Η ιδρυτική πράξη της τρικομματικής κυβέρνησης, ήταν η περίφημη προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων. Μια συμφωνία που από την πρώτη στιγμή ήταν εμφανές πως έγινε, για να μην τηρηθεί. Σ’ αυτήν την συμφωνία προβλέπονταν πάρα πολύ ωραία πράγματα, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών, η κατάργηση και η συγχώνευση δημοσίων οργανισμών και φορέων, χωρίς όμως να γίνουν απολύσεις του μόνιμου προσωπικού, η μείωση των δαπανών του δημοσίου με σοβαρές οικονομίες από μη μισθολογικό λειτουργικό κόστος και μείωση γραφειοκρατίας. Προβλεπόταν επίσης η στήριξη της συλλογικής αυτονομίας και της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες έπρεπε να επανέλθουν στο επίπεδο που προσδιορίζουν, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στα μέτρα της προγραμματικής συμφωνίας, προβλεπόταν ακόμη η αποκατάσταση των αδικιών (χαμηλοσυνταξιούχοι, πολυτεκνικά επιδόματα κ.λπ.) με άμεσα δημοσιονομικά ισοδύναμα, η επέκταση του επιδόματος ανεργίας για ένα ακόμα χρόνο (1+1) από κοινοτικούς πόρους και η απόδοσή τους και σε μη μισθωτούς…
Προβλεπόταν δηλαδή η είσοδος της χώρας σ’ ένα σχετικά ορθολογικό καθεστώς. Μόνο που κάτι παραβλεπόταν. Το πώς θα γίνουν όλα αυτά, τη στιγμή που για κάθε ένα απ’ αυτά, οι δανειστές ζητούσαν να γίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η κυβέρνηση, σχηματίσθηκε έχοντας ως κύριο, αν όχι ως μοναδικό της στόχο, την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την ευρωπαϊκή οικογένεια. Και η πρώτη της ενέργεια ήταν να υπογράψει μια συμφωνία, η τήρηση της οποίας εγγυόταν την έξοδό της από την ευρωζώνη.
Έχω πολλές φορές επιχειρηματολογήσει πως η δημοσιονομική πειθαρχία είναι αναγκαία συνθήκη για κάθε υπερδανεισμένη χώρα και πως σε μια τέτοια χώρα, δεν μπορεί, για κάποιο διάστημα, να μην ασκηθούν σοβαρές πολιτικές λιτότητας. Αυτή εδώ η χώρα, το 2009 είχε 36 δις έλλειμμα και σήμερα αυτό αγγίζει τα 12 δις, ενώ έχει φθάσει σχεδόν στο επίπεδο να μηδενίσει το πρωτογενές της έλλειμμα. Την ίδια στιγμή όμως, το ΑΕΠ της, από τα 250 δις το 2008, έφθασε το 2010 τα 222 δις και τώρα αν συνεχίσει με ετήσια ύφεση κοντά στο 5%, μπορεί να πέσει και κάτω από τα 200 δις.
Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι αναγκαία για ένα ξεχειλωμένο κράτος. Από μια στιγμή και ύστερα όμως, όσο μειώνονται οι δαπάνες αυτού του κράτους, με γεωμετρική πρόοδο μειώνονται και τα έσοδά του. Αυτό άρχισε να συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2011 και φέτος κορυφώθηκε. Του χρόνου, η πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν δεν συμπληρωθεί και με μέτρα ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας και της εργασίας, θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Αν προστεθεί η τεράστια αύξηση της ανεργίας, γιατί αντιθέτως απ’ όσα υποστηρίζουν μερικοί, οι απολύσεις στο δημόσιο δεν θα φέρουν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά θα προσθέσουν και νέους ανέργους στον ιδιωτικό τομέα, τότε τα ελλείμματα και το χρέος θα αυξάνουν.
