Η διαγραφή του Θανάση Θεοχαρόπουλου, κορύφωσε την κρίση στο Κίνημα Αλλαγής. Η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, μετά τη συγκέντρωση της Αθήνας, αναγκάστηκε να πάρει πίσω την δήλωσή της για «ψήφο κατά συνείδηση», για να μην χρεωθεί την ψήφο του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών. Η δημόσια διαφοροποίηση του Γιώργου Παπανδρέου που προηγήθηκε, δεν επέτρεπε άλλη ανοχή. Έτσι η Φώφη Γεννηματά βρίσκεται αντιμέτωπη με την ακύρωση του εγχειρήματος, που τόσο φιλόδοξα ξεκίνησε, με την εκλογή της στην προεδρία του νέου πολιτικού φορέα. Βέβαια η ατελής και χαλαρή οργανωτική δομή του ΚΙΝΑΛ, η απουσία μιας αιρετής συνεκτικής διοίκησης και ενός κοινού ιδεολογικού πλαισίου αρχών και στόχων, κατέστησαν τον φορέα ευάλωτο από καταβολής του. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να παρουσιάσει ρωγμές στο «σεισμό» του Μακεδονικού.
Στο Συνέδριο του ΚΙΝΑΛ που αναγγέλθηκε, θα σηκωθούν τα παλιά λάβαρα του ΠΑΣΟΚ. Δεν θα υπάρχει τίποτε που να θυμίζει αυτό που ξεκίνησε τόσο ελπιδοφόρα για την ίδρυση ενός μεγάλου φορέα της Κεντροαριστεράς, έπειτα από τις αποτυχίες των «58», της Ελιάς, της ΔΗ.ΣΥ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός, παρά την αλλοπρόσαλλη και καταστροφική οικονομική πολιτική του. Όχι μόνο περιχαράκωσε τον χώρο του, αλλά προσπαθεί να τον επεκτείνει σε βάρος της Κεντροαριστεράς. Έτσι στην πορεία μέχρι τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας θα επαίρεται για το «τέλος των μνημονίων» που έφερε το ΠΑΣΟΚ, θα κομπάζει για τη ξεκόλλημα από το ναδίρ κάποιων οικονομικών μεγεθών, θα προβάλλει την επιτυχία της συμφωνίας των Πρεσπών. Θα πλασάρεται ως γνήσιος σοσιαλδημοκράτης ευρωπαϊστής, αντιεθνικιστής και προστάτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που ενδιαφέρεται για την σταθερότητα στα Βαλκάνια. Θα φορέσει τη στολή του στρατηλάτη που εναντιώνεται στην διείσδυση της Ρωσίας και της Τουρκίας μέχρι τα βόρεια σύνορά μας.
Το ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Οδηγήθηκε σε αυτό το σημείο, διότι δεν τόλμησε να ανανεώσει τον πολιτικό του λόγο. Αρκέστηκε στον ετεροπροσδιορισμό, με την τήρηση ίσων αποστάσεων, αντί να δημιουργήσει ένα δυναμικό πόλο μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού, χωρίς παλινωδίες, ανάλογα με τη συγκυρία. Δεν κατάφερε να αναδείξει το πρότυπο του δημοκρατικού πατριωτισμού, ως αντίβαρο απέναντι στον ανέξοδο αγοραίο «πατριωτισμό» που οδηγεί στην περιχαράκωση και στην εσωστρέφεια, στον αντιευρωπαϊσμό και στη μισαλλοδοξία. Βαφτίσαμε «ευαισθησίες» τις εθνικιστικές εξάρσεις και την εθνική μας τύφλωση, για να εξορκίσουμε την ιστορική μας παθογένεια. Την αδυναμία μας δηλαδή να διακρίνουμε το εθνικό μας συμφέρον από το εθνικό θυμικό μας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Αντιτάξαμε ένα ακόμη ηρωικό «ΟΧΙ», αδιαφορώντας για τις συνέπειες από την μη επίλυση ενός προβλήματος που μας ταλανίζει από το 1991. Όπως κάναμε και το 1992 και το 2008 για το ίδιο θέμα, το 2001 για το ασφαλιστικό, το 2004 για το σχέδιο Ανάν, το 2015 για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το «ναι» είναι δύσκολο, διότι αμέσως μετά πρέπει να αναλάβουμε ευθύνες, να σκεφθούμε, να εξηγήσουμε, να προγραμματίσουμε, να δράσουμε, να υλοποιήσουμε. Στο «όχι» δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε. Θα μείνουν όλα όπως είναι και θα μας δοξάσουν από πάνω για την αδράνειά μας. Και αν το «όχι» μας οδηγήσει σε καταστροφές, όπως θα συνέβαινε το 2015 εάν δεν υπήρχε η κωλοτούμπα, κάποιον κακό ξένο ή ντόπιο θα βρούμε να του τις φορτώσουμε.
