Το τραγούδι του Σαββόπουλου το ‘λεγα κάθε βράδυ στο κρατητήριο πριν την προσπάθεια ύπνου στο πάτωμα. “Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη. Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό”.
Στις 24 Ιουλίου του 1974 οι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές Κορυδαλλού πανηγυρίζαμε, χωρίς να ‘μαστε και σίγουροι για το τί συνέβαινε έξω και, κυρίως, τί σήμαινε αυτό που συνέβαινε. Οι εξελίξεις ήταν πολύ γοργές, τα νέα εκεί μέσα αποσπασματικά, οι…αναλύσεις αργούσαν.
Τελείωσε το επισκεπτήριο σε πολύ αισιόδοξο τόνο, μάλλον τελειώνει η φυλάκιση αύριο, μεθαύριο, σε λίγες μέρες τελοσπάντων. Ξαναμπήκαμε στα κελιά μας. Κατά τις τρεις το μεσημέρι ένας φύλακας άνοιξε την πόρτα του κελιού μας. “Μαζέψτε τα και φύγετε” είπε στο Γιάννη Φωτόπουλο, τον συγκρατούμενό μου για την ίδια υπόθεση ΠΑΚ-Ινστιτούτου Προστασίας Καταναλωτών, και σε μένα. “Ο Ελευθεριάδης;” ρωτήσαμε. “Δεν ξέρω” απάντησε ο φύλακας. Είχε εγκριθεί -στα γρήγορα- η δεύτερη αίτηση αποφυλάκισής μας κι έτσι μας βγάζαν πριν την αμνηστία που όλοι περιμέναμε. Μέχρι που στενοχωρηθήκαμε λίγο που θα χάναμε το “πανηγύρι” της ομαδικής αποφυλάκισης, πήγε στράφι και η ετοιμασία για δηλώσεις…
Πήραμε, ο Γιάννης κι εγώ, τις τσάντες με τα πράγματά μας και τα σεντόνια μας υπό μάλης, παρατήσαμε κάτι τελευταία φαγητά και το λάστιχο που είχαμε συνδέσει με το νιπτήρα για να κάνουμε “ντους”. Καταϊδρωμένοι διαβήκαμε την πύλη του Κορυδαλλού χαιρετώντας το φρουρό μ’ ένα αβέβαιο νεύμα. Ήταν ζέστη, κάπου σαράντα βαθμοί, κανείς δεν μας περίμενε, ερημιά στους δρόμους, την περιοχή του Κορυδαλλού δεν την ξέραμε καθόλου. “Προφήτη Σαββόπουλε”, σκέφτηκα. Κινητά τηλέφωνα βέβαια δεν υπήρχαν τότε, ούτε μας είχαν αφήσει να χρησιμοποιήσουμε το τηλέφωνο της φυλακής. Τελικά πέρασε, μετά από είκοσι ατελείωτα λεπτά, ένα ταξί και φύγαμε για τα σπίτια μας.
Πριν σαράντα χρόνια, σα χτες, σαν αιώνες πριν.