Προσκλήθηκα να συμμετάσχω στο Συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών e-kyklos» ως φορέας μιας προσωπικής μαρτυρίας. Μιας μαρτυρίας που αφορά τη νύχτα ακριβώς της μετάβασης από το δικτατορικό καθεστώς στο καθεστώς της Μεταπολίτευσης. Αφορμή, όπως μου εξηγήθηκε, ήταν μια σύντομη αφήγηση που δημοσίευσα πριν καιρό στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, το οποίο αναπαράχθηκε και από ορισμένους ιστοτόπους. Μαρτυρία, που αφορούσε το πώς συμμετείχα προσωπικά σ’ εκείνη ακριβώς τη βραδιά της μετάβασης από το δικτατορικό καθεστώς στο καθεστώς της Μεταπολίτευσης. Μαζί με άλλους ομοϊδεάτες μου -του ΚΚΕ Εσωτερικού- και ειδικά με ένα πρόσωπο που και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών αλλά και στη συνέχεια, μεταβλήθηκε -και δικαίως- σε ένα είδος συμβόλου. Αναφέρομαι, στην Κίττυ Αρσένη. Σε ένα δηλαδή πρόσωπο που και η θαρραλέα στάση της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είναι προφανές πως αξίζει την τιμή μας όπως αξίζει την τιμή μας και η στάση της κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Το κείμενο εκείνο, ωστόσο, εκείνη η προσωπική μαρτυρία, ως συμπυκνωμένη ανάμνηση, σημαίνει πως ανακαλώ μια στιγμή του παρελθόντος αλλά, και ταυτοχρόνως, παραλείπω, εμπλουτίζω και ίσως και παρανοώ κάποιες πλευρές της. Περιλαμβάνει, δηλαδή, όλα τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν αυτό που ονομάζουμε, με την ευρεία έννοια, «προφορική ιστορία». Πράγμα που σημαίνει πως περιλαμβάνει στοιχεία που αποδεικνύονται από ιστορικά γεγονότα αλλά και προσωπικές «ενσωματώσεις» από προηγούμενες ή επόμενες ατομικές εμπειρίες. Με άλλα λόγια είναι ένα καλό παράδειγμα για να βοηθηθούμε να κατανοήσουμε δύο, ταυτοχρόνως, πράγματα:
Πρώτον, το πώς εντάσσεται μια προσωπική μαρτυρία στην ιστορική αφήγηση.
Και, δεύτερον -και ουσιαστικότερο γι’ αυτό εδώ το Συνέδριο- το πώς η προσωπική αυτή μαρτυρία μπορεί να μας προσφέρει ορισμένα «κλειδιά», για να κατανοήσουμε το πώς και γιατί η «στιγμή της μετάβασης από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς» καθώς και η αντιμετώπιση της από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας, μόνο «στιγμιαία» δεν ήταν. Ιδιαίτερα δε οι τρόποι της «υποδοχής» της αλλά και τα «υπολείμματα» που άφησε πίσω της.
Και εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση σχετικά με τη βαθύτατη ρήξη που αποτέλεσε για την ελληνική κοινωνία και τα υποκείμενα της η επτάχρονη δικτατορία.
Αναφέρω, τηλεγραφικά:
Η αποκοπή από το διεθνές περιβάλλον και η λαϊκιστική εσωστρέφεια.
Η βίαιη διακοπή των πνευματικών αλλά και των ιδεολικο-πολιτικών αναζητήσεων σε όλους τους ιδεολογικούς χώρους.
Η ριζική οπισθοχώρηση των προβληματισμών για τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής της χώρας.
Η υποταγή μέσω της τρομοκρατίας αλλά και η ανοχή, μέσω ορισμένων οικονομικών παροχών, της δικτατορίας, τμημάτων της κοινωνίας και η αποδοχή του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης. (Κατάσταση που αντιστράφηκε ριζικά κατά τη Μεταπολίτευση).
Η ανάδυση νέων κοινωνικών στρωμάτων που απέκτησαν οικονομική ισχύ χάρη στα οικονομικά μέτρα των δικτατόρων. (Χωρίς όμως να αντίστοιχη πολιτική εκπροσώπηση, την οποία απέκτησαν σε συνέχεια, κατά τη Μεταπολίτευση).
Η υποχρεωτική λογοκρισία, που επεκτάθηκε σε κάποιο βαθμό σε αυτολογοκρισία στο χώρο του Τύπου.
