Όσο περισσότερο πλησιάζει η ημέρα των εκλογών (21.5.2023), τόσο πιο εμφανής γίνεται η τοξικότητα του προεκλογικού κλίματος, η οποία αναπαράγεται και από την πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και τον δημόσιο «διάλογο» που αναπτύσσεται.
Κυριαρχούν οι χαρακτηρισμοί των αντιπάλων (προσώπων και κομμάτων), οι οποίοι στοχεύουν στην υποβάθμιση τους ως προς την ικανότητα τους να αναλάβουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας και στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και στην λειτουργία των πολιτών με ηθικολογικό προσανατολισμό, χωρίς να αξιοποιείται η κριτική σκέψη.
Ουσιαστικά κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό διεκδικούν την ψήφο των πολιτών με διαφημιστικού τύπου πρακτικές, οι οποίες βραχυπρόθεσμα αναδεικνύουν τους διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς όμως να κατατίθεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός με κοστολόγηση, χρονοδιάγραμμα και γνωστοποίηση των πηγών χρηματοδότησης της υλοποίησης του, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και την παγκόσμια δυναμική της εξέλιξης.
Μερικά παραδείγματα είναι πολύ αποκαλυπτικά της ποιότητας της προεκλογικής αντιπαράθεσης και της κοινωνικής προοπτικής μετά τις εκλογές.
Χωρίς να κάνει αναφορά στην μη αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας είπε σε συνέντευξη του στο ράδιο Θεσσαλονίκη (1.4.2023) «Θεωρώ, ότι το θέμα του φράχτη στον Έβρο είναι δεδομένο όχι μόνο για τους ακρίτες, αλλά είναι δεδομένο για την συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας το γεγονός, ότι μια κυρίαρχη χώρα πρέπει να έχει τρόπους να προστατεύει τα σύνορα της αποτελεσματικά».
Και συνέχισε «Επί της ουσίας αυτό, που μου κάνει εντύπωση, είναι, γιατί κάτι, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, να γίνεται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και να φτάνει στο σημείο η αξιωματική αντιπολίτευση δια του κ. Παπαδημούλη να ζητάει επίσημα, το έργο αυτό να μην χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους».
Ανεξάρτητα όμως από την επικοινωνιακή διαχείριση και πολιτική εκμετάλλευση του φράχτη στα σύνορα με την Τουρκία δεν δίδεται απάντηση σε σχέση με την γενικότερη αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου προβλήματος, που θα συνεχίσουν να βιώνουν οι κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι δεν αναιρούνται τα γενεσιουργά αίτια αυτής της παγκόσμιας ανισορροπίας, τα οποία έχουν σχέση με τις ανισότητες μεταξύ των κοινωνιών Βορρά και Νότου και την κλιματική αλλαγή και τις παρενέργειες της (π.χ. ξηρασίες, πλημμύρες, συρρίκνωση της γεωργικής παραγωγής, μείωση αποθεμάτων νερού κ.λ.π.). Εάν οι πρόσφυγες δεν μπορούν να περάσουν τα ηπειρωτικά σύνορα λόγω του φράχτη, θα ακολουθούν ακόμη περισσότερο τα «θαλασσινά μονοπάτια».
Ένα άλλο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σε σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προεκλογικής αντιπαράθεσης και την μη διασφάλιση κοινωνικής προοπτικής, επειδή κινούνται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, που τα παράγει, είναι η κριτική για τις ανισότητες και τις αδικίες στο κοινωνικό πεδίο.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε ομιλία του στην Αγία Παρασκευή (Αθήνα), 1.4.2023, οριοθετώντας την διαφορετική πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας, χωρίς όμως να απαντά ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των συνεχώς αυξανόμενων ροών προσφύγων, είπε, ότι «θα υψώσουμε φράχτη στην αδικία. Αυτή είναι η δέσμευση μας» και τόνισε «μια κυβέρνηση κυβερνητικής συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει στην κοινωνία δικαιοσύνη», δηλαδή «αύξηση μισθών, μείωση τιμών, ρύθμιση χρεών και ισχυρό, δίκαιο, αποτελεσματικό κράτος».
Εκείνο, που δεν λέγεται όμως, είναι, ότι η άρση των αιτίων για τις ανισότητες, το μη αποτελεσματικό κράτος και τις μεγάλες ανισορροπίες της ελληνικής κοινωνίας προϋποθέτει την σύγκρουση με το πελατειακό κράτος, την συντεχνιακή λογική, την διαφθορά (π.χ. μεσολάβηση πολιτικών προσώπων για την εύρεση εργασίας) και γενικότερα το σύνολο των δομικών προβλημάτων. Και αυτό δεν είναι εύκολο σε δημοκρατικές κοινωνίες χωρίς διάλογο τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο, ώστε να επιτευχθεί η σύμπλευση της κοινωνικής πλειοψηφίας και της πολιτικής της έκφρασης.
