Είναι πλέον περισσότερο από εμφανές πως ο κ. Τσίπρας επιθυμεί, όχι απλώς να αντιγράψει την 3η του Σεπτέμβρη και την ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ της εποχής του ’74, αλλά να εμφανιστεί αυτός ως ο σημερινός εκπρόσωπος του «καλού» ΠΑΣΟΚ, ως ο εκπρόσωπος των τιμίων φωτόπουλων «αγωνιστών του σοσιαλιστικού χώρου». Ναι, είναι αυτοί οι «τίμιοι αγωνιστές», αρκετοί από τους οποίους (βεβαίως και όχι όλοι) σε συζητήσεις τους μετά το 2000, έλεγαν πως το ’96 έκαψαν την πολιτική τους καριέρα στηρίζοντας Τσοχατζόπουλο αντί του Σημίτη. Είναι επίσης οι ίδιοι που φώναζαν «σήκω Ανδρέα για να δεις το παιδί της αλλαγής», όταν ο Γιώργος Παπανδρέου στις προεκλογικές του καμπάνιες υποστήριζε άκριτα τα συμφέροντα των συντεχνιών.
Το θέμα μου όμως δεν είναι τόσο αυτοί οι «τίμιοι αγωνιστές», οι οποίοι από τις θέσεις της διαρκούς επανάστασης πέρασαν στις θέσεις του διαρκούς κυβερνητισμού. Το θέμα δεν είναι καν το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δια της Νικαιώτικης ομιλίας του αρχηγού του εγκαλεί το ΠΑΣΟΚ, για παράδοση «στην τρόικα των δανειστών ως λάφυρο» των οραμάτων της 3ης του Σεπτέμβρη. Επομένως για πρώτη φορά αυτός ο χώρος αποδέχεται άκριτα, έτσι όπως είναι, όλες τις αξίες και τις αρχές αυτής της διακήρυξης. Αυτό θα ήταν πολιτικό γεγονός, αν δεν ήταν κακόγουστη θεατρική παράσταση με μουσική υπόκρουση το «σώπα, όπου να νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες» του ελληνικού «αριστερού» ανορθολογισμού.
Το θέμα μου είναι πως το σημερινό ΠΑΣΟΚ, αφού αποτιμήσει τις θετικές πλευρές της 3ης του Σεπτέμβρη, θα περάσει (από κοινού με τους όμορους σ’ αυτό πολιτικούς χώρους και κινήσεις) στην εκπόνηση μιας νέας διακήρυξης του σύγχρονου ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Η ομιλία του Πρόεδρου του, Ευάγγελου Βενιζέλου, στην εκδήλωση για τα 38α γενέθλια του κινήματος, έδειξε την κατεύθυνση, έχω υπόψη μου κυρίως το σημείο όπου προσδιόρισε το ΠΑΣΟΚ ως τον «εκφραστή του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, του οποίου μεγάλος αντίπαλος είναι ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός».
Για να γίνει όμως αυτό χωρίς αντιφάσεις και παλινδρομήσεις και χωρίς πάλι «να παρεισφρήσουν» οι τίμιοι αγωνιστές του πελατειακού κρατισμού, οι οποίοι θεωρούν πως η κριτική μερικών από τις ιδέες αυτής της διακήρυξης αποτελεί «σοφιστεία» και έγκλημα καθοσιώσεως, χρειάζονται ακόμη να γίνουν πολλές τομές και ρήξεις. Οι ιδέες όμως δεν αποτελούν απολιθώματα, άξια μελέτης από τους παλαιοντολόγους και τους σπηλαιολόγους, αλλά ζώσες πραγματικότητες, απαραίτητα εργαλεία για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης. Οι ιδέες αποτελούν την υλική δύναμη εκείνων των πολιτικών ρευμάτων, που δεν βολεύονται με την άπαξ προ 38 ετών ερμηνεία της πολυσύνθετης κοινωνικής ζωής συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών σχηματισμών. Πάντως, σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο οποίος έβαζε τις υλικές δυνάμεις να καθορίζουν τις ιδέες, πιστεύω πως όταν επικρατούν οι ιδέες, τότε νικούν οι κοινωνίες, ενώ όταν επικρατούν οι υλικές δυνάμεις (πολιτικές λιτότητας, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κ.λπ.), τότε οι κοινωνίες (κράτος πρόνοιας και δικαίου) ηττώνται «κατά κράτος».
Αν πάντως με τη διαρκή επικαιρότητα της 3ης του Σεπτέμβρη εννοούμε τα οράματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότιμης συμμετοχής όλων στους θεσμούς του κράτους, αν εννοούμε τη θέσπιση της λαϊκής κυριαρχίας ως έκφραση της ίδιας της δημοκρατίας, την αυτόνομη παρουσία της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις, τότε αυτή παραμένει επίκαιρη ως διακήρυξη γενικών αρχών. Η 3η του Σεπτέμβρη όμως δεν ήταν μόνο μια γενική διακήρυξη αρχών, ήταν και προϊόν μιας πολιτικής κουλτούρας στην οποία συνυπήρχαν, μια δημοκρατική δυναμική προσαρμογή στα νέα δεδομένα, με μια ταυτόχρονη ενεργοποίηση αμυντικών και συντηρητικών αντιδράσεων, οι οποίες δεν εκφράζονταν τόσο από τον λαϊκισμό, όσο από τις πελατειακές σχέσεις εξάρτησης των πολιτών από την εξουσία και της εξουσίας από την ψήφο των πολιτών.
