Τις προηγούμενες ημέρες δημοσιοποιήθηκε το Ενδιάμεσο Σχέδιο Ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Με αφορμή το κείμενο και μέχρι την ολοκλήρωση του είναι αναγκαίο να ξεκινήσει ένας διάλογος σχετικά με κρίσιμα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν η πρόσφατη κρίση πανδημίας μας δίδαξε κάτι για το ρόλο του κράτους και πως αυτό αντανακλάται στο κείμενο; Μετά την εκδήλωση της κρίσης πανδημίας το κράτος σε όλο τον κόσμο παρεμβαίνει σε πρωτοφανή έκταση στην οικονομία, στην ασφάλεια, σε ζητήματα υγείας, παιδείας και κοινωνικής προστασίας. Επιβάλλει την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, περιορίζει ή απαγορεύει την μετακίνηση των πολιτών από και προς το εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Χορηγεί οικονομική στήριξη σε εργαζόμενους και ανέργους. Διευκολύνει τη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις παρέχοντας την εγγύηση του Δημοσίου, αναστέλλει την πληρωμή φόρων, μειώνει προσωρινά ή οριστικά άμεσους και έμμεσους φόρους. Ενισχύει οικονομικά επιχειρήσεις και συμμετέχει στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Κρατικοποιεί ιδιωτικές μονάδες υγείας. Περιορίζει ή απαγορεύει την εξαγωγή υγειονομικού υλικού, ειδών διατροφής κ.ά.
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις ένα κρίσιμο ερώτημα σε ότι αφορά τον ευρέως αποδεκτό στόχο του μετασχηματισμού του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας είναι πως θα επιτευχθεί αυτός. Θα αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς να τον προωθήσουν ή θα χρειαστεί συνεργασία κράτους και κοινωνικών εταίρων; Αν ο μετασχηματισμός αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς τότε εύλογα ανακύπτει το ερώτημα γιατί θα είναι επιτυχής τώρα; Αυτές σε μεγάλο βαθμό συνέβαλαν στη διαμόρφωση του υφιστάμενου αδιέξοδου παραγωγικού προτύπου και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε το 2008 στο 14,7% του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, το κράτος δεν έχει πλεονέκτημα σε επιχειρηματικές δραστηριότητες ή στην υλοποίηση κλαδικών πολιτικών. Στις παρούσες συνθήκες για την Ελλάδα απαιτείται ένας ισορροπημένος συγκερασμός επιτελικού σχεδιασμού από το κράτος για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνεργασία με τις δυνάμεις της αγοράς.
Ένα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα που αναδεικνύεται στο κείμενο είναι αν το νέο παραγωγικό πρότυπο θα παραμείνει τραπεζοκεντρικό; Μεγάλο μέρος από τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας οφείλονται στη απόλυτη εξάρτηση της χορήγησης ρευστότητας στην οικονομία από το τραπεζικό σύστημα. Οι επιλογές στην χρηματοδότηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας και επιχειρήσεων συνέβαλαν στη διαμόρφωση του προβληματικού παραγωγικού προτύπου. Τι θα αλλάξει τώρα; Τα συσσωρευμένα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης περιορίζουν τη δυνατότητα των τραπεζών να συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Με δεδομένη τη ισχυρή παρουσία των ΜΜΕ στην ελληνική οικονομία το ζητούμενο είναι πως θα επιτευχθεί η ανάπτυξη νέων αποτελεσματικών καναλιών χορήγησης ρευστότητας προς αυτές.
Η κρίση πανδημίας εκδηλώθηκε σε μια περίοδο που τα κοινωνικά προβλήματα που συσσωρεύτηκαν στην προηγούμενη κρίση έγιναν πιο έντονα. Είναι ανάγκη λοιπόν η χώρα να διατηρήσει ένα προοδευτικό χαρακτήρα στο φορολογικό της σύστημα ώστε να αμβλύνει τις έντονες ανισότητες. Επείγει να αλλάξει η σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων καθώς στην Ελλάδα τα έσοδα από τους άμεσους φόρους υστερούν σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ. Επιπρόσθετα, πρέπει να εξεταστεί η σκοπιμότητα εισαγωγής φόρου πλούτου αν καταστεί αναγκαίο να γίνουν κάποιες μειώσεις στη φορολογία όπως στη φορολογία της εργασίας. Οι μειώσεις στη φορολογία προϋποθέτουν αλλαγή στο στόχο για το πρωτογενές αποτέλεσμα.
Οι πολίτες έχουν αυξημένες προσδοκίες από το κράτος εξαιτίας της κρίσης πανδημίας. Μελλοντικά θα διεκδικήσουν πιο έντονα ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες υγείας, ασφάλεια στην διατροφή, στις μετακινήσεις και στο εργασιακό τους περιβάλλον. Στήριξη όταν βρίσκονται χωρίς δουλειά ή υποχρεώνονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στις μεγάλες ανατροπές που φέρνουν στην οικονομία οι τεχνολογικές εξελίξεις με την τεχνητή νοημοσύνη, οι στόχοι για την ψηφιακή οικονομία, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Τα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί η κυβέρνηση να τα προσπεράσει ή να τα αγνοήσει επιδεικτικά. Οι απαντήσεις που θα επιλέξει να δώσει σε αυτά θα κρίνουν αν τελικά η χώρα θα συμπεριλαμβάνεται στις τριάντα χώρες με τον υψηλότερο δείκτη ανάπτυξης που καταρτίζει ο ΟΗΕ.
Πηγή: www.tanea.gr