Το ελληνικό ζήτημα είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικής αυτοσυνειδησίας, κοινωνικής νοοτροπίας και πολιτικής εμπιστοσύνης. Δευτερογενώς είναι πρόβλημα οικονομικό. Σοβαρή παράμετρος της εθνικής κρίσης είναι πλέον η γενικευμένη κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης, κρίση της δημοκρατίας αλλά πλέον και του κράτους δικαίου.
Θα μπορούσε να αποφευχθεί η οικονομική κρίση ή να εξελιχθεί διαφορετικά, αν η χώρα είχε ένα «καλύτερο» Σύνταγμα; Αν υπήρχαν συνταγματικές εγγυήσεις που θα απέτρεπαν το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, το τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα του 2009, την ανεξέλεγκτη δυναμική του δημοσίου χρέους μετά το 2004, ναι. Τέτοιες όμως ρυθμίσεις υπήρχαν στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου που θέτει αυστηρά όρια στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, προβλέπει διαδικασία ελέγχου του υπερβολικού ελλείμματος και διαθέτει μηχανισμούς εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ. Οι ρυθμίσεις μάλιστα αυτές ίσχυαν, με νομική υπεροχή σε σχέςη με το εθνικό δίκαιο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο, Ισπανία, Ιταλία κοκ, χωρίς αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Βεβαίως υπάρχουν και στη χώρα μας πολλές άλλες θεσμικές παθογένειες που θα μπορούσαν να έχουν ανασχεθεί ή έστω περιορισθεί κανονιστικά. Οι συντριπτικά περισσότερες όμως από τις αναγκαίες κανονιστικές παρεμβάσεις (εκλογική νομοθεσία, λειτουργία Βουλής, εκσυγχρονισμός Δικαιοσύνης, αποκατάσταση ανεξάρτητων αρχών, ολοκλήρωση εγγυήσεων θρησκευτικής ελευθερίας, μηχανισμοί δημοσιονομικής διαφάνειας και διακυβέρνησης κοκ) μπορούν να γίνουν σε επίπεδο εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων και Κανονισμού της Βουλής.
Το Σύνταγμα δεν ταυτίζεται άλλωστε με το συνταγματικό κείμενο. Εμπεριέχει τη θεσμική μνήμη και παράδοση, την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου, τη σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων, το απόθεμα της συνταγματικής νομολογίας, τη συνταγματική πρακτική και τις συνθήκες του πολιτεύματος κοκ .
Αυτό που προέχει είναι μια νέα σχέση της κοινωνίας και των ίδιων των θεσμών με το Σύνταγμα. Ένας νέος συνταγματικός πατριωτισμός. Η πλήρης εφαρμογή και αξιοποίηση του Συντάγματος.
Υπάρχουν βεβαίως πεδία στα οποία μια θεσμική αλλαγή μπορεί να συντελεστεί μόνο στο επίπεδο του τυπικού Συντάγματος. Αυτό αφορά θέματα όπως η αλλαγή του τρόπου εκλογής του ΠτΔ ώστε να μη απειλείται διάλυση της Βουλής και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του σε σχέση με τη Δικαιοσύνη και τις Ανεξάρτητες Αρχές ή η τυχόν θέσπιση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Για το μεγάλο όμως όγκο των κρίσιμων θεμάτων η αναθεώρηση του Συντάγματος λειτουργεί επιβεβαιωτικά. Ακόμη και σε ζητήματα «διάσημα», όπως η ευθύνη υπουργών που ρυθμίστηκε πριν 150 χρόνια ( το 1864 ) και για την οποία ο εκτελεστικός νόμος μετά την αναθεώρηση του 2001 ψηφίστηκε ομόφωνα, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια παρέμβασης εντός του ισχύοντος Συντάγματος, με την αναθεωρητική όμως διαδικασία η σχετική μεταρρύθμιση μπορεί αναμφίβολα να είναι ολοκληρωμένη. Η αναθεωρητική διαδικασία φέρνει επίσης στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής τα θέματα αυτά.
Αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις συνταγματικής συναίνεσης και συνείδηση ιστορικής ευθύνης καθώς κάθε αναθεωρητική διαδικασία συνιστά μετακίνηση από τη συγκυρία στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Μπορεί να πας να φτιάξεις ένα και να χαλάσουν δέκα. Ο κίνδυνος του συνταγματικού λαϊκισμού ελλοχεύει με την μορφή της «αυταπάτης» ότι θεμελιώδη προβλήματα εθνικής στρατηγικής, κοινωνικής συνοχής, οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικού πολιτισμού, δημοκρατικής και δικαιοκρατικής ευαισθησίας μπορούν να λυθούν μέσω μιας αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η πιο σοβαρή εγγύηση είναι ο ίδιος ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος. Τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης. Οι αυξημένες πλειοψηφίες ιδίως στη δεύτερη Βουλή, την κατά κυριολεξία αναθεωρητική που συντελεί την αναθεώρηση και δεν διαπιστώνει απλώς και γενικώς την ανάγκη αναθεώρησης όπως η πρώτη. Γιαυτό και είναι επικίνδυνη υπό τις παρούσες συνθήκες η αντιστροφή των πλειοψηφιών μεταξύ πρώτης και δεύτερης Βουλής που αφήνει ανοικτή ως δυνατότητα το άρθρο 110.
Ακόμη πιο επικίνδυνο είναι να γοητευτεί κάποιος από την ιδέα μιας πρωτογενούς συντακτικής διαδικασίας αδέσμευτης από τα όρια που θέτει στην αναθεώρηση του το ισχύον Σύνταγμα. Με ποιες άραγε διασφαλίσεις συναίνεσης, όταν είναι πολύ πιθανό ένα τέτοιο σενάριο να επενδυθεί με τον μανδύα ενός συντακτικού δημοψηφίσματος που θα είναι η επιτομή του συνταγματικού λαϊκισμού; Και θα άξιζε η μετάβαση πχ από το κοινοβουλευτικό σύστημα που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στο προεδρικό σύστημα, μια τέτοια διακινδύνευση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος; Προφανώς όχι.
Το άνοιγμα μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης αξιώνει ένα βαθμό πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής ωριμότητας η ύπαρξη της οποίας κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Αρκετοί νομίζουν ότι αυτό διασφαλίζεται επιστημονικά ή δικαστικά. Πρόκειται όμως για μια υπόθεση κατεξοχήν πολιτική. Για μια διαδικασία που φέρνει την πολιτική αντιμέτωπη με την ιστορική της ευθύνη. Αυτό δίνει το μέτρο της σπουδαιότητας αλλά και της επικινδυνότητας της όλης διαδικασίας.
* Πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Γενικός Εισηγητής της Αναθεώρησης του Συντάγματος την περίοδο 1995-2001. Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Η επί υφηγεσία διατριβή του είχε ως θέμα: Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος ( Παρατηρητής, 1984).