Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης συμφωνεί απολύτως με όσα έγραψε ο Νίκος Δήμου. Με αυτές τις απόψεις, πάνω κάτω, έγινε γνωστός και διαμόρφωσε το προφίλ του. Αν είχε παραμείνει δημοσιογράφος είναι βέβαιο οτι θα είχε αρθρογραφήσει υπέρ του και θα είχε επικρίνει τους επικριτές του. Και όμως τον » άδειασε» κατά το κοινώς λεγόμενο. Γιατί;
Γιατί τώρα κάνει πολιτική και μάλιστα ως αρχηγός κόμματος. Και οι πιστοί έχουν ψήφο. Και έτσι με την πρώτη πίεση της κοινής γνώμης το μέτρησε και μετά γνώσεως έκανε πίσω και προτίμησε να αφήσει ακάλυπτο τον συνεργάτη του ο οποίος ξαναγύρισε στην μοναξιά του.
Ελπίζω ότι από αυτήν την πρώτη μικρή περιπέτεια ο Σταύρος και το Ποτάμι θα κατάλαβαν ότι άλλο πράγμα οι αφορολόγητες δηλώσεις και άλλο η άσκηση πολιτικής επί του συγκεκριμένου, αυτού που συνηθίζω να αποκαλώ σκληρό πυρήνα της πολιτικής. Και η ανάληψη ευθύνης συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Ελπίζω επίσης ότι θα γίνουν πιο προσεκτικοί όταν απορρίπτουν συλλήβδην το «παλιό», προσπαθούν να εμφανιστούν ως οι μοναδικοί φορείς του καινούργιου και ζητούν πολιτική χωρίς πολιτικούς. Πόσο μάλλον όταν στην πρώτη δυσκολία αντέδρασαν με πολύ «παλιό» τρόπο. Αντιθέτως πρέπει να τους θυμίσουμε ότι υπήρξαν πολιτικοί που με τεράστιο κόστος πήγαν κόντρα στο ρεύμα του εθνικισμού και του λαϊκισμού, είτε στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, είτε υποστηρίζοντας το Σχέδιο Ανάν, είτε σε άλλα κρίσιμα ζητήματα που είναι ταμπού στην κοινή γνώμη. Και αυτό σε κόμματα του 40% που η διατύπωση αυτών των θέσεων είχε άμεσο εκλογικό κόστος. Επειδή είναι βέβαιο ότι θα βρεθούμε κάποια στιγμή μαζί, για αυτό ας μην παρασύρονται απο την έπαρση του «καινούργιου».
Παρθενογέννεση δεν υπάρχει στον κόσμο τούτο.