Η υποχρεωτική συνύπαρξη απέναντι στον κοινό εχθρό -τη χούντα των συνταγματαρχών- στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, οργανώσεων και ατόμων διαφορετικών προελεύσεων και ιδεολογικών αντιλήψεων και όσον αφορά το προδικτατορικό καθεστώς αλλά και όσον αφορά τους τρόπους αντίστασης και των εξελίξεων που αφορούσαν το μεταδικτατορικό καθεστώς.
Η κυριαρχία του κιτς σε πάμπολλους τομείς της πολιτιστικής ζωής.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα αρνητικά αποτελέσματα του επτάχρονου «γύψου».
Φαινόμενα, που τις απολήξεις τους μπορούμε να διακρίνουμε και στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Στον αντίποδα ωστόσο αυτών των αρνητικών φαινομένων πρέπει να υπογραμμίσουμε πως στη διάρκεια της δικτατορίας κατέρρευσαν -σε ορισμένα τουλάχιστον κοινωνικά μορφώματα, κυρίως διανοουμένων, παλιότερων και νεότερων- πολλά από τα στεγανά που είχαν δημιουργηθεί ως απότοκα του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Μερικά παραδείγματα, μεταξύ πολλών άλλων: Η Εταιρία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων, η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, αλλά και εκδόσεις όπως τα 18 Κείμενα και η Συνέχεια. Φαινόμενα που και αυτών τις απολήξεις συναντάμε κατά τη περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Και εδώ επισημαίνω ένα παράδοξο: την, αναλογικά, πολύ μικρότερη ύπαρξη αναλύσεων για την περίοδο της δικτατορίας (και δεν αναφέρομαι στις προσωπικές μαρτυρίες) σε σχέση με τις μελέτες για τη Μεταπολίτευση. Με αποτέλεσμα αυτής της δυσανάλογης σχέσης η δικτατορία να έχει καταγραφεί, σε μεγάλο βαθμό, στην κοινωνική συνείδηση απλώς ως μία «σκοτεινή περίοδος»: καταπίεσης και βίας από τη μία -και «αντιστασιακής πράξης» από την άλλη.
Γεγονός, που ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα του είναι η ουσιαστική άγνοια –και όχι μόνο των νεότερων γενιών- των παραμέτρων οι οποίες συνιστούν τη μεγάλη ιστορική τομή που αποτελεί για την νεοελληνική ιστορία η ίδια η δικτατορία. (Και δεν αναφέρομαι μόνο στα ανιστορικά, γελοία, συνθήματα του τύπου «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73» ή στην με κάθε ευκαιρία χρήση της έννοιας «χούντα» σε πολιτικές συγκρούσεις).
Η έλλειψη αυτή ωστόσο οδήγησε σε ένα είδος απώθησης του ιστορικού φαινομένου της δικτατορίας, που μετατράπηκε έτσι σε μια μορφή «κοινωνικού τραύματος». Ενός «τραύματος» που η απώθηση του έχει κατά την άποψη μου σοβαρές επιπτώσεις. Με μία από τις σημαντικότερες να είναι η ενοχοποίηση της Μεταπολίτευσης ακόμη και για φαινόμενα που στην πραγματικότητα η ημερομηνία γέννησης τους χρονολογείται από την περίοδο της χούντας.
Γιατί πολλά από αυτά που διαμόρφωσαν εντέλει κοινωνικές συνειδήσεις κατά την περίοδο ιδίως της πρώιμης Μεταπολίτευσης και -κυρίως- οι κοινωνικές νοοτροπίες που ηγεμόνευσαν, κυοφορήθηκαν, στην ουσία, κατά την περίοδο των επτά αυτών χρόνων της Δικτατορίας.
Ας έλθουμε όμως στην προσωπική μαρτυρία, με τον τρόπο που την ανέσυρα από τη μνήμη και εντέλει την κατέθεσα:
Τίτλος της «Το πρώτο πλακάτ της Μεταπολίτευσης και η Κίττυ Αρσένη»
24 Ιουλίου του 1974. Το νέα έχουν διαδoθεί: η χούντα καταρρέει, έρχεται ο Καραμανλής. Η «Βραδυνή», που την είχε κλείσει η δικτατορία, προλαβαίνει άρον άρον και τυπώνει χιλιάδες φύλλα, μονοσέλιδα, με την εικόνα του Καραμανλή και τον τίτλο «Ε-Ε- ΈΡΧΕΤΑΙ!». Τα κόμματα της Αριστεράς συνεδριάζουν για να καθορίσουν τη θέση τους.
