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να προκαλέσουν, με αφορμή το μακεδονικό, την δημιουργία του μεγάλου «ακροδεξιού μετώπου», το οποίο, διαλύοντας το πολιτικό σύστημα, θα τους έσωζε από την επερχόμενη ήττα, αμέσως αναζήτησαν εναλλακτικό μέτωπο σωτηρίας. Και το όνομα αυτού, «προοδευτικό μέτωπο»!
Ήδη αυτό συγκροτείται με κεντρικά πρόσωπα δύο μέλη του ΠΑΣΟΚ που είδαν το φως άμα τη υπουργοποιήσει και κάποιους ακροδεξιούς, ψεκασμένους, συνωμοσιολόγους και κρυπτοναζί. (Π.χ. υπάρχει επίλεκτο μέλος του «προοδευτικού μετώπου», που αποκαλεί ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων, «κατσαρίδες»).
Όμως, αυτό το μάγμα ακροδεξιών και παλαιοπασόκων, δεν κάνει από μόνο του «προοδευτικό μέτωπο». Χρειάζεται – για «ξεκάρφωμα» – και η αριστερή φενάκη. Γι’ αυτό, καλούν τώρα και αριστερούς, να γίνουν «συνοδοιπόροι» της Κας Μεγαλοοικονόμου. Σ’ αυτούς λοιπόν απευθύνεται και το παρόν:
Δεν θα αναφερθούμε σ’ αυτές καθ’ εαυτές τις εκτροπές της κυβέρνησης. Ούτε καν στα εγκλήματά της. Είναι όλα ανθρώπινα και μπορεί να έχουν την κατανόησή μας.
Θα αναφερθούμε όμως σε κάτι άλλο. Σ’ εκείνη την αδυναμία για ηθική κρίση, που είναι πάντα η προϋπόθεση για όλα τα μεγάλα εγκλήματα. Στην «α-ηθικότητα» δηλαδή της κυβέρνησης, που είναι το ανάλογο της «ξετσιπωσιάς μέσα στο έγκλημα», για την οποία μας μίλησε ο Βερζές.
Και βεβαίως, δεν είναι ξετσιπωσιά το να έχεις ανθρώπινες απώλειες σε μία πυρκαγιά ή σε μία επιδημία γρίπης.
Είναι όμως ξετσιπωσιά το να κρύβεις τους νεκρούς και να σκηνοθετείς τηλεοπτική παράσταση πάνω σ’ αυτούς, για να ρωτήσεις τι ώρα θα πετάξουν το πρωί τα αεροπλάνα! Ή το να δηλώνεις, ως αρμόδιος υπουργός, ότι δεν είναι και καταστροφή ο θάνατος 50 ανθρώπων από γρίπη!
Ξετσιπωσιά επίσης δεν είναι το να έχεις κυβερνητική τηλεόραση.
Είναι όμως ξετσιπωσιά, το να έχεις σ’ αυτήν εγκάθετους «δημοσιογράφους», οι οποίοι «ζωντανά» απαγορεύουν την υποβολή ερωτήσεων προς ανθρώπους της εξουσίας.
Ξετσιπωσιά δεν είναι το να μαγνητοφωνείς ως υπουργός τον Κεντρικό Τραπεζίτη ή να απειλείς ότι θα εισβάλεις – με όρους μικρολήσταρχου του 19ου αιώνα – στην Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εκβιάσεις για ιδιωτική σου του υπόθεση. Είναι απλώς ακραία και ασυνήθης παρανομία, που δείχνει πώς θα ήταν οι άνθρωποι χωρίς τον πολιτισμό και την δημοκρατία.
Είναι όμως ξετσιπωσιά το να χλευάζεις, ως πρωθυπουργός, την αντίθεση όλου του δημοκρατικού κόσμου, σ’ αυτές τις βαρβαρότητες του υπουργού.
Ξετσιπωσιά είναι το να μετατρέπεις ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε εξαρτημένους επιδοματούχους, όχι από ιδεοληψία ή από ανικανότητα, αλλά συνειδητά, επειδή τους χρειάζεσαι ως «πρώτη ύλη» για το καθεστώς σου.
Ξετσιπωσιά είναι το να «προστατεύεις» τη δημόσια εκπαίδευση από την «μόλυνση» της γνώσης, έτσι ώστε αυτή να προορίζεται αποκλειστικά για τα παιδιά των «επιδοματούχων», ενώ τα δικά σου φοιτούν στο ακριβότερο ιδιωτικό σχολείο.
Ξετσιπωσιά είναι η υποκλοπή και δημοσίευση στην κυβερνητική «ΑΥΓΗ» των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δικαστή, με σκοπό την εκβίασή του ώστε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της κυβέρνησης.
