Οι γερμανικές εκλογές στις 22.09.2013 ολοκληρώθηκαν. Το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών με τον εταίρο του στη Βαυαρία Χριστιανοκοινωνική Ένωση κατέγραψαν 41,5 %, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 25,7 %, το κόμμα της Αριστεράς 8,6% και το κόμμα των Πρασίνων 8,4 %. Αυτά τα τέσσερα κόμματα θα συνθέτουν την επόμενη γερμανική Βουλή. Οι Φιλελεύθεροι για πρώτη φορά μένουν εκτός Βουλής, διότι δεν έπιασαν το απαραίτητο 5 %, ώστε να εκπροσωπηθούν και αυτοί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για το πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα των ευρωσκεπτικιστών AfD (Alternative fur Deutschland).
Πέρα όμως από την αριθμητική αποτύπωση του αποτελέσματος των εκλογών έχει μεγάλο ενδιαφέρον μια ποιοτική προσέγγιση της νέας πολιτικής πραγματικότητας στη Γερμανία και των προεκτάσεων της σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο εσωτερικό το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και η καγκελάριος Angela Merkel αύξησαν σε μεγάλο βαθμό την εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο, χωρίς όμως το ποσοστό του 41,5 % να είναι επαρκές για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η εξαφάνιση δε των Φιλελευθέρων σε κοινοβουλευτικό επίπεδο λόγω της μετακίνησης ψηφοφόρων προς τους Χριστιανοδημοκράτες στερεί στο συντηρητικό κόμμα την δυνατότητα συνέχισης της ίδιας πολιτικής. Η γερμανίδα καγκελάριος είναι αναγκασμένη να διαφοροποιήσει την πολιτική της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και ιδιαιτέρως στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Και τούτο, διότι οι πιθανοί εταίροι της, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ή οι Πράσινοι, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες και προγραμματικές θέσεις.
Παραλλήλως πρέπει να επισημανθεί, ότι σύμφωνα και με δημοσκοπήσεις οι Γερμανοί προτιμούν να συγκυβερνήσουν οι Χριστιανοδημοκράτες με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το ίδιο επιθυμούν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Το σύνολο αυτών των προσδοκιών δημιουργούν ένα πιεστικό πλαίσιο για τα δύο μεγαλύτερα γερμανικά κόμματα. Οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος αυξάνονται ακόμη περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη, ότι από το ένα μέρος έχουν διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις σε σχέση με την κυβερνητική διαχείριση της πραγματικότητας και από το άλλο ιδιαιτέρως οι Σοσιαλδημοκράτες αναζητούν μια σύγχρονη ταυτότητα. Μια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, η οποία θα απαντά στην παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου και εργασίας και τις επιπτώσεις της στη Γερμανία και στην Ευρώπη, αλλά και στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, διότι η Γερμανία ως κοινωνία της γνώσης βασίζεται σε αυτή. Η γερμανική κοινωνία έχει αποκτήσει μια δυναμική, η οποία είναι ακόμη αναντίστοιχη με την πολιτική της έκφραση σε σχέση με τα κόμματα.
Μια πρώτη στατιστική προσέγγιση της εκλογικής συμπεριφοράς πιστοποιεί αυτή την αναντιστοιχία. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο ιδρύθηκε από εργάτες και αποτελούσε πολιτική επιλογή κυρίως εργατών υπαλλήλων και μελών των συνδικαλιστικών φορέων, χάνει την πολιτική σχέση με αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Συγκεκριμένα το 27 % των σοσιαλδημοκρατών ψηφοφόρων ήταν εργάτες, ενώ για τους χριστιανοδημοκράτες το ποσοστό ανεβαίνει στο 36 %. Επίσης 26 % ήταν υπάλληλοι για τους σοσιαλδημοκράτες, ενώ για τους χριστιανοδημοκράτες το ποσοστό ανεβαίνει στο 40%.
Οι γυναίκες ψήφισαν κυρίως τους Χριστιανοδημοκράτες (44 %). Οι Σοσιαλδημοκράτες ψηφίστηκαν μόνο από το 25 % των γυναικών. Το ίδιο σχεδόν ισχύει και στους άνδρες. Τους Χριστιανοδημοκράτες ψήφισε το 39 % και τους Σοσιαλδημοκράτες το 26 %.
Είναι εμφανές, ότι το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν έχει αποκωδικοποιήσει ακόμη τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά ακόμη δεν έχει οριοθετήσει τη σύγχρονη εκδοχή της, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της μεταβατικής εποχής, στην οποία κινείται η ανθρωπότητα και πιο συγκεκριμένα οι ανεπτυγμένες κοινωνίες του Βορρά.
