Οι πολιτικοί επιστήμονες δεν πρέπει ποτέ να προβλέπουν. Για τους πολιτικούς, αντίθετα, η προσπάθεια πρόβλεψης επιβάλλεται. Ορισμένες προβλέψεις είναι αυτοεκπληρούμενες, όπως για παράδειγμα η «διαπίστωση» μεγάλων επενδυτικών οίκων ότι το κρατικό χρέος χωρών του νότου δεν είναι βιώσιμο. Η ίδια η διαπίστωση συντελεί στην εκπλήρωση της προφητείας, επειδή, πολύ απλά, η «πρόβλεψη» συνοδεύεται από «στοιχήματα» πολλών δισεκατομμυρίων. Όμως, ορισμένες προβλέψεις είναι, δυστυχώς, απλά ακριβείς και πηγάζουν από τη βαθιά γνώση της φύσης «του παιχνιδιού».
Πράγματι, η Ευρώπη φαίνεται πλέον να διασπάται σε κλάσματα μικρότερα των φυσικών μελών της, δηλαδή τα έθνη-κράτη-μέλη. Ολοένα και περισσότερες περιφέρειες έχουν εκδηλώσει αυτονομιστικές διαθέσεις. Η πιο σοβαρή κρίση στην παρούσα συγκυρία, είναι η ισπανική. Ο κ. Ραχόι πρέπει σήμερα να αντιμετωπίσει όχι μόνο μια ανεπανάληπτη οικονομική κρίση, αλλά επίσης και μια μετωπική σύγκρουση με το αναδυόμενο εθνικιστικό-αυτονομιστικό κίνημα. Τα σημάδια είναι παντού.
Το «el clasico», που αγαπούν για διαφορετικούς λόγους οι ποδοσφαιρόφιλοι όλοι του κόσμου, ήταν πάντα μια συμβολική αναμέτρηση μεταξύ της οικονομικής ατμομηχανής της χώρας, δηλαδή της Καταλονίας, και του αντιπαθητικού έως μισητού πολιτικού της κέντρου, δηλαδή της Μαδρίτης. Το τελευταίο el clasico ανέδειξε στις κερκίδες μια αναμέτρηση μεταξύ αυτονομιστών και Ισπανών ενωτικών. Η συμβολική αυτή σύγκρουση, κρατά ήδη από τα χρόνια του Φράνκο. Σήμερα, όμως, αναβιώνει με σπάνια θέρμη, ίσως συγκρίσιμη με εκείνων των εποχών.
Η άλλοτε σεβαστή βασιλική οικογένεια, με τον Χουάν Κάρλος να έχει κερδίσει αυτό το σεβασμό παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ισπανική μετάβαση στη δημοκρατία, είναι σήμερα στο στόχαστρο του τύπου. Φυσικά, τα βασιλικά τέκνα έχουν δώσει αφορμές με την εμπλοκή τους σε ορισμένα οικονομικά σκάνδαλα, ενώ με 25% ανεργία, το κόστος συντήρησης της βασιλικής οικογένειας είναι εξ ορισμού προκλητικό. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η βασιλική οικογένεια ήταν πάντα έμβλημα ενότητας στην Ισπανία. Και αυτό δεν αποτελεί πλεονέκτημα στην παρούσα συγκυρία. Τη στιγμή αυτή, που το πολιτικό σύστημα δεν παράγει συνθέσεις, κάθε έμβλημα ενότητας τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ισπανία, η πολιτική ρητορική δεν είναι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη. Ποιος δε θυμάται την προ διετίας δήλωση ενός golden boy της Ισπανικής αγοράς, κύριο Cesar Alierta, διευθυντή της Telefonica, που είπε ότι «Tο να συγκρίνει κανείς την Ισπανία με την Ελλάδα, είναι σαν να συγκρίνει τη Real Madrid με την Alcoyano» (ομάδα δεύτερης κατηγορίας). Σήμερα, οι ποδοσφαιρικές μεταφορές έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό. Όχι, δεν πρόκειται απλώς για λαϊκισμό. Το διακύβευμα είναι ουσιαστικά πολιτικό.
Παραδοσιακά στην Ευρώπη, όλα τα κόμματα παράγουν συνθετικές απαντήσεις σε παραδοσιακές αντιθέσεις: ταξικές αντιθέσεις, τη διαμάχη εκκλησίας και κράτους, τη διαμάχη κέντρου και περιφέρειας. Αυτό ισχύει τόσο για την Ισπανία, όσο και για την Ελλάδα.
Στις «καλές εποχές» ανθηρής οικονομικής ανάπτυξης στην Ισπανία, το κέντρο βάρους του πολιτικού ανταγωνισμού, ήταν στο ηθικό πεδίο, δηλαδή την παραδοσιακή σύγκρουση μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Το σοσιαλιστικό κόμμα στην Ισπανία ήταν ο υπέρμαχος της αποδοχής της επιλογής της άμβλωσης, της αποδοχής του διαζυγίου, της αποδοχής του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, της εξίσωσης των συνθηκών εργασίας για τους αυτόχθονες και τους μετανάστες με προτεραιότητα την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας. Στο οικονομικό πεδίο υπήρχε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο consensus. Τα ίδια ίσχυαν και στην Ελλάδα.
