Προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη μετά την κρίση πανδημίας

Φίλιππος Σαχινίδης 13 Δεκ 2020

Μετά την χωρίς ιστορικό προηγούμενο ύφεση του 2020, η μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας και η διασφάλιση των  προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη. Μια κρίσιμη παράμετρος είναι η δημοσιονομική πολιτική των επόμενων χρόνων. Η Ε.Ε. ανέστειλε τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τη διετία 2020-2021, για να διευκολύνει τις χώρες να χρησιμοποιήσουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς ώστε να μετριάσουν την ύφεση. Ο συνδυασμός όμως μεγάλου ελλείμματος και βαθιάς ύφεσης το 2020 θα αυξήσει το δημόσιο χρέος στο 209% του ΑΕΠ. 

Πριν από μια δεκαετία, πολύ πιο χαμηλά επίπεδα χρέους αντιμετωπίστηκαν ως μη διατηρήσιμα. Στις παρούσες συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ανάλογο πρόβλημα. Η ΕΚΤ με την απόφαση να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, αν και δεν διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα, διασφάλισε την πρόσβαση στις αγορές με χαμηλά επιτόκια. 

Τι θα συμβεί όμως αν οι αποφάσεις Ε.Ε. και ΕΚΤ ανακληθούν το 2022; Για να αποφευχθεί η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ η κυβέρνηση από κοινού με άλλες χώρες που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος πρέπει να διεκδικήσουν παράταση της αναστολής των Κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022 και αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων.  Ακόμη όμως και αν υπάρξουν ευνοϊκές αποφάσεις στην Ε.Ε., η πρωτοφανής διόγκωση του χρέους θα περιορίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές. 

Πρόσφατα Ιταλός αξιωματούχος διατύπωσε την πρόταση να διαγράψει ή να παρακρατήσει οριστικά η ΕΚΤ τα ομόλογα που έχει αγοράσει. Την άποψη αυτή έσπευσε να απορρίψει η κ. Λαγκάρντ γιατί παραβιάζει τις Συνθήκες. Είναι προφανές ότι η συζήτηση για την αντιμετώπιση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που θα συσσωρευτεί λόγω της πανδημίας θα ανοίξει. Αιτήματα όμως για διαγραφή δημόσιου χρέους θέλουν προσοχή. Υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν αντιδράσεις στο Συμβούλιο της ΕΚΤ. Να συγκροτηθεί  συντηρητική πλειοψηφία που θα τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ή να το εξασθενίσει. Αν οι αγορές αντιληφθούν ότι επιβραδύνεται από την ΕΚΤ η αγορά ιταλικών ή ελληνικών ομολόγων, τότε Ιταλία και Ελλάδα θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Πιο λειτουργική είναι η πρόταση του S. Micossi να αγοράσει τα ομόλογα των κεντρικών τραπεζών ο ΕΜΣ. Έτσι, οι χώρες θα έχουν χρόνο να διαχειριστούν το χρέος τους.

Η Ελλάδα θα πρέπει μετά το 2022 να ακολουθήσει μια μετριοπαθή δημοσιονομική πολιτική με πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 1%. Η μετάβαση σε πρωτογενή πλεονάσματα, έστω και μικρά, καθιστά αναγκαία την αναδιάρθρωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Η αξιολόγηση των δαπανών θα καθορίσει ποιες δαπάνες πρέπει να ενισχυθούν, πχ υγεία, παιδεία, κοινωνική πολιτική, άμυνα και ποιες σε άλλους τομείς να εξορθολογιστούν με κριτήριο την αποτελεσματικότητά τους. 

Ανάλογη επαναξιολόγηση πρέπει να γίνει και στη φορολογική πολιτική. Τα τελευταία χρόνια, το βάρος της φορολογίας έπεσε στους εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους, ενώ ελαφρύνθηκε η φορολογία εισοδήματος κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ελαφρύνσεις στο εισόδημα κεφαλαίου που προωθεί η κυβέρνηση από το 2021. Μία πρόταση για να ανατραπεί αυτή η ανισορροπία είναι η καθιέρωση του φόρου πλούτου. Έτσι, θα μετριαστούν οι ανισότητες στην Ελλάδα και θα αντιμετωπιστεί μερικώς η απώλεια εσόδων από την αναγκαία μείωση της φορολογίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων και την αναδιάρθρωση έμμεσης και άμεσης φορολογίας. 

Εξίσου αναγκαία πρωτοβουλία για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που μας κληροδότησε η προηγούμενη κρίση προστίθενται νέα. Έχει επισημανθεί η ανάγκη το πρόβλημα αυτό να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν δεν προχωρήσει το σχέδιο αυτό, τότε εναλλακτική λύση προσφέρει η πρόταση της ΤτΕ για δημιουργία  «κακής» τράπεζας. Έτσι, οι τράπεζες απαλλαγμένες από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας.

Σε ότι αφορά την αναδιάρθρωση της οικονομίας, αυτή θα υποβοηθηθεί από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 32 δις ευρώ, ώστε να γίνει πιο ανθεκτική, πράσινη, ψηφιακή και συνεκτική. Αυτό προϋποθέτει την ορθή αξιοποίηση τους υπό την έννοια της διοχέτευσης τους σε προγράμματα με το μέγιστο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, είναι επιτακτικό να προχωρήσει η κυβέρνηση μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση, την Παιδεία, την Υγεία, στην απονομή της δικαιοσύνης, την λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών. Η Ελλάδα έχασε μια δεκαετία με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Αν χάσει και την επόμενη δεκαετία τότε θα φύγει οριστικά από την ομάδα των χωρών που μπορούν να εξασφαλίσουν στους πολίτες τους υψηλό βιοτικό επίπεδο. Η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική αύξησης της απασχόλησης με στόχο την πλήρη απασχόληση, ικανοποιητικούς μισθούς και υγιή επιχειρηματικότητα. Είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή και καθήκον της αντιπολίτευσης να την ελέγχει αυστηρά για να μην παρεκτραπεί σε λάθος επιλογές.