Όταν μάλιστα ο πιθανός κυβερνητικός εταίρος, όπως είναι το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, αποτελεί τον πιο γνήσιο εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού, η κοινωνική δικαιοσύνη είναι δύσκολος στόχος. Ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών την οριοθέτησε μεταξύ άλλων ως νομοθετική κατοχύρωση κατώτατου μισθού και σύνταξης, σε αντιδιαστολή με την Angela Merkel, η οποία θεωρεί ότι ο καθορισμός του κατώτατου ορίου είναι θέμα διαπραγμάτευσης εργαζομένων και εργοδοτών. Και πως απαντούν τα δύο κόμματα σε σχέση με το κατώτατο όριο, το οποίο εγγυάται μια αξιοπρεπή διαβίωση και ποιότητα ζωής; Ποια ισορροπία μεταξύ των δύο κομμάτων θα βρεθεί σε σχέση με τις συντάξεις, όταν η κοινωνία γηράσκει και πολλαπλασιάζονται οι συνταξιούχοι δυσανάλογα σε σχέση με τους εργαζόμενους;
Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν έχει συνέλθει ακόμη από τον προηγούμενο μεγάλο συνασπισμό, ο οποίος το κατέβασε στο ιστορικό χαμηλό του 23 % στο παρελθόν. Και είναι πολύ προσεκτικό. Εξάλλου υπάρχει και η ευρωπαϊκή διάσταση σε περίπτωση συγκυβέρνησης. Ήδη ο Σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Martin Schulz επισημαίνει ότι «η Merkel» δεν μπορεί να συνεχίσει την ίδια πολιτική». Στο περιοδικό Der Spiegel δηλώνει, ότι «η γερμανίδα καγκελάριος πρέπει να λάβει υπόψη της τις κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων στην Ευρώπη». Παραλλήλως ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Peer Steinbruck ομιλεί για την ανάγκη ενός Marshall Plan για την Νότια Ευρώπη, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή τους προοπτική και να ισορροπήσει επιτέλους η πολιτική της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής και εξοντωτικής για την οικονομία και τους ανθρώπους λιτότητα.
Αυτή η προβληματική κατάσταση έχει οδηγήσει ένα τμήμα του Σοσιαλδημοκρατικού χώρου να προτιμά το ρόλο της αντιπολίτευσης, με ταυτόχρονη αναζήτηση σημείων προσέγγισης με το κόμμα της Αριστεράς. Αυτή την εξέλιξη προτιμά ένα αρκετά σημαντικό κομμάτι του κομματικού μηχανισμού. Υπάρχει βέβαια και ένα δεύτερο σενάριο, το οποίο κάτω από προϋποθέσεως μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο συνασπισμό. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, εάν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κάνει μια σκληρή διαπραγμάτευση μπορεί να προσδώσει έντονα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην κυβερνητική πολιτική, ώστε να μην οδηγηθεί το κόμμα στην κατάρρευση στις επόμενες εκλογές. Αυτό το στηρίζουν πρώτον στην μερική προσέγγιση των σοσιαλδημοκρατικών θέσεων από τους Χριστιανοδημοκράτες τα προηγούμενα χρόνια, στον πραγματισμό της εξουσίας που χαρακτηρίζει την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών, καθώς και στον έλεγχο του Ομοσπονδιακού Συμβούλιου (Bundesrat), στο οποίο συμμετέχουν οι κυβερνήσεις των κρατιδίων, από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Προς το παρόν οι εξελίξεις εξαντλούνται στο εσωτερικό των κομμάτων. Γίνονται οι απαραίτητες αναλύσεις και εκτιμήσεις σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα και τα δεδομένα που δημιουργεί. Μετά θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες σίγουρα θα είναι δύσκολες. Η περίπτωση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων φαίνεται αδύναμη. Η πτωτική πορεία της εκλογικής δύναμης των Πρασίνων έχει οδηγήσει το κόμμα σε αναταράξεις, οι οποίες έχουν όχι μόνο προσωπικό χαρακτήρα ως την ηγετική ομάδα, αλλά άπτονται και των πολιτικών προγραμματικών θέσεων, οι οποίες εκφράσθηκαν προεκλογικά. Ήδη το προεδρείο της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων, Jurgen Trittin και Renate Kunast, ανακοίνωσε, ότι παραιτείται από την ηγεσία.
Σχετικά με τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα της Γερμανίας ενδιαφέρον έχουν και οι διεργασίες στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Μετά την παραίτηση της ηγεσίας ξεκίνησαν διεργασίες επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του κόμματος. Σε αυτό το πλαίσιο ο παλαιός πολιτικός και ηγέτης του κόμματος Hans-Dietrich Genscher δίνει συμβουλές για επανεκκίνηση και συνολικό εκσυγχρονισμό, ενώ προτρέπει την νέα αναδυόμενη ηγεσία για πιο θετική στάση απέναντι στους Σοσιαλδημοκράτες.
Συμπερασματικά το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία είναι πολύ ρευστό. Σίγουρα, στο μέτρο που οι εξελίξεις στην επόμενη τετραετία θα δρομολογούνται με κύρια και ισχυρότερη κυβερνητική συνιστώσα το κόμμα της Angela Merkel, η δυναμική της εξέλιξης τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη θα έχει αργούς ρυθμούς και δεν θα κινείται με λειτουργική ταχύτητα σε σχέση με την προώθηση της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης και την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ίσως να υπάρχει προοπτική, εάν οι υπόλοιπες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης λειτουργήσουν με ενιαία λογική και στάση απέναντι στην πολιτική της Merkel, ακόμη και απομονώνοντας τις γερμανικές ιδεοληψίες. Κάτι τέτοιο όμως είναι δύσκολο, διότι το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν έχει μια ολοκληρωμένη στρατηγική και πολιτική εξειδίκευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο χρόνος όμως τρέχει και δεν περιμένει, πότε θα ωριμάσει το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη. Προς αυτή την κατεύθυνση οφείλει να λειτουργήσει και η ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών καθώς και η διανόηση. Τα περιθώρια συνεχώς στενεύουν και ο ευρωσκεπτικισμός αυξάνεται. Η αυταπάτη της εθνικής επιβίωσης δεν βοηθάει τους ευρωπαϊκούς λαούς, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν αποτελούν γηράσκουσες κοινωνίες σε διαδικασία κατάρρευσης. Οι γερμανικές εκλογές πρέπει να γίνουν αφετηρία για αλλαγή πλεύσης στην Ευρώπη. Με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί και η ενεργοποίηση διαδικασιών ανατροπής της πολιτικής, που επιβάλλει η συντηρητική λογική της Merkel και μάλιστα στο εσωτερικό της Γερμανίας.