Η Ελλάδα , όπως κάθε άλλη χώρα διαμορφώνει το εθνικό της αφήγημα και καλά κάνει. Καμία σοβαρή χώρα όμως δεν μετατρέπει το εθνικό της αφήγημα σε εξωτερική πολιτική. Δεν ικανοποιεί το «εθνικό φρόνημα» θυσιάζοντας πολιτικές που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση χειροπιαστών ωφελημάτων της χώρας ή και άλλων που την προστατεύουν από ελλοχεύοντες κινδύνους. Δεν βρίσκεται αποκομμένη από τους συμμάχους της, δεν απεμπολεί τα κεκτημένα της. Η θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, είναι κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο πατριωτικό καθήκον.
Η αρχική σύλληψη του Αλέξη Τσίπρα ήταν μεγαλοφυής αλλά μακιαβελική. Επεδίωξε, αντί για την πολιτική συνεννόηση με τα άλλα κόμματα, να «εργαλειοποιήσει» το ζήτημα με σκοπό να πλήξει την Αντιπολίτευση. Βέβαια ο κύριος στόχος του ήταν η Ν.Δ. Εκεί όμως ο Μητσοτάκης προτίμησε να κάνει τη δική του κωλοτούμπα και να συνταχθεί με το Σαμαρά, τον άνθρωπου που δημιούργησε το πρόβλημα, όταν υπέγραψε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς να θέσει όρο για το όνομα της νέας χώρας με το όνομα «Μακεδονία» που δημιουργήθηκε. Τον άνθρωπο που ανέτρεψε την Κυβέρνηση του πατέρα του για να μην επιλύσει το πρόβλημα. Έτσι η λάιτ εθνικιστική του ρητορική, συνεπικουρούμενη από την αυθεντικότερη ρητορική των «υπερπατριωτών» στελεχών του, δεν άφησε περιθώριο να ακουστούν οι φωνές των πέραν της ΝΔ ακροδεξιών κομμάτων. Έτσι όχι μόνο δεν είχε απώλειες, αλλά πέτυχε μεγαλύτερη συσπείρωση.
Δε συνέβη όμως το ίδιο με το Κίνημα Αλλαγής. Το ΚΙΝΑΛ συντάχθηκε, δειλά είναι αλήθεια, με το ελκυστικό στο λαό εθνικό αφήγημα περί Μακεδονίας, χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις από τη Ν.Δ. Βρέθηκε σε δίλημμα αν έπρεπε να καλύψει το πολιτικό κενό που άφησε η ακροδεξιά στροφή του Μητσοτάκη ή να συνταχθεί με το «πατριωτικό» ρεύμα που διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα. Προτίμησε το δεύτερο. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Η Φώφη δεν είχε κανέναν λόγο να αφήσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου ελεύθερο στις ορέξεις του Τσίπρα. Το ΚΙΝΑΛ από αριστερά έχει πρόβλημα και όχι από δεξιά. Θα ήταν ουτοπία να ελπίζει σε προσέλκυση ψηφοφόρων από το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ή να περιορίσει της διαρροές του προς αυτόν, την ώρα μάλιστα που βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Απεναντίας προσδοκά να επιστρέψουν «σπίτι» τους οι εκατοντάδες χιλιάδες πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που στηρίζουν ακόμη τον ΣΥΡΙΖΑ. Επί πλέον υπάρχει στη κοινωνία ένα σοβαρό ποσοστό υπέρ της συμφωνίας, που κυμαίνεται από 25-35% και που θα μπορούσε να αυξηθεί εάν έβγαιναν και άλλες φωνές –και υπάρχουν πολλές- να υποστηρίξουν τα θετικά σημεία της συμφωνίας. Για ένα κόμμα του 5% αυτή η δεξαμενή είναι πολύ μεγάλη για να την αγνοήσει. «Επιβράβευση» για την στάση του δε θα λάβει από τους Μακεδονομάχους. Αυτοί θα προτιμήσουν τα «πρωτότυπα» από τα «αντίγραφα». Θα έπρεπε η κυρία Γεννηματά, συνεπικουρούμενη από τα «βαριά» ονόματα της παράταξης να καταγγείλει τον Τσίπρα για τον μακιαβελισμό του και τον Μητσοτάκη για το «φούσκωμα» του εθνολαϊκισμού και του επιθετικού εθνικισμού. Για την υποκρισία του, διότι διακαώς επιθυμεί να λήξει αυτή η εκκρεμότητα για να μην την βρει αργότερα μπροστά του. Και τότε θα βρεθεί στη θέση του Τσίπρα, όταν θα του υπενθυμίζουν τις «πατριωτικές κορώνες του».
