Δεν προλάβαμε καλά καλά να συνέλθουμε από τον διπλό εκλογικό σεισμό της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου και ήδη συζητάμε για τη νέα αναμέτρηση του Οκτωβρίου, εκείνη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Δεν είναι μόνο οι ανακοινώσεις ενδιαφέροντος που κάνουν οι ίδιοι οι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες, είναι και οι παρεμβάσεις κομματικών στελεχών μέσω των οποίων καταθέτουν προτάσεις και δημιουργούν σενάρια, με το βλέμμα όμως στραμμένο -για ακόμα μία φορά- στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Η αφορμή
Μια τέτοια παρέμβαση είναι η αφορμή για το παρόν άρθρο, εκείνη του ιστορικού και σημαντικής προσωπικότητας του χώρου της κεντροαριστεράς, Αντώνη Λιάκου. Και για να μην δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι δεν αναγνωρίζουμε το μέγεθος του ανδρός, σημειώνουμε από την αρχή ότι η εκτίμηση μας προς τον καθηγητή είναι δεδομένη. Εξάλλου, μέσα στο πέρας των χρόνων, οι απόψεις μας έχουν βρεθεί πολλές φορές σε σύγκλιση.
Το σκεπτικό
Με το κείμενό του ο καθηγητής βάζει ως κεντρικό ζητούμενο τη συμμαχία μεταξύ των κομμάτων της λεγόμενης προοδευτικής αντιπολίτευσης, η οποία μέσα από κοινά ψηφοδέλτια θα κερδίσει δήμους και περιφέρειες, με επίκεντρο βεβαίως τον δήμο Αθηναίων. Στόχος, σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή, μέσω αυτών των κοινών ψηφοδελτίων θα πρέπει να είναι η αμφισβήτηση της ηγεμονίας Μητσοτάκη, όπως αυτή διαμορφώθηκε λόγω των πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων.
Το επιχείρημα
Η πρόταση είναι πολιτικά θεμιτή, έχει δοκιμαστεί πολλές φορές στο παρελθόν -άλλες φορές με επιτυχία άλλες με αποτυχία- και σίγουρα θα βρει ανταπόκριση τόσο από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Όμως πάνω σε ποια βάση μπορεί να γίνει αυτή η ενδεχόμενη συμμαχία; Αρκεί άραγε αν μοναδικό ζητούμενο είναι η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του ενός κόμματος ή μάλλον του ενός αρχηγού; Αν αυτό γίνει με όχημα την τοπική αυτοδιοίκηση, τότε ως επιχείρημα όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά είναι λάθος.
Made in Italy?
Τον Οκτώβριο του 2022 γράφαμε στη “Μεταρρύθμιση” για τον κίνδυνο η Αθήνα, σε ακόμα μία αναμέτρηση, να πρέπει να διαλέξει δήμαρχο μεταξύ κορυφαίων κομματικών στελεχών και όχι μεταξύ ανθρώπων που θέλουν όντως να υπηρετήσουν την πόλη. Η πρόταση του καθηγητή μιλά για “προσωπικότητες με γνώση, κύρος, διεθνή εμπειρία αλλά και λαϊκότητα, προσωπικότητες δυναμικές. Μεγέθη πρώτης γραμμής που θα θέσουν με καινούργιο και σύγχρονο τρόπο τα προβλήματα διακυβέρνησης, που θα συνδυάσουν τις δημοκρατικές αρχές και τα δικαιώματα με την αποτελεσματική και διορατική διακυβέρνηση”. Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα του κράτους, αλλά όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά δείχνουν αγωνία όχι για την πόλη, αλλά περισσότερο για τον επόμενο ηγέτη της κεντροαριστεράς, ο οποίος θα εμφανιστεί ως κακέκτυπο ενός “Έλληνα Ρέντσι”. Πάντως στην Ιταλία δεν πήγε και πολύ καλά αυτό.
Η δεξαμενή
Λίγο παρακάτω ο καθηγητής εντοπίζει και το λάθος της επιλογής υποψηφίων μέσα από τη δεξαμενή των πρώην και νυν βουλευτών ή των πρώην υπουργών, που κάποια στιγμή αποφάσισαν να υποδυθούν τον υποψήφιο δήμαρχο και αφού ηττήθηκαν επέστρεψαν στις βουλευτικές ή τις κομματικές τους θέσεις: “(…) αν τα κόμματα της κεντροαριστεράς (...) επιμένουν στις κομματικές επιλογές για τον δήμο της Αθήνας, είναι πολύ πιθανόν να βρεθούμε μπρος σε ένα καταστροφικό δίλημμα στο δεύτερο γύρο [που] θα είναι να πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε άκρα δεξιά και δεξιά, ή να δούμε ανακουφιστικά τον άχρηστο και ανόητο γόνο να εκλέγεται από τον πρώτο γύρο”.
H διάσπαση
Πράγματι η πολυδιάσπαση του χώρου της κεντροαριστεράς ίσως να οδηγήσει σε τέτοια αποτελέσματα. Όμως αυτή η πολυδιάσπαση είναι χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των αναμετρήσεων και το ενδεχόμενο να πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε δεξιά και ακροδεξιά δεν έχει -ακόμα- υπάρξει. Και αν υπάρξει δεν θα οφείλεται στις πολλές και διαφορετικές υποψηφιότητες της κεντροαριστεράς. Δεν είναι κακό πράγμα οι πολλοί υποψήφιοι, κακό είναι αν ζητούν τη ψήφο μας για να φτιάξουν πλούσιο πολιτικό βιογραφικό.
Οι περιπτώσεις
Το παρελθόν μπορεί να μας διδάξει. Για παράδειγμα, από τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ, στις τοπικές εκλογές του 1994, κέρδισαν και τα συνεργαζόμενα κόμματα και η αυτοδιοίκηση. Όπως πολλαπλά κερδισμένη βγήκε -κυρίως- η αυτοδιοίκηση όταν στο τιμόνι σημαντικών πόλεων βρέθηκαν άνθρωποι όπως ο Καμίνης, ο Μπουτάρης και ο Ελισάφ, οι οποίοι κατάφεραν να κάνουν πράξη την πολυσυλλεκτικότητα των συνδυασμών τους, χωρίς ταυτόχρονα να χάσουν το διακριτό πολιτικό και ιδεολογικό τους στίγμα. Υπήρξαν όμως και συνεργασίες που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από διαγωνισμός πολιτικής επιβίωσης για τη μία ή την άλλη πλευρά. Τις πρώτες περιπτώσεις θα πρέπει να τις επιζητούμε συνεχώς. Τις δεύτερες θα πρέπει να τις αφήσουμε οριστικά πίσω μας.