Σε αντίθεση όμως με την Ελλάδα, η σύνθεση της διαμάχης κέντρου και περιφέρειας στην Ισπανία, ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση. Τόσο το Σοσιαλιστικό, όσο και το Συντηρητικό κόμμα, έδιναν σε περιφερειακές πολιτικές δυνάμεις μια ολοένα και μεγαλύτερη δυνατότητα έκφρασης, με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους στη διαμόρφωση της μιας ή της άλλης κυβέρνησης συνεργασίας. Όσο οι περιφέρειες ήταν ισχυρές, αυτή η έντονη περιφερειακή διάσταση της Ισπανίας παρείχε αναπτυξιακά πλεονεκτήματα. Αλλά τώρα πια η δυνατότητα εξαγοράς της ενότητας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Οι καλές μέρες τελείωσαν. Οι περιφέρειες είναι υπερχρεωμένες και πολλοί εκτιμούν ότι οι αυτονομιστικές κορώνες του Πρωθυπουργού της Καταλονίας, κ. Μας, είναι απλώς ένας παραδοσιακός τρόπος άσκησης πίεσης στη Μαδρίτη. Με το ισπανικό μνημόνιο να εφαρμόζεται και το ευρωπαϊκό να βρίσκεται προ των πυλών, ο κ. Ραχόι δεν έχει περιθώριο διαπραγματεύσεων.
Ακόμα και το ηθικοπολιτικό πεδίο ανταγωνισμού, δεν προσφέρεται για παραδοσιακά κομματικά παιχνίδια. Ο κ. Ραχόι προσπάθησε να ξεκινήσει μια ηθική αντεπανάσταση, αλλά καθώς η κοινωνία ήταν ήδη οργισμένη, κατάλαβε πολύ σύντομα ότι οι υποστηρικτές του είναι λιγότεροι, ενώ οι πολέμιοί του, μέρα με τη μέρα, περισσότεροι. Και επειδή κάθε Πρωθυπουργός μαθαίνει ότι δεν μπορεί να κερδίζει κάθε μάχη, ο Ραχόι επέλεξε να υποχωρήσει στο ηθικό πεδίο, κρατώντας τις δυνάμεις του για να περάσει μέτρα λιτότητας. Το ίδιο θα αναγκαστεί να κάνει και ο κ. Σαμαράς.
Με άλλα λόγια, η κοινωνική αποσάθρωση στην Ισπανία, όπως και στην Ελλάδα, υποσκελίζει κάθε σταθερό άξονα του πολιτικού συστήματος. Με τη λιτότητα ως δύναμη βέτο, η μεταφορά πόρων δεν μπορεί πλέον να γεφυρώνει διαφορές ηθικού ή εθνικού περιεχομένου. Και συνεπώς οδεύουμε σε συγκρούσεις ταυτότητας.
Και για τους Καταλανούς, η Ευρώπη είναι η δύναμη που επιβάλει την λιτότητα. Όμως, η Ε.Ε. επιτρέπει στους Καταλανούς να ελπίζουν ότι μια αναίμακτη και σχετικά ανέξοδη απόσχιση – ένα βελούδινο διαζύγιο – με την Ισπανία, είναι δυνητικά εφικτή. Το ίδιο μπορεί σύντομα να υποστηρίξουν και οι Βάσκοι. Το ίδιο πιστεύουν και πολλοί Σκοτσέζοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και πολλοί Φλαμανδοί στο Βέλγιο. Μετά τα spreads και τα CDS, η επόμενη λέξη που μπορεί να κυριαρχήσει στην αφήγηση της κρίσης είναι «το δημοψήφισμα».
Όμως, η δράση γεννά αντίδραση. Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν σοβαροί αυτονομιστικοί κίνδυνοι, η κρίση τροφοδότησε την άνοδο μιας απερίφραστα ξενοφοβικής δεξιάς. Στην Ισπανία και άλλες χώρες, υπάρχει ο κίνδυνος, ο ευρωσκεπτικισμός να συνυφανθεί με την ηθική και ενωτική δεξιά. Αυτό ήδη διαφαίνεται ως τάση στη Βρετανία και τη Γαλλία. Εάν αυτό συμβεί και στην Ισπανία, τότε η Ε.Ε. μπορεί να στοχοποιηθεί πολιτικά όχι μόνο ως απειλή για την κοινωνική και οικονομική συνοχή του ευρωπαϊκού νότου, αλλά να θεωρηθεί απειλή για την ίδια την εθνική συνοχή του κράτους μέλους. Ας ελπίσουμε, όσοι από εμάς ακόμα πιστεύουμε στο όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ότι αυτή δεν είναι μια ακριβής πρόβλεψη.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