Στη δεκαετία του ’80 οι προβληματικές επιχειρήσεις φύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Χαρτοποιίες, εξορυκτικές επιχειρήσεις, κλωστοϋφαντουργίες , επιχειρήσεις επεξεργασίας ξύλου, δήλωναν αδυναμία να συνεχίσουν την λειτουργία τους.
Τα επιτόκια ήταν ψηλά, οι χρηματοδοτήσεις δύσκολες…
Το συνδικαλιστικό κίνημα βρισκόταν στην ακμή του (υπήρχαν τότε και δυναμικά εργοστασιακά σωματεία) και αντιμετώπιζε τις περιπτώσεις αυτές αγωνιστικά. Απεργίες, καταλήψεις, αιτήματα για επαναλειτουργία, να μην γίνει καμία απόλυση, να μη χαθεί ούτε μία θέση εργασίας. Μεγάλα πανό με μαύρα γράμματα, οι εργάτες στο δρόμο μοιράζουν τρικάκια. Πορείες στα κέντρα των πόλεων. Σύσσωμη η αριστερά συμπαραστέκεται.
Μεταξύ των προβληματικών επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη υπάρχει την εποχή εκείνη και η FLOKADAM.
Η FLOKADAM απασχολεί 250 εργαζόμενους και παράγει φλοκάτες. Λειτουργεί πάνω από 10 χρόνια αλλά στην δεκαετία του ’80 η μόδα αλλάζει, εμφανίζονται τα φθηνά βιομηχανοποιημένα χαλιά. Ο κόσμος δεν αγοράζει πια φλοκάτες προτιμάει τα φτηνά χαλιά.
Τότε παρά την επαναστατική διάθεση της εποχής ένα αμείλικτο ερώτημα άρχισε να βασανίζει την τοπική ανανεωτική αριστερά. Είναι πράγματι προς το συμφέρον των εργαζομένων να πιέσουμε τον επιχειρηματία να συνεχίζει να παράγει φλοκάτες που δεν θα αγοράζει κανένας; Σε μερικούς δεν έβγαινε το αναγκαίο «ναι είναι» και έτσι γεννήθηκε (αλλά δεν μακροημέρευσε) μία νέα θέση της αριστεράς για τις προβληματικές επιχειρήσεις.
Άλλο η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης ( ή δημόσιου οργανισμού θα πρόσθετα σήμερα) και άλλο τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Ο επιχειρηματίας της FLOKADAM έκανε λάθος επιλογές, δεν αντιλήφθηκε τα νέα δεδομένα της αγοράς, δεν μπορούσε καν να αλλάξει ρότα και να προσαρμοστεί, όπως ίσως σ’ άλλες περιπτώσεις θα ήταν εφικτό. Ο επιχειρηματίας θα χάσει τα χρήματά του ίσως και όλη την περιουσία του (σπάνια συμβαίνει το δεύτερο). Ίσως προσπαθήσει μια άλλη φορά.
Η επιχείρηση αυτή τελειώνει εδώ, πεθαίνει, οι θέσεις εργασίας χάθηκαν ακόμα και αν η επιχείρηση υποχρεωθεί να λειτουργήσει λίγους μήνες ακόμη.
Οι εργαζόμενοι όμως δεν φταίνε για αυτό. Όταν χάνουν τη δουλειά τους, πρέπει να ενεργοποιείται το κοινωνικό κράτος. Με αυξημένα επιδόματα ανεργίας, με μετεκπαίδευση και επανακατάρτιση για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, με πολιτικές απασχόλησης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Εκεί η κοινωνία χρειάζεται αριστερές πολιτικές και δίχτυ προστασίας.
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα του ελληνικού κράτους ο δανεισμός ήταν μέχρι τώρα εύκολος και εκατοντάδες υπηρεσίες και οργανισμοί παράγουν υπηρεσίες που δεν εξυπηρετούν κανέναν, που δεν τις θέλει κανείς, που πολλές φορές δυσκολεύουν αντί να διευκολύνουν την ζωή των πολιτών – πελατών τους και κανένας δεν θα ήταν διατεθειμένος να τις πληρώσει παρά μόνο αν υποχρεωθεί μέσω της φορολογίας ή της ΔΕΗ.
Ληγμένες θέσεις εργασίας συντηρούμε στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Οι εργαζόμενοι του ομίλου Λαναρά πήγαιναν κοντά πέντε χρόνια στα κλειστά εργοστάσια και πληρώνονταν γιατί καμμία από τις ιδιοκτήτριες τράπεζες δεν ήθελε να βάλει την ταφόπλακα και να απολύσει τους εργαζόμενους μέχρι που τα χρέη ξεπέρασαν τα 350 εκατομμύρια ευρώ . Σήμερα οι άνθρωποι είναι άνεργοι και απαξιωμένοι και από τις προβληματικές επιχειρήσεις τις δεκαετίας του 80 δεν επέζησε καμμία.
Οι εργαζόμενοι τα ξέρουν αυτά, όπως και οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες. Όμως το κουτσουρεμένο δίχτυ προστασίας των εργαζομένων, η παντελής έλλειψη ενός συστήματος επανακατάρτισης, η μέχρι τώρα ανοχή στη διόγκωση των ελλειμμάτων και η παντελής έλλειψη κοινωνικού διαλόγου και εμπιστοσύνης καθιστούν αδύνατη την αποσύνδεση της βιωσιμότητας του κάθε οργανισμού από τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Έτσι λοιπόν συνεχίζουμε ακάθεκτοι:
Καμία απόλυση, καμία διαθεσιμότητα, όλα όπως πριν, εξακολουθούμε να παράγουμε και να πληρώνουμε φλοκάτες που δεν τις θέλει κανείς. Πόσες όμως μπορούμε να στοιβάξουμε ακόμα;