Επομένως, ποιο είναι εδώ το μείζον; Δεν είναι η μία ή η άλλη πλευρά της διακήρυξης, αλλά ο τρόπος που αυτή ρίζωσε στην ελληνική κοινωνία. Ζούμε σε μια κοινωνία που για ιστορικούς λόγους οι πολιτικές οικογένειες και οι εκλογικές συμπεριφορές δεν προσδιορίζονται τόσο από ταξικές διαιρετικές τομές, ή έστω από θρησκευτικές, εθνοτικές ή γεωγραφικές, ούτε ακόμη από μεγάλες και βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές τομές. Η εκλογική και πολιτική συμπεριφορά μεγάλου τμήματος των Ελλήνων πολιτών, υπερκαθορίζεται από τακτικές προσωπικής και οικογενειακής ανέλιξης, σε συνθήκες μιας αδύναμης ιδιωτικής οικονομίας, την οποία αναγκάζεται να την υποκαθιστά το «μεγάλο» κράτος. Με τη σειρά της, η διόγκωση αυτού του κράτους εμποδίζει την ανάπτυξη του υγιούς επιχειρηματικού κύκλου. Σε μια τέτοια κοινωνία, είναι επόμενο η πολιτική ταυτότητα να αποκτά χαρακτηριστικά ιδιωτικής συναλλαγής… «σου δίνω ψήφο για να μου δώσεις εργασία, επίδομα, προνόμια, συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια…» και τα συμπαρομαρτούντα.
Η 3η του Σεπτέμβρη, επειδή δεν έβαλε ως στόχο να αλλάξει τον παραγωγικό ιστό αυτής της κοινωνίας, αλλά να εντάξει μέσα στον υπάρχοντα όσο περισσότερους μπορούσε, από μια στιγμή και ύστερα έχασε τον δυναμικο – προοδευτικό της χαρακτήρα, παραχωρώντας κυρίαρχη θέση στην εθνικο-πελατειακή της διάσταση. Διάσταση που δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει συνολικά ούτε η εκσυγχρονιστική περίοδος.
Αν το ΠΑΣΟΚ θέλει να παραμείνει κεντρική συνιστώσα της αναδυόμενης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, πρέπει, εκτός από το να τιμά το παρελθόν του, να αρχίσει άμεσα να χτίσει το παρόν και το μέλλον του. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει ούτε με τους μηχανικούς της παλαιάς αρχιτεκτονικής αντίληψης, ούτε και με τα μπάζα από προηγούμενες οικοδομές, όπως τέτοια είναι για παράδειγμα οι κατηγορίες για ΜΜΕ, που θέλουν τη συρρίκνωσή του και άλλα τέτοια παρόμοια, παλιάς κοπής επιχειρήματα.
Όχι όμως μόνο το ΠΑΣΟΚ, αλλά και όλος ο ελληνικός σοσιαλδημοκρατικός χώρος, όπως αυτός εκφράζεται από τη ΔΗΜΑΡ, τις πολιτικές κινήσεις, τις προσωπικότητες (καίρια κρίνω εδώ την ενεργή παρουσία του Κώστα Σημίτη), πρέπει άμεσα να εγκαταλείψουν τις λογικές του «προσωπικού μαγαζιού» και να ξεκινήσουν την επεξεργασία των θέσεων του Ελληνικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Εδώ, και με τη σημερινή μου ιδιότητα, επαναφέρω μια παλαιότερη πρότασή μου. Θεωρώ πως ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν η διοργάνωση, από τα επιστημονικά ινστιτούτα των δύο κομμάτων (ΙΣΤΑΜΕ και Μιχάλης Παπαγιαννάκης), σε συνεργασία με τις κινήσεις και με ανεξάρτητους επιστήμονες, ενός φόρουμ ιδεών με θέμα την επεξεργασία της στρατηγικής και των θέσεων του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Τα υπάρχοντα κόμματα και κινήσεις δεν απειλούνται από κάτι τέτοιο. Το αντίθετο, θα είναι προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν την απουσία εναλλακτικής πρότασης που θα έρθει γι’ αυτά, αν η κυβέρνηση Σαμαρά κατορθώσει να διατηρήσει τη χώρα στο ευρώ, ή τη μεγάλη κρίση που θα επέλθει για την κοινωνία και το δημοκρατικό πολίτευμα, αν δεν το πετύχει.
Είναι έτοιμα να κάνουν έστω και αυτά τα πρώτα μετέωρα βήματα, ή θα επικρατήσουν πάλι οι λογικές του κομματικού μικρομεγαλισμού; Πάντως, πρέπει να τα αλλάξουμε όλα, αν θέλουμε να αλλάξουν όλα, ακόμη και αν διαφωνεί ο «Γατόπαρδος» του Λαμπεντούζα.
*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ Ανδρέας Παπανδρέου.