Εμείς τι κάνουμε; «Εμείς»: δηλαδή ο «Τομέας Πολιτισμού» του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ, που τότε, στην παρανομία ακόμη, μέτραγε καμιά τριανταριά μέλη. Ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός, για την εποχή. ("Τομέα", που τότε τον λέγαμε, κατά την κομμουνιστική παράδοση "Αχτίδα" -λες κι είμασταν φωτοβολημένοι από κάποιο "κέντρο" και προς τα κάπου εκπέμπαμε τα "μηνύματα" μας ... Εν πάση περιπτώσει αυτό γρήγορα άλλαξε -όχι σαν κάτι άλλα ...).
«Εμείς», λοιπόν, τι κάνουμε; (Οι "άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών" -κατά την άλλη παραδοσιακή καραμέλα, που ταύτιζε την καλλιτεχνική δημιουργία με τον πολιτισμό...). Πώς, στην ουσία, αντιμετωπίζουμε την πτώση της χούντας -και πώς αντιδρούμε; Την απόφαση πρέπει να την πάρουν, στιγμιαία σχεδόν, δύο άτομα: η Κίττυ Αρσένη, ως επικεφαλής του «Τομέα» και ο υποφαινόμενος, ως μέλος της ΚΕ, υπεύθυνος για τον περί ού ο λόγος «Τομέα». Και, προφανώς, η Κίττυ και ο υποφαινόμενος «αποφασίζουμε» -συντονιζόμενοι και με το πλειοψηφικό ρεύμα που είχε τότε δημιουργηθεί στο Κόμμα- πως πρέπει να χαιρετίσουμε την πτώση της δικτατορίας -σε πλήρη αντίθεση με το ΚΚΕ και το ΠΑΚ, που το μεν πρώτο μιλούσε για «τι μπρόκολα, τι λάχανα», ο δε Αντρέας για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς». Αλλά και να πιέσουμε ώστε να κερδίσουμε ό,τι μπορούμε παραπάνω, στο πλαίσιο των νέων, διαφαινόμενων, δημοκρατικών, συνθηκών. Κι αυτά να τα διαμορφώσουμε σε σύνθημα. Έλα, όμως, που η «απόφαση» μας έπρεπε και να εγκριθεί από το τότε Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος. Ευτυχώς, ο υπεύθυνος εκ μέρους του Γραφείου ήταν ο Γρηγόρης Γιάνναρος –και κατ’ επέκταση ο Λεωνίδας Κύρκος. Πράγμα που σήμαινε πως πήραμε τάχιστα και την «έγκριση» του κόμματος.
Κι έτσι βρεθήκαμε, η Κίττυ κι εγώ, να φτιάχνουμε, με τη βοήθεια του χεριού και του πινέλου του Αλέκου Λεβίδη και με τη συμμετοχή της Ειρήνης Λεβίδη, στη «Στροφή», το βιβλιοπωλείο τους, στη στοά του "Κεντρικού", το πρώτο πλακάτ της μεταπολιτευτικής εποχής. Ένα πλακάτ που από τη μιά μεριά έγραφε ΖΗΤΩ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ! -ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ, κι από την πίσω ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥΣ.
Μ’ αυτό, λοιπόν, το χαρτονένιο πλακάτ, 1,50 Χ 1,20 περίπου, καρφωμένο σ’ ένα πρόχειρο κομμάτι ξύλο από τα ράφια του βιβλιοπωλείου, μπήκαμε κι εμείς κι άλλοι "δικοί" μας -μαζί, δειλά-δειλά, και κάποιοι παράνομοι μέχρι τότε "Ρηγάδες", ο Χρήστος, ο Βίκτωρας, ο Αντρέας, ο Μάνος ...- στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, όπου κυριαρχούσε το «Ε-Ε-Έρχεται» με τα εκατοντάδες εξώφυλλα της «Βραδυνής» με την εικόνα του Καραμανλή. «Εμείς», οι σταμπαρισμένοι αριστεροί».
Φυσικά το ερώτημα που προκύπτει είναι προς τι όλα αυτά; Προς τι οι προσωπικές αναμνήσεις -πέρα από το αφηγηματικό ενδιαφέρον που ίσως προσφέρουν;
Προφανώς δε, από τη μαρτυρία αυτή ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Προσωπικά επιλέγω δύο:
Το πρώτο: Το ότι «υπήρξε εκ των πραγμάτων σύγκλιση –στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή-τελείως διαφορετικών αντιλήψεων για την Αντίσταση -και τις μορφές που όφειλε να πάρει- αλλά – και ως συνεπακόλουθο- για τη μετέπειτα πορεία της χώρας, απέναντι στον «κοινό εχθρό» της χούντας, είναι εύκολο μάλλον να καταλάβουμε και τις διαφορές -ορισμένες φορές πλήρως αντίθετες- για τους τρόπους «υποδοχής» της στιγμής της Μεταπολίτευσης.