Θα έπρεπε λοιπόν το ΚΙΝΑΛ, πρωτίστως να διαφοροποιηθεί από όλη αυτή την πατριδοκαπηλία και τον σκοταδισμό. Να αποστασιοποιηθεί από το κιτς, τον ανορθολογισμό και τα ανιστόρητα στερεότυπα των πλατειών. Θα πρέπει να εγκαινιάσει μια νέα εποχή στην αντιμετώπιση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων, με μοναδικό κριτήριο το εθνικό συμφέρον. Να στηρίξει τη συμφωνία, με όποιο τρόπο κρίνει προσφορότερο, ακόμη και με την υπερψήφισή της ή την αποχή. Να πει όχι στο νέο Εθνικό Διχασμό Να αποκαταστήσει το ευρωπαϊκό προσανατολισμό του και να απεμπλακεί από τους επικίνδυνους Βαλκανικούς εθνικισμούς. Ακούω ήδη τους Ηρακλείς της εθνικής ορθότητας να μιλούν για γλώσσα και εθνότητα. Σύμφωνοι, δεν είναι όλα τέλεια. Σε μια διαπραγμάτευση όμως δεν είναι όλα δικά σου. Έχουν και οι άλλοι την υπερηφάνεια και το εθνικό τους αφήγημα, που καμία συμφωνία δεν μπορεί να το εξαλείψει από τη συνείδησή τους. Αν η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ τολμούσε να αλλάξει στάση, θα είχε πολλά επιχειρήματα για να πάρει μαζί της ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Είναι συγκεκριμένα τα ωφελήματα της Βορείου Ελλάδας από την σταθερότητα και τη συνεργασία των δύο χωρών σε όλους τους τομείς. Υπάρχουν εξαιρετικές καινοτόμες ιδέες που αν υλοποιηθούν θα αποτελέσει η χώρα αυτή τον πιο σημαντικό οικονομικό και πολιτικό εταίρο μας και το συνδετικό μας κρίκο με τις χώρες των κεντρικών Βαλκανίων, που επιθυμούν την έξοδό τους στο Αιγαίο. Κανονικά θα έπρεπε οι στρατηγικοί αναλυτές, αντί να κατακεραυνώνουν τη συμφωνία, να είχαν ήδη στρωθεί δουλειά για να αναδείξουν τους νέους διεθνείς πολιτικούς ορίζοντες που ανοίγονται και τις νέες business opportunities που παρουσιαζονται.
Ευτυχώς που υπάρχουν μερικά φωτισμένα μυαλά που σκέφτονται αλλιώς. Ο καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης γράφει: «Η Ελλάδα ούτε μπορεί ούτε πρέπει να παρεκκλίνει από την κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να συμπράττει ενεργά στη διαμόρφωσή της, όπως θα πρέπει επίσης να συμμετέχει σε όλα τα επιμέρους σχήματα συνεργασίας. Και να προωθεί ως έναν κύριο στόχο την ενσωμάτωση όλων των χωρών της περιοχής στην ΕΕ, ως προϋπόθεση για σταθερότητα και δημοκρατία». Αυτονόητα μεν, αλλά δεν μαζεύουν κόσμο στις πλατείες.