Σε ομιλία του στην Ελευσίνα (2.4.2023) ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε, ότι κατά την διάρκεια διακυβέρνησης της χώρας από την Νέα Δημοκρατία έγινε αναδιανομή πλούτου από την μεσαία τάξη στους οικονομικά ισχυρούς με εργαλείο την διατήρηση υψηλής έμμεσης φορολογίας, του ΦΠΑ κυρίως και του ΕΦΚ στα καύσιμα, ενώ ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός, από 10% έως 15%.
Τα δημόσια έσοδα το 2022 από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν κατά 4 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία «πηγαίνουν σε στοχευμένες επιδοτήσεις σε αυτούς, που κρατούν ψηλά την τιμή στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο σούπερ μάρκετ, στη βενζίνη. Άρα τα λεφτά, που παίρνει το δημόσιο από τον υψηλό ΦΠΑ, επιστρέφουν στις ίδιες επιχειρήσεις, που βγάζουν δισεκατομμύρια». Η ίδια λογική διαπερνά και τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, την προστασία της οποίας κατάργησε η Νέα Δημοκρατία. Τόνισε επίσης, ότι «δεν υπάρχει κράτος με ασφάλεια χωρίς ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας».
Αυτές οι παρατηρήσεις περιγράφουν την πραγματικότητα, η οποία για να απαλλαγεί από τις παθογένειες της, πρέπει να γίνουν βαθιές τομές και αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και στην οπτική, που κυριαρχεί στους πολίτες σε σχέση με την αναζήτηση νοήματος στην ζωή τους, η οποία οριοθετείται από τα πρότυπα, που καλλιεργούνται από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στο πλαίσιο της καταναλωτικής κοινωνίας του θεάματος.
Όμως η πραγματοποίηση των όποιων αλλαγών δεν είναι εύκολη, διότι πρέπει να συμπορευθεί η κοινωνική πλειοψηφία και αυτό απαιτεί χρόνο, με παρενέργεια την επιβράδυνση της εξέλιξης. Για αυτό είναι απαραίτητος πολιτικός σχεδιασμός, ο οποίος προετοιμάζει την παροχή στήριξης από την κοινωνική πλειοψηφία και την συμπόρευση της με τις λαμβανόμενες δεσμευτικές αποφάσεις για το μέλλον από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Με διαφημιστικού τύπου λογική στην πολιτική επικοινωνία κινείται το κυβερνών κόμμα με την «ωραιοποίηση» και εξιδανίκευση της πραγματικότητας και της ακολουθούμενης πολιτικής, όπως είναι η παρουσίαση μιας ιδεατής πραγματικότητας για την πλειοψηφία των πολιτών (μείωση ανεργίας, γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της οικονομίας, εξυγίανση των κόκκινων δανείων κ.λ.π.) αλλά και η προεκλογική ανακοίνωση για αύξηση 8% των επιδομάτων αναπηρίας.
Αυτές οι διαπιστώσεις σε σχέση με την προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων και την προοπτική, που «ανοίγουν» για την κοινωνία, οδηγούν σε δυσάρεστες διαπιστώσεις.
Ως προς το πολιτικό περιεχόμενο της αντιπαράθεσης των κομμάτων κυριαρχεί η γενικολογία και η κοινοποίηση επίτευξης επιθυμητών στόχων, οι οποίοι ικανοποιούν βραχυπρόθεσμα τους πολίτες στο επικοινωνιακό πεδίο, χωρίς όμως να κατατίθεται ολοκληρωμένος σχεδιασμός και να γνωστοποιούνται οι παράγοντες, που εγγυώνται την πραγμάτωση του. Περισσότερο ευδοκιμεί η ηθικολογία και η προώθηση της φθοράς και υποβάθμισης των αντιπάλων πολιτικών προσώπων ως μη ικανών, χωρίς ηθικές αξίες, ούτε προσανατολισμό στο κοινωνικό συμφέρον.
Επίσης στις «προγραμματικές» τους εξαγγελίες δεν συνυπολογίζονται η σύγχρονη υψηλού βαθμού αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση των κοινωνιών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και οι επιπτώσεις στο εθνικό επίπεδο (π.χ. μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών) ούτε και οι παρενέργειες της εξέλιξης στους διάφορους τομείς, όπως είναι ο τεχνολογικός και ιδιαιτέρως στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης (π.χ. στον εργασιακό τομέα με την μείωση θέσεων εργαζομένων πλήρους απασχόλησης λόγω της αξιοποίησης της ΤΝ κ.λ.π.).
Ακόμη δεν συνυπολογίζονται οι παρενέργειες των πολιτικών επιλογών και αποφάσεων στην πορεία της κοινωνίας στην προοπτική του χρόνου (π.χ. γήρανση της κοινωνίας σε συνδυασμό με την μείωση των θέσεων εργασίας λόγω αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης και χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης ή και η κινητικότητα στον εργασιακό τομέα σε σχέση με την κοινωνική συνοχή και την φροντίδα των ηλικιωμένων, την οποία πρέπει να αναλάβει το κράτος).
