Χθες βράδυ ακούσαμε την αναμενόμενη εξαγγελία της «Προοδευτικής Διακυβέρνησης» των πολλών προοδευτικών κομμάτων, όταν στις επόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει πρώτο κόμμα.
Εδώ γεννάται ευλόγως μία απορία. Ποια είναι τα προοδευτικά κόμματα στη σημερινή Βουλή και ποια είναι διατεθειμένα να συμπράξουν με τον ΣΥΡΙΖΑ στο σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας; Γεννάται και ένα δεύτερο ερώτημα, που δεν είναι βέβαια της παρούσης: γιατί η πολιτική, που εφαρμόζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τον Ιούλιο 2019 έως σήμερα χαρακτηρίζεται ως συντηρητική τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την κα Φ. Γεννηματά; Το τελευταίο ερώτημα θέλει μεγάλη ανάλυση. Τουλάχιστον οι θέσεις, αποφάσεις, ενέργειες και νομοθετήματα, που έχουν ληφθεί για την μεταρρύθμιση του Εκπαιδευτικού Συστήματος από το 2019 έως σήμερα, είναι προς τη θετική και προοδευτική κατεύθυνση και υπηρετούν το τρίπτυχο «Αριστεία – Αξιολόγηση – Αξιοκρατία».
Ο κ. Τσίπρας έχει αναφερθεί ακόμη και στο ΚΚΕ, το οποίο όμως δεν είναι διαθέσιμο για σχηματισμό κυβέρνησης σε συνεργασία με κόμματα, που σέβονται την αστική δημοκρατία. Όσον αφορά στο ΚΙΝΑΛ, ακόμη και η σημερινή αρχηγός του έχει δηλώσει την αυτόνομη πορεία του κόμματος, παρά το γεγονός ότι κατ’ επανάληψη έχει αναφερθεί και εκείνη στην «προοδευτική διακυβέρνηση εναντίον της συντηρητικής και καταστροφικής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη». Και αυτό, παρά τη δημοσκοπική επιμονή της μεγάλης πλειονότητας των ψηφοφόρων του να απεύχονται συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και να συμφωνούν με την κυβερνητική πολιτική.
Όσον αφορά, όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη τόσο ως κυβερνητικός εταίρος όσο και ως αξιωματική αντιπολίτευση ότι είναι ένα κόμμα της αντίρρησης σε όλα, που επιδιώκει και επιθυμεί την πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης. Η πολιτ5ική του το χαρακτηρίζει ως ένα άκρως συντηρητικό, οπισθοδρομικό και δημαγωγικό κόμμα, που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως προοδευτικό. Εξ άλλου η επί 4,5 χρόνια κυβερνητική θητεία του απέδειξε την οπισθοδρομική και ισοπεδωτική πολιτική του στην Παιδεία, την αδιαφορία του για τον εκσυγχρονισμό του Κράτους, την κατάληψη των κρατικών δομών από κομματικά στελέχη και την εργώδη προσπάθειά του στην καθυπόταξη της Δικαιοσύνης και των Θεσμών.
Το Δεύτερο Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης», που μας παρουσίασε χθες ο κ. Τσίπρας, δεν είναι άλλο από το πρόγραμμα ενός κακής ποιότητας δημαγωγού, που βιάζεται να επανέλθει στην εξουσία. Ενδεικτικά σημεία των επιδιώξεών του είναι η δηλωμένη απέχθειά του στην Αριστεία και στην Αξιοκρατία. Έτσι – όπως έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη – θα καταργήσει τα «Σχολεία των Ελίτ», δηλαδή τα Πρότυπα Σχολεία, θα καταργήσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και θα εγγράψει στα πανεπιστήμια ακόμη και εκείνους που βαθμολογήθηκαν με βαθμούς 2/20 και 3/20. Θα καταργήσει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, ενώ χθες μας πληροφόρησε ότι θα καταργήσει και τον νέο Ασφαλιστικό Νόμο, που εκπόνησε ο Πάνος Τσακλόγλου και ψήφισε προσφάτως η Βουλή (αυτό φέρνει στο νου μας το 2001, όταν οι «πράσινοι συνδικαλιστές» απέτρεψαν την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, που έφερε ο Τάσος Γιαννίτσης. Αυτή η υποχώρηση του τότε πρωθυπουργού στοίχισε στη χώρα περίπου ένα ετήσιο ΑΕΠ από το 2001 έως το 2020).
Ο Α. Τσίπρας ξεγέλασε άπαξ τους πολίτες το 2015. Τώρα όλοι γνωρίζουν. Γι αυτό και μετά από 26 μήνες μετά τις εθνικές εκλογές η διαφορά στις δημοσκοπήσεις μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει αυξηθεί και παραμένει διψήφια, ενώ για πρώτη φορά μετά το 1974 ο πρωθυπουργός παραμένει πρώτος σε δημοτικότητα και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης με δεύτερο τον «κανένα».
Ένα εύλογο ερώτημα, βέβαια, είναι: πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ο κ. Τσίπρας ακόμη από το 22 - 25% των πολιτών, δεδομένων των ανωτέρω χαρακτηριστικών του. Η απάντηση έχει δοθεί από κοινωνιολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και αναλυτές. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ικανότητες, τις ίδιες επιδιώξεις, τους ίδιους στόχους και την ίδια πίστη σε αξίες, όπως η Δικαιοσύνη και η Ηθική, που αποτελούν τους δύο πυλώνες της Δημοκρατίας (Ηθικά Νικομάχεια, Αριστοτέλης). Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε (μάλλον επιτυχώς) να προσεταιρισθεί κάθε πικραμένο. Ακόμη και τους αντιεμβολιαστές. Καλούσε μεν τους πολίτες να εμβολιαστούν, αλλά ήταν εναντίον της υποχρεωτικότητας εμβολισαμού ακόμη και στους υγειονομικούς. Προσφάτως μάλιστα καταψήφισε την τροπολογία, που έφερε η κυβέρνηση για αυστηροποίηση των ποινών κατά εκείνων, που δίνουν ή δέχονται πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμού, και την εξουσιοδότηση της κυβέρνησης να υποχρεώνει ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού να εμβολιαστούν. Και αυτή η τακτική απέδωσε. Η τελευταία δημοσκόπηση έδειξε ότι το 23% των αντιεμβολιαστών είναι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, 12% του Βελόπουλου και μόνον 7% της ΝΔ. Προς τιμή του ΚΙΝΑΛ, το ποσοστό αυτών είναι μόλις 2%.