Και το δεύτερο: ο ανεπιφύλακτος χαιρετισμός εκ μέρους του ΚΚΕ Εσωτερικού της κατάρρευσης της χούντας ήταν μία από τις τρεις πραγματικά ανανεωτικές πολιτικές εκλάμψεις των επονομαζόμενων «ανανεωτικών ιδεών» μέσα στο ίδιο το κόμμα. «Έκλαμψη», που στην πορεία οδήγησε στην πολιτική γραμμή της Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας» (της ΕΑΔΕ, της τόσο συκοφαντημένης από τους πολιτικούς αντιπάλους αλλά και τόσο υπονομευμένης μέσα στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό). Με την τρίτη να είναι βεβαίως ο χαιρετισμός της ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ. (Διότι, κατά τα άλλα, η κομμουνιστογενής μήτρα και του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν επέτρεψε την αποκοπή από το κομμουνιστικό της παρελθόν -με κύριο παράδειγμα το διαγκωνισμό για «τη σημαία» με το ΚΚΕ αλλά και τη μετωπική, εφ’ όλης σχεδόν της ύλης με το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ).
Εν ολίγοις: Μπορεί να διανύουμε τη μεγαλύτερη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας που έχουμε γνωρίσει ως νεοελληνικό κράτος. Μπορεί οι εναλλαγές στην εξουσία των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων να είναι ομαλότερες απ’ ότι ποτέ στην ιστορία μας, παρ’ όλες τις μετωπικές και πολλές φορές διχαστικές συγκρούσεις να καταλήγουν σε δημοκρατικές λύσεις. Ωστόσο, το επαναλαμβάνω, πολλά στοιχεία που οι γενεσιουργές αιτίες τους βρίσκονται στο κοινωνικό και πολιτικό «τραύμα» της δικτατορίας, συνεχίζουν να παραμένουν εν μέρει ενεργά, μεταδιδόμενα -ακόμη και μέσω της άγνοιας (γιατί και η άγνοια παράγει αντιλήψεις)- από γενιά σε γενιά.
Άλλωστε τα πενήντα χρόνια, που τιμούμε φέτος από την απαρχή της Μεταπολίτευσης, για την μακρά Ιστορία των νοοτροπιών και των μεταβολών τους δεν αποτελούν παρά μιας «μακράς διάρκειας στιγμή». Υποθέτω δε πως την κατακλείδα, τα «ύστερα», αυτής τη «στιγμής με τη μακρά διάρκεια» θα φωτίσει το συνέδριο αυτό.
Και μια άλλη, ψυχολογικής αυτή τάξης, εμπειρία για να κλείνω.
Στη διάρκεια της δικτατορίας -όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε- δεν είχα, για προφανείς λόγους- ατζέντα. (Για να μην συλληφθώ, προφανώς, έχοντας επάνω μου ονόματα και τηλέφωνα -έστω και κωδικοποιημένα). Θυμόμουν, έτσι, απέξω καμιά τριανταριά τηλέφωνα. Ε, λοιπόν στις 25 Ιουλίου το πρωί ξύπνησα και δε θυμόμουν ούτε το δικό μου τηλέφωνο. Η ψυχολογική εκτόνωση ήταν τέτοια που σβήστηκαν από τη μνήμη μου μου όλοι οι αριθμοί των τηλεφώνων. Delete, που λέμε.
Βέβαια, και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, πάλι δε θυμάμαι απέξω παρά ελάχιστα τηλέφωνα. Προφανώς δε φταίει το καθεστώς. (Και μην ακούσω τίποτα περί ηλικίας …). Στην πραγματικότητα φταίει αυτό εδώ… [Δείχνω το κινητό μου τηλέφωνο]
Αυτό το αντικείμενο, που εντέλει συνδυάζει συμπύκνωση μνήμης αλλά και άνοιγμα στο μέλλον.
Αλλά αυτό είναι μια τελείως άλλη μαρτυρία …
Σας ευχαριστώ.
Σημείωση: Το κείμενο είναι η προετοιμασμένη εκ των προτέρων ομιλία στο Συνέδριο του Κύκλου Προβληματισμού e-kyklos, και περιλαμβάνει και μέρη που κατά τη διάρκεια της ομιλίας είχαν παραλειφθεί, εξαιτίας του χρόνου.