Το Σύνταγμα είναι ο κορυφαίος θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο θεσμός των θεσμών. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τόσο ο σεβασμός και η τήρηση των άρθρων του, όσο και η διαδικασία αναθεώρησής τους αφορούν τη ομαλή λειτουργία και το κύρος της Δημοκρατίας και πρέπει να γίνονται με πλήρη επίγνωση της αλήθειας αυτής.
Η κοινοβουλευτική διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος που ξεκίνησε με την επιστολή του πρωθυπουργού προς τους αρχηγούς κομμάτων και οι πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να παίρνουν υπ’ όψη τους την κρισιμότητα των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι θέμα κάποιων – ευκαιριακών συχνά – πλειοψηφιών, είναι θέμα πολιτικής και θεσμικής συναίνεσης. Τέτοια προοπτική ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει μια και η συναίνεση έχει από καιρό διαγραφεί από το κυβερνητικό λεξιλόγιο, ακόμα και για τα κρίσιμα εθνικά ζητήματα.
Αν η σημερινή αλλοπρόσαλλη πλειοψηφία έχει αποφασίσει να θυσιάσει και το Σύνταγμα στο βωμό των προεκλογικών της σκοπιμοτήτων, αδιαφορώντας για την ουσία των αλλαγών ή την παραπομπή στις καλένδες κάποιων άλλων που έχουν από καιρό ωριμάσει, η αντιπολίτευση δεν πρέπει να την ακολουθήσει. Με τις προτάσεις, τα επιχειρήματα και τη συμμετοχή της στη συζήτηση και τις ψηφοφορίες πρέπει να συμβάλλει αποφασιστικά στην προετοιμασία της αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της χώρας από την επόμενη, διαφορετική ελπίζουμε, Βουλή.
Η τακτική του «όλα ή τίποτα» καταλήγει σχεδόν πάντα στο τίποτα.