Τέλος δεν κατατίθεται σχεδιασμός της πορείας της κοινωνίας προς το μέλλον με ολιστική πολιτική οπτική και ανάλογη διαχείριση της πραγματικότητας, ώστε να ισορροπεί λειτουργικά η εξέλιξη σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας (από τον οικονομικό και τον εργασιακό μέχρι τον τομέα της υγείας), διότι ο μεταξύ τους βαθμός αλληλεπίδρασης είναι πολύ υψηλός.
Ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο σε σχέση με την κοινωνική προοπτική παίζει η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί με αποφασιστικότητα την πραγματικότητα και με τέτοιο τρόπο, ώστε να προλαμβάνει την διαμόρφωση ανισορροπιών, που οφείλονται στην κοινωνική δραστηριοποίηση (όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση του φυσικού περιβάλλοντος, η μείωση των αποθεμάτων νερού κ.λ.π.), οι οποίες με μεγάλη ταχύτητα και ένταση υποσκάπτουν την βιωσιμότητα ακόμη και του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας. Η προεκλογική αντιπαράθεση δείχνει με τον καλύτερο τρόπο το κενό πολιτικής πρότασης σε σχέση με την αντιμετώπιση αυτών των ανισορροπιών.
Για την αναίρεση αυτού του κινδύνου για την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας μπορεί και πρέπει να ενεργοποιηθεί και η κοινωνία πολιτών με την συνδρομή και της επιστημονικής κοινότητας. Με αυτό τον τρόπο θα αναληφθούν οι ευθύνες, που αναλογούν στους πολίτες, ενώ θα ελέγχεται και το πολιτικό σύστημα, όταν λαμβάνει αποφάσεις, που οριοθετούν την πορεία προς το μέλλον. Βέβαια με τα σημερινά δεδομένα ανυπαρξίας θεσμοθετημένων διαδικασιών διαλόγου μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας πολιτών αυτό δεν φαίνεται να είναι άμεσα υλοποιήσιμο.
Όμως η ανεύθυνη μέχρι τώρα διαχείριση της κλιματικής αλλαγής το επιβάλλει. Η μεγάλη ταχύτητα, με την οποία λιώνουν οι παγετώνες, επιβάλλει άμεση αλλαγή στην διαχείριση της πραγματικότητας. Αρκεί να ληφθεί υπόψη, ότι τα φύλλα πάγου της γης υποχωρούν με ρυθμό 600 μέτρων την ημέρα σύμφωνα με την μελέτη «Rapid, buoyancy-driven ice-sheect retreat of hundreds of metres per day», η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature στις 5.4.2023 και θα συνειδητοποιηθεί το μέγεθος των κινδύνων, που συνεπάγονται οι μη λειτουργικές ή αργές αποφάσεις των κυβερνήσεων σε συνδυασμό με την άγνοια ή αδιαφορία των κοινωνιών και την υποκατάσταση των κοινωνικών αξιών με ηθικό φορτίο και προσανατολισμό το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον από καταναλωτικά πρότυπα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και του βραχυπρόθεσμου υλικού ευδαιμονισμού.
Μπορούν το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνίες γενικότερα να διαχειρίζονται τον χρόνο σύμφωνα με τις ανάγκες της ταχύτατα εξελισσόμενης πραγματικότητας σε συνδυασμό με την διασφάλιση της βιώσιμης ευημερίας των πολιτών; Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση κοινωνικής προοπτικής και εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς από τους πολίτες, η οποία έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα.
Σύμφωνα με έρευνα, που έγινε από την aboutpeople για το Eteron (Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή) από 17-27 Μαρτίου 2023 πανελλαδικά σε δείγμα 4.182 ατόμων ηλικίας 17 ετών και άνω, προέκυψε, ότι εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο έχει το 30,3% του πληθυσμού, στην κυβέρνηση το 35.2%, στον θεσμό του πρωθυπουργού το 38,7%, στα κόμματα το 16% και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μόνο το 7,9%.
Αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να επιταχύνουν τις βαθιές τομές και αλλαγές, που επιβάλλεται να γίνουν στο πολιτικό επίπεδο για την αποκατάσταση της απαραίτητης εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην πολιτική λειτουργία, αλλά και στα ΜΜΕ με στόχο την αντικειμενική παρουσίαση της πραγματικότητας. Μόνο τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση λειτουργικής σχέσης μεταξύ των προεκλογικών αντιπαραθέσεων και της κοινωνικής προοπτικής. Με αυτό τον τρόπο θα εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο πολιτικό πεδίο και παράλληλα θα πραγματώνεται το κοινωνικό συμφέρον.