Δεν άργησε, δυστυχώς, το πέμπτο Μνημόνιο. Έρχεται μάλιστα στη χειρότερη στιγμή: Η Κύπρος συμπαρασύρεται από την Ελλάδα, αλλά και δυσκολεύει την ήδη εξαιρετικά δύσκολη ανάκτηση της ελληνικής αξιοπιστίας, ενώ σε πέντε μέρες αρχίζει και η κυπριακή Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα μεγέθη, της χώρας και της βοήθειας, μπορεί να μην είναι μεγάλα, όμως οι πολιτικές συνέπειες και οι συμβολισμοί είναι βαρύνοντες.
Οι ιδιαιτερότητες της κυπριακής προσφυγής σε μηχανισμό βοήθειας, κάνουν το αναμενόμενο κυπριακό «Μνημόνιο» κάτι σαν υβρίδιο μεταξύ της ελληνικής (και ιρλανδικής και πορτογαλικής) περίπτωσης και της ισπανικής. Το πρόβλημα είναι κυρίως τραπεζικό, αλλά η βοήθεια -άρα και οι όροι της βοήθειας, το υπό στενή έννοια Μνημόνιο- θα υπερβούν και σε εύρος και σε περιεχόμενο τις ανάγκες της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Το ποσό του δανείου -ακριβέστερα, το άθροισμα των δανειακών δόσεων- θα είναι πολύ μικρότερο (από 6 έως 10 δις), όμως οι όροι δεν θα είναι, εξ αυτού του λόγου, λιγότερο «σκληροί»: από αυτή την άποψη, αλλά ακούγοντας και τις πρώτες αντιδράσεις των κοινοτικών αξιωματούχων, η «συγκρατημένη αισιοδοξία» της κυπριακής κυβέρνησης μάλλον δεν δικαιολογείται. Εξάλλου, το γεγονός ότι μένει ακόμα ανοιχτή η πιθανότητα, εν είδει συμπληρώματος πλέον, δανεισμού και από εκτός «τρόικας» πηγές (πιο προχωρημένες εμφανίζονται οι επαφές με τη Ρωσία), δείχνει ότι και το πρόβλημα και οι ανάγκες είναι πιο βαθιές. Είναι αλήθεια, από την άλλη, ότι το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής και ιδίως της ελληνικής κρίσης, λόγω της ιδιαίτερης σύνδεσης της κυπριακής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα ελληνικά, επηρέασε την κατάσταση στην Κύπρο πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύνδεση σε οποιαδήποτε άλλη χώρα: γι’ αυτό μοιάζει άδικη η μομφή της αντιπολίτευσης, ότι η παρούσα κυβέρνηση φέρει την κύρια ευθύνη για τη θέση στην οποία βρέθηκε η χώρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι η κυπριακή οικονομία είχε και αυτή χρόνια δομικότερα προβλήματα, που η τελευταία κυβέρνηση, υπό δύσκολες ασφαλώς συνθήκες, δεν διόρθωσε.
Η κύρια όμως ειδική συνθήκη, είναι η σύμπτωση της προσφυγής της Κύπρου σε μηχανισμό, με την ανάληψη της Προεδρίας της Ένωσης. Όσο και αν είναι αλήθεια ότι υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Λισαβόνας και με τη θέσπιση της σταθερής Προεδρίας, ο ρόλος της προεδρεύουσας χώρας κάπως υποβαθμίστηκε (η σύμπτωση στην οποία αναφερόμαστε, απειλεί μάλιστα να την υποβαθμίσει κι άλλο), η ανάληψη της κυκλικής Προεδρίας δεν παύει να αποτελεί, για κάθε χώρα, πόσο μάλλον για μια χώρα που την ασκεί πρώτη φορά, μια μεγάλη στιγμή, μια μεγάλη δοκιμασία αλλά και μια μεγάλη ευκαιρία. Η παραδοσιακή κυπριακή οργανωτικότητα και διαπραγματευτική ικανότητα θα μπορούσαν να δώσουν καλά αποτελέσματα -που θα ωφελούσαν όχι μόνο την Κύπρο, αλλά και την Ελλάδα, ίσως ακόμα και όλο το άτυπο μπλοκ των «μικρών» χωρών. Εκ των πραγμάτων, τώρα, η προσπάθεια θα εστιαστεί στον περιορισμό των επιπτώσεων του Μνημονίου σε σχέση με την άσκηση της Προεδρίας και στην αντιμετώπιση των -δυστυχώς ενισχυμένων από την επίσημη παραδοχή αδυναμιών- εκφράσεων της τουρκικής κακοπιστίας. Οι δύσκολοι καιροί για τον ελληνισμό, κάνουν ακόμη δυσκολότερη την άσκηση ευρωπαϊκής πολιτικής.