Παρόλο που αφήνουμε πίσω μας την πρώτη μόλις εβδομάδα της επίσημης προεκλογικής περιόδου, η δημόσια συζήτηση αφορά ήδη την επόμενη ημέρα της κάλπης. Για παράδειγμα, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι το αν θα υπάρξει αυτοδυναμία κάποιου κόμματος και σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, αν η σύνθεση της νέας Βουλής θα μπορεί να δώσει κυβέρνηση συνεργασίας.
Μπροστά στο άγνωστο
Ο λόγος του προβληματισμού είναι το γεγονός ότι η αναμέτρηση της 21ης Μαΐου θα διεξαχθεί με το σύστημα της -περίπου- απλής αναλογικής, κάτι που καθορίζει την προεκλογική στρατηγική του “καχεκτικού δικομματισμού” της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ και στην πραγματικότητα αφορά το άγνωστο μετεκλογικό τοπίο που θα κληθούν να διαχειριστούν. Κάπως έτσι αποκαλύπτεται ότι ενώ πρόκειται για δύο φαινομενικά διαφορετικές στρατηγικές, τελικά αυτές συγκλίνουν.
Αυτοδυναμία μεν... αλλά
Ο Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι στόχος του είναι η αυτοδυναμία καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μόνο μια μονοκομματική κυβέρνηση, που θα διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών, μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα του τόπου. Όμως, μπορεί να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος; Σύμφωνα με τους ειδικούς αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό κοντά στο 47%. Είναι κάτι τέτοιο πιθανό; Ξεκάθαρα όχι. Αν λάβουμε υπόψη ότι στις βουλευτικές εκλογές του 2019 -αφού είχε προηγηθεί η σαρωτική νίκη των ευρωεκλογών και παρέμενε ακόμα ισχυρό το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο- η Ν.Δ. πήρε 39% και υπολογίζοντας τη φυσιολογική φθορά της τετραετούς διακυβέρνησης, καταλαβαίνουμε ότι η επανάληψη παρόμοιου ποσοστού, πόσο μάλλον μεγαλύτερου, φαντάζει εντελώς απίθανη. Εξάλλου αυτός ήταν ο λόγος που πάλι δια στόματος Μητσοτάκη, μπήκε και στη “γαλάζια” ρητορική η πιθανότητα των συνεργασιών.
Ηττοπαθείς προσκλήσεις
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, που με βάση τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις δεν μπορεί να ελπίζει σε νίκη -πόσο μάλλον σε αυτοδυναμία-, έχει βάλει από νωρίς στο προεκλογικό παιχνίδι το ενδεχόμενο της συγκυβέρνησης. Μάλιστα, μέσω αυτού του υποθετικού σεναρίου, ο Τσίπρας στοχεύει στο να “εκθέσει” τους “συνενοίκους της κεντροαριστερής πολυκατοικίας” οι οποίοι, επειδή του κλείνουν συνεχώς την πόρτα προς την εξουσία, κατηγορούνται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως “ουρά της δεξιάς”. Όμως, επειδή κανείς δεν ξεκινάει την προεκλογική εκστρατεία με την παραδοχή της ήττας, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει ότι πριν απ’ όλα, κυβέρνηση συνεργασίας σημαίνει ότι το κόμμα του θα κερδίσει τις εκλογές.
Μικροκομματική σύμπλευση
Που συναντιούνται, λοιπόν, αυτές οι δύο φαινομενικά διαφορετικές στρατηγικές; Ακριβώς πάνω στον μικροκομματικό και ευκαιριακό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την έννοια της συγκυβέρνησης. Η Ν.Δ. ξέρει ότι όσο ξεκόβει κάθε συζήτηση για συνεργασία τόσο χάνει την επαφή της με όσους έχουν ακόμα την ψευδαίσθηση ότι ο Μητσοτάκης είναι “θεσμικός”. Έτσι αναγκάστηκε σε στροφή, μη αποκλείοντας πιθανές συναινέσεις. Μάλιστα, ανακαλύπτοντας ξαφνικά αυτό που έχουμε γράψει πολλές φορές στη “Μεταρρύθμιση”, ρίχνει την ευθύνη της απόφασης στο ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώνεται να μιλά για κυβέρνηση συνεργασίας σαν να πρόκειται για συνειδητή επιλογή και όχι αποτέλεσμα της αδυναμίας του να κερδίσει μια πολλαπλά βαλλόμενη και αποτυχούσα κυβέρνηση.
Η ευθύνη της επόμενης μέρας
Οι δύο εκπρόσωποι του “καχεκτικού δικομματισμού” υπόσχονται ότι δεν θα αφήσουν τη χώρα ακυβέρνητη. Το κατά πόσο αυτή η υπόσχεση είναι ειλικρινής θα φανεί τη Δευτέρα 22 Μαΐου. Τότε θα αποκαλυφθεί ποιοι θα παραχώσουν τη διερευνητική εντολή στο συρτάρι, επιρρίπτοντας την ευθύνη του ναυαγίου σε άλλους, και ποίοι ξέρουν να αναλαμβάνουν το ρίσκο των επιλογών τους.