«Προγραμματική συμφωνία βάθους» και «μνημόνιο ομαλότητας»

Θανάσης Γεωργακόπουλος 21 Ιουν 2012

Η χώρα σταμάτησε λίγους πόντους πριν το γκρεμό. Η πτώση, στην οποία θα οδηγούσε μια εκλογική πρωτιά του λαϊκίστικου συμφύρματος του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύχθηκε.

Δεν απομακρυνθήκαμε, όμως, ακόμα από το χείλος του γκρεμού. Ο σχηματισμός κυβέρνησης των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων -Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ- είναι ένα πρώτο βήμα μείζονος και ιστορικής σημασίας. Πρέπει, όμως, να είναι σταθερό και να ακολουθηθεί κι από πολλά άλλα.

Πρωτίστως, η κυβέρνηση πρέπει να στηριχθεί σε μια “προγραμματική συμφωνία βάθους”.

Αυτό σημαίνει, κατ’ αρχάς, βάθος χρόνου. Ορίζοντας πρέπει νάναι η τετραετία, όχι η διετία και οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Αυτοδιοίκηση. Άλλωστε, αν συνέβαινε το δεύτερο, σε λίγους μήνες –κατά τα ελληνικά ειωθότα- θα άρχιζαν οι προεκλογικές αγκωνιές μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, με ότι αυτό θα συνεπαγόταν. Αντίθετα, ο ορίζοντας της τετραετίας δίνει τη δυνατότητα οι εκλογές να γίνουν, αφού η χώρα έχει βγει στο (ή, τουλάχιστον, έχει φανεί το) “ξέφωτο”. Αυτό θα σήμαινε ότι οι πιθανότητες κυβερνητικής επιτυχίας θα αυξάνονταν εκθετικά. Η χώρα το έχει δραματικά ανάγκη. Το ίδιο και οι τρεις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες σ’ αυτή την περίπτωση θα επιβραβευθούν ενώ στην αντίθετη κινδυνεύουν να σαρωθούν.

“Προγραμματική συμφωνία βάθους” σημαίνει ταυτόχρονα πως η συμφωνία δεν μπορεί να αρκεστεί στα minimum. Αντίθετα, πρέπει να στηριχθεί σε ένα κοινό παρονομαστή εθνικής αυτογνωσίας και να αγκαλιάσει το σύνολο της κυβερνητικής ύλης. Κοινός παρονομαστής εθνικής αυτογνωσίας σημαίνει μια πειστική αφήγηση για τα διαχρονικά αίτια της βαθιάς κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία να αντικαταστήσει την αλληλοεπίρριψη ευθυνών μεταξύ των δύο κομμάτων του –πρώην- δικομματισμού και την αυτοαθώωση των λοιπών πολιτικών δυνάμεων. Η αφήγηση αυτή είναι το κρίσιμο και απαραίτητο ερμηνευτικό εργαλείο για να κατανοήσουν οι πολίτες όσα συμβαίνουν κι όσα πρέπει να γίνουν. Το επόμενο είναι οι βαθιές και ριζικές αλλαγές που η χώρα έχει δραματικά ανάγκη ώστε να σταθεί και πάλι στα πόδια της κι αυτές εκτείνονται σε κάθε τομέα του -ελληνικού- επιστητού. Αυτό θα ήταν ένα πραγματικό εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, το οποίο θα ενσωμάτωνε και θα υπερέβαινε το μνημόνιο.

Η έως τώρα συζήτηση σ’ αυτό το επίπεδο παραμένει, δυστυχώς, εγκλωβισμένη στις προεκλογικές καντρίλιες για το μνημόνιο, στις οποίες επιδόθηκαν οι τρεις πολιτικές δυνάμεις, παίζοντας –κατ’ ουσίαν- στο τεραίν του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναδιαπραγμάτευση, αναθεώρηση, επανεξέταση, σταδιακή απαγγίστρωση κ.ο.κ., ήταν οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν προεκλογικά σ’ ένα αυτιστικό διαγωνισμό γλωσσοπλασίας, αφού δεν είχαμε να κάνουμε με διαπραγμάτευση μεταξύ των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων αλλά με τους δανειστές και τις 16 χώρες της ευρωζώνης.

Φυσικά και πρέπει να επιδιωχθεί αναθεώρηση πλευρών του μνημονίου αλλά αυτό δεν αφορά ανθυπολεπτομέρειες (π.χ. “φιλικά” ειδικά μισθολόγια, εξισωτική των κτηνοτρόφων κ.ο.κ.) αλλά ορισμένες κρίσιμες πτυχές της δημοσιονομικής προσαρμογής, με παράλληλη, όμως, επιβεβαίωση, επιτάχυνση και εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών. Εκείνα που –και πολιτικά- επείγουν είναι η ανάσα που μπορεί να δώσει η επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής (πράγμα που, βέβαια, αντιφάσκει με τις ρητορίες περί απαγγίστρωσης), η επανεξέταση της “εσωτερικής υποτίμησης” με απάλυνση της μείωσης των κατώτατων μισθών και με προώθηση μέτρων για τη μείωση και των τιμών, καθώς και η αναπτυξιακή ώθηση που μπορεί να έλθει από το αναμενόμενο ευρωπαϊκό πακέτο αλλ’ όχι μόνο απ’ αυτό. Τα υπόλοιπα δεν είναι της ώρας. Μπορούν να τεθούν αργότερα και με ευνοϊκότερους όρους στο τραπέζι των συζητήσεων με τους εταίρους και την τρόϊκα.