Ξετσιπωσιά είναι η επικοινωνία με όρους υποκόσμου («αλήτη, θα σε τελειώσω» και πάει λέγοντας) μεταξύ των κορυφαίων υπουργών.
Ξετσιπωσιά είναι το εφιαλτικό γέλιο του Πολάκη, απέναντι στο δάκρυ του Πικραμένου.
Ξετσιπωσιά τελικά είναι το να μην ντρέπεσαι, ακόμη και όταν ασχημονείς σε κοινή θέα.
Και είναι αυτό ακριβώς το προσόν, που κάνει το σημερινό σχήμα εξουσίας φρικτά διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα και το αποκλείει ρητά από την «δημοκρατική εξημέρωση».
Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί πραγματικά την εξημέρωση. Διότι έχει ηγεσία με σαφώς σταλινική καταγωγή. Και, ως γνωστόν, ο σταλινισμός δεν είναι μόνον τα Γκουλάκ ή τα ψυχιατρεία για τους αντιπάλους, αλλά και αμοραλισμός. Η ελληνική δε μετασταλινική αριστερά, μέρος της οποίας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν διέκοψε ποτέ την ηθική της σχέση με το σταλινικό παρελθόν. (Π.χ. ο πρωθυπουργός αποκαλεί «θεσμικό εμπόδιο» την δημοκρατία, κατατρυχόμενος από φωναχτές φαντασιώσεις για τη νίκη του Ζαχαριάδη ή του Βελουχιώτη).
Και όσοι υποδύονται ότι διέκοψαν με το παρελθόν, απλώς το «κουκούλωσαν» (το «απώθησαν»), χωρίς να το «επεξεργαστούν». Γι’ αυτό, το παρελθόν «επανέρχεται» συνεχώς και με τις δύο μορφές. Και ως μίσος κατά της δημοκρατίας και ως αμοραλισμός. Είναι ο συνδυασμός που συνθέτει την ξετσιπωσιά της κυβέρνησης, που περιγράψαμε.
Σ’ αυτό το πεδίο της αντιδημοκρατικής «ξετσιπωσιάς», συναντά ο ΣΥΡΙΖΑ και τους ψηφοφόρους του. Οι οποίοι, επειδή στην πλειονότητά τους έρχονται από τα έγκατα του «αυριανισμού» με όλα τα πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά τους – μοιάζουν πολύ με τους επίστρατους του Μεταξά – δένονται μαζί του με το κοινό μίσος κατά της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Και το κοινό μίσος «μολύνει» τους ανθρώπους με ένα «αίσθημα συγγένειας». Έτσι εξηγείται και το σταθερό δημοσκοπικό 25%, παρά την ερημοποίηση της χώρας.
Θα αναρωτηθεί λοιπόν κανείς: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, με αυτό το ρητά αντιδημοκρατικό σώμα ψηφοφόρων, εντάσσει στο – κατ’ ευφημισμόν – «προοδευτικό μέτωπο» και τρία ή τέσσερα άτομα της δημοκρατικής αριστεράς; Τα οποία μάλιστα εισφέρουν μόνον την ψήφο τους, δεδομένου ότι η μη σταλινογενής και η δημοκρατική αριστερά δεν ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ; Ο λόγος προφανής: Για να τους επιδεικνύει προς τα έξω και να παραπλανά ότι δήθεν εξημερώθηκε, μήπως και σωθεί. Ενώ την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός, χλευάζοντας όσους αντιδρούν στην βαρβαρότητα Πολάκη, κλείνει το μάτι στους «επίστρατους αυριανιστές», ότι διασφαλίζει αντιδημοκρατική εξαχρείωση.
Που πάει να πει πως δεν δικαιολογείται καμία αυταπάτη των δημοκρατικών πολιτών σε σχέση με το «ήθος» και την «δημοκρατικότητα» του αντιδημοκρατικού «προοδευτικού μετώπου».
Και σε όσους είναι έτοιμοι να δικαιολογηθούν με το γνωστό τέχνασμα της αυταπάτης, πρέπει να τους θυμίσουμε από τώρα, ότι έχουμε ευθύνη και για τις αυταπάτες μας, διότι:
«Στην πολιτική οι “αυταπάτες” μετρούν όσο και η “πραγματικότητα”, αν όχι πιο πολύ – και αυτό είναι φανερό: Διαφορετικά δεν θα γίνονταν, για παράδειγμα, οι δύο μεγάλοι πόλεμοι…..». (Κ. Καστοριάδης, «Χώροι του ανθρώπου», εκδόσεις «Ύψιλον»).