Αυτά θα συμβούν γιατί οι δημόσιες οικονομίες δεν είναι ιδιωτικά νοικοκυριά. Αυτό είναι το σφάλμα κάθε νεοφιλελεύθερης, ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσω, προσέγγισης. Αυτή πιστεύει πως οι δημόσιες οικονομίες, πρέπει να λειτουργούν όπως τα νοικοκυριά. Αυτά, είναι αλήθεια πως αν θέλουν να κινούνται ορθολογικά, δεν πρέπει οι δαπάνες τους να υπερβαίνουν τα έσοδά τους. Τα κράτη πρέπει να τηρούν τον «οικογενειακό κανόνα», όσο βρίσκονται σε αναπτυξιακή τροχιά. Όταν όμως βρίσκονται σε φάση μακρόχρονης ύφεσης, χρειάζεται να βάζουν λάδι στη μηχανή τους. Και αυτό το λάδι είναι η ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος και η ενίσχυση των προνοιακών δομών. Αυτά βεβαίως που προτείνει η τρόικα, καθόλου δεν συντείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Θα σπεύσει τότε κάποιος να πει, πως υπ’ αυτές τις περιστάσεις, κάνουν άγια η ΔΗΜΑΡ, οι κάποιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και η αντιπολίτευση, που προτείνουν να μην ψηφισθεί το μνημόνιο 3 και ο προϋπολογισμός του. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας, όπως ειπώθηκε από στέλεχος της ΔΗΜΑΡ, πως δεν προβλέπεται τίποτα για την ανάπτυξη του ιαματικού τουρισμού, τότε κάθε νουνεχής πρέπει μετ’ επιτάσεως να ζητήσει την απόρριψη των μέτρων.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: Και μετά τι; Μετά η δραχμή και το χάος, η κατάργηση κάθε μισθού και σύνταξης, η απόλυση όλων και η κυριαρχία της κοινωνίας της ζούγκλας. Γιατί καθόλου δεν με πείθουν οι φωνές που λένε πως αν σταματήσει η χρηματοδότηση της χώρας, τότε η χώρα θα ανακαλύψει το δραχμικό Κολοράντο της.
Η ΔΗΜΑΡ, οι πασόκοι του χθες και όποιοι άλλοι, αφού δεν κατόρθωσαν να πείσουν τους δανειστές μας να μετριάσουν τα υφεσιακά μέτρα, θα έπρεπε να εστιάσουν την προσοχή τους στην εκπόνηση ενός σχεδίου για το τι θα γίνει μετά την ψήφισή τους και μετά την εκταμίευση της δόσης, για ποιο κράτος πρόνοιας και τι παραγωγικό μοντέλο θέλουμε. Αντί γι’ αυτό, εμμένουν στην προγραμματική συμφωνία. Έτσι, αντί να μετατρέψουν αυτή τη συμφωνία σε ρέκβιεμ του παλιού λαϊκισμού, τη μετατρέπουν σε πρελούδιο ενός νέου.
Αν οι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ θέλουν να κάνουν κάτι αριστερό, πρέπει ακόμη και σε αντίθεση με τις αποφάσεις της ηγεσίας τους, να ψηφίσουν τα μέτρα. Μια καλύτερη λύση θα ήταν το κόμμα να αποφασίσει υπέρ της κατά συνείδηση ψήφου . Οι δε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που σκέφτονται να τα καταψηφίσουν σε αντίθεση με όσα συνετά τους προτείνει η ηγεσία και η πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ας αφεθούν να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που έμαθαν τόσα χρόνια. Να λαϊκίζουν, νομίζοντας πως θα διασωθούν, ενώ θα είναι οι πρώτοι που θα σβήσουν από τις συνειδήσεις μνημονιακών και αντιμνημονιακών.
Η ανταμοιβή του λαϊκισμού, όσο υπάρχουν χρήματα, είναι η εξουσία. Αυτό το ξέρει καλά η Ξενογιαννακοπούλου. Όταν όμως αυτά δεν υπάρχουν, το τίμημα είναι διαφορετικό. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι η χλεύη. Ας ρωτήσει γι’ αυτό τη συντρόφισσά της, Λούκα Κατσέλη. Δεν θα ήθελα πάντως καν να περιγράψω ποιο θα είναι το τίμημα και για τις δύο, στη χειρότερη των περιπτώσεων. Ξέρω όμως, πως όποιο και να είναι αυτό για τις δύο σεβαστές κυρίες, για την τεράστια πλειοψηφία των -ακόμη- εργαζόμενων, των ανέργων και των συνταξιούχων, θα είναι ακόμη πιο καταστροφικό.
.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