Προγραμματική συμφωνία βάθους, βέβαια, μεταξύ τριών πολιτικών δυνάμεων με διαφορετικές ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αφετηρίες δεν είναι εύκολο να προκύψει μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Ανάλογες συμπράξεις στη Γερμανία είτε μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων είτε Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών έκαναν μέρες έως ότου καταλήξουν στα κοινά τους προγράμματα. Στην περίπτωσή μας οι συνθήκες πιέζουν. Ας είμαστε, λοιπόν, επιεικείς με το πρώτο κείμενο της εξαμελούς επιτροπής. Αρκεί να συνειδητοποιηθεί η σχετική ανάγκη και να καλυφθούν τα κενά στο διάστημα ως τις προγραμματικές δηλώσεις, ίσως και στη συνέχεια με διαδικασίες που οι “τρεις” θα αποφασίσουν.

?????

Αν τα προηγούμενα αφορούν τις κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις ας έρθουμε στο “μνημόνιο ομαλότητας” που έχει να κάνει με την αντιπολίτευση και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Από ορισμένες πλευρές και –κυρίως- από τον Ευ. Βενιζέλο η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό σχήμα αναγορεύθηκε σε όρο sine quo non μετά τις εκλογές της 6ης Μαϊου. Την ίδια στάση ακολούθησε τότε και η ΔΗΜΑΡ. Τελικό αποτέλεσμα η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης.

Ο Ευ. Βενιζέλος, σε αντίθεση με τη ΔΗΜΑΡ, επέμεινε στην ίδια λογική καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως με αυτή τη συνδικαλιστική τακτική αμφιθεάτρου (“να εκθέσουμε τον αντίπαλο”) επιδείκνυε αδυναμία, καθιστούσε τον ΣΥΡΙΖΑ επίκεντρο του πολιτικού παιγνιδιού και άφηνε τη Ν.Δ. να θέτει το εκλογικό δίλημμα.

Μετεκλογικά η τακτική αυτή, ευτυχώς, εγκαταλείφθηκε από τον κ. Βενιζέλο, με την εξαίρεση της πρώτης μετεκλογικής του δήλωσης. Έμειναν, βέβαια, κάποιες ουρές της που εκφράσθηκαν με την απαίτηση να συμμετάσχει ο ΣΥΡΙΖΑ σε τετραμερή σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή με τη νέα ιδέα για συμμετοχή του στην ομάδα επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε εύλογα το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως εκ τούτου οι συνδικαλιστικές καντρίλιες για να ….εκτεθεί δεν έχουν νόημα.

Νόημα, όμως, έχει μια εθνική συνεννόηση για το ρόλο και τα όρια ενός εκάστου. Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να ασκείται με τον τρόπο που ασκήθηκε τα τελευταία διόμισυ χρόνια.

Αντί, λοιπόν, για προτάσεις συμμετοχής –με τον ένα ή άλλο τρόπο- το χρήσιμο θα ήταν να προταθεί προς τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ ένα “μνημόνιο ομαλότητας”. Το μνημόνιο αυτό θα μπορούσε να προβλέπει συγκεκριμένες δεσμεύσεις –με δεδομένες και τις εθνικά κρίσιμες στιγμές- για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής και της αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση να δεσμευτεί για διαφάνεια, πλήρη ενημέρωση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αποφυγή αιφνιδιασμών κ.ο.κ.. Και η αντιπολίτευση να δεσμευτεί πως οι νόμοι θα τηρούνται, το κέντρο της Αθήνας δε θα είναι αποκλεισμένο τις μισές μέρες του χρόνου, δε θάναι συνήθης πρακτική το black out δημόσιων υπηρεσιών και λειτουργιών, θα αποφεύγονται ενέργειες που βλάπτουν την εικόνα της χώρας και τον τουρισμό κ.ο.κ. Πάνω απ’ όλα να δεσμευτούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις πως θα εξοβελίσουν τη βία από την πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση. Βία που έκανε και προεκλογικά την εμφάνισή της αλλά ήταν “μαζί μας” και με όλους τους δυνατούς τρόπους τα προηγούμενα χρόνια.

Το όφελος για τον τόπο από την υπογραφή ενός τέτοιου “μνημονίου ομαλότητας” είναι προφανές. Όπως και το κόστος από την άρνησή του. Γιατί η πρόταση αυτή δεν αμφισβητεί το ρόλο που έχει επιλέξει έκαστος πολιτικός παίκτης για τον εαυτό του. Αμφισβητεί τον εθνικό διχασμό στον οποίο μπορεί να οδηγήσει η αναπαραγωγή όσων ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα και στη νέα περίοδο.