Πριν από λίγες εβδομάδες 38 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έστειλαν μια αυστηρή επιστολή στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης διαμαρτυρόμενοι επειδή απαγόρευσε ένα αντιρατσιστικού περιεχομένου μήνυμα.
Η επιστολή παραξένεψε τα μέλη του ΕΣΡ δεδομένου ότι ποτέ δεν υπήρξε τέτοια απαγόρευση. Απλώς έκριναν, με βάση τη ρητή πρόβλεψη του σχετικού νόμου, ότι δεν μπορεί να προβληθεί δωρεάν ως κοινωνικό μήνυμα καθώς αναφερόταν σε εκδήλωση που είχε οικονομικό αντίτιμο. Η εισήγηση μάλιστα έγινε από μέλος του ΕΣΡ που διόρισε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι βουλευτές όμως δεν περιορίζονταν στο συγκεκριμένο περιστατικό. Στην επιστολή τους ασκούσαν δριμεία κριτική στο ΕΣΡ με αιχμή την καθυστέρηση, όπως υποστήριζαν, στην προκήρυξη του διαγωνισμού για τις άδειες. Ήταν προφανές πως δεν γνώριζαν ότι για να εκφράσει άποψη το ΕΣΡ έπρεπε να προηγηθεί ερώτηση από τον αρμόδιο υπουργό. Όπως φαίνεται στην απόφαση του ΕΣΡ που δημοσιεύτηκε, ο κ. Παππάς έστειλε την επιστολή στις 27 Ιουνίου. Αν κάποιος δεν βιαζόταν ήταν ο ίδιος υπουργός Επικρατείας.
Η επιστολή φυσικά δεν θεωρήθηκε τυχαία. Οι βουλευτές δεν θυμήθηκαν ένα πρωί το ΕΣΡ. Η επίθεσή τους ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στον ακήρυχτο πόλεμο του ΣΥΡΙΖΑ στο ΕΣΡ.
Αυτό φάνηκε και στον τρόπο με τον οποίο ο κ. Παππάς αντέδρασε στην απόφαση του ΕΣΡ για τις 7 άδειες. Υπήρχε φυσικά η γραφική διάσταση. Ο υπουργός Επικράτειας θεώρησε ότι δικαιώθηκε ξεχνώντας το πόρισμά του από κοτζάμ Ινστιτούτο Φλωρεντίας που αποδείχθηκε για τα σκουπίδια. Πρόκειται για το ίδιο περίσσευμα θράσους που κάνει έναν πρωθυπουργό να εκθειάζει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας μόλις παίρνει εξιτήριο από ιδιωτική κλινική.
Όμως ο κ. Παππάς προχώρησε ένα ακόμα βήμα. Ανακοίνωσε ότι μετά την απόφαση για 7 άδειες δεν υπάρχει πια χώρος για θεματικές άδειες.
Πρόκειται για ένα ακόμα μίνι πραξικόπημα το οποίο πέρασε σχετικά απαρατήρητο. Κατ’ αρχάς, όπως δεν ήταν δουλειά του να ορίσει τις 4 άδειες πανελλαδικής εμβέλειας γενικού περιεχομένου, έτσι δεν είναι και πάλι δικό του θέμα να πει αν και πόσες θεματικές άδειες μπορούν να χορηγηθούν. Το ΕΣΡ θα του το πει, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Πόσο μάλλον όταν αυτά που λέει είναι ανακριβή.
Όσοι γνωρίζουν είναι κατηγορηματικοί. Με τα σημερινά δεδομένα υπάρχει χώρος και για επιπλέον θεματικά κανάλια. Όπως άλλωστε έγινε σαφές από τις συζητήσεις στο ΕΣΡ, υπάρχει χώρος ακόμα και για επιπλέον άδειες πανελλαδικής εμβέλειας γενικού περιεχομένου. Με τα σημερινά δεδομένα όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά και με βάση το γεγονός ότι η ΕΡΤ καταλαμβάνει δυο πολυπλέκτες χωρίς να τους αξιοποιεί. Αν περιοριστεί στον ενάμιση πολυπλέκτη, που επαρκεί με το παραπάνω για τις δραστηριότητες της, τότε απελευθερώνεται επιπλέον χώρος για τηλεοπτικές άδειες. Να σημειωθεί επίσης πως όσο μένει αναξιοποίητο το φάσμα που ανήκει στην Ελλάδα, τόσο κινδυνεύει να καταπατηθεί από γειτονικές χώρες.
Όλα αυτά βέβαια, ο αριθμός των αδειών όπως και οι προϋποθέσεις, μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι τι πράγματι έχει στο νου του ο κ. Παππάς ο οποίος εμφανώς έχει τη δική του ατζέντα.
Δεν ήταν το μόνο συνταγματικό ατόπημα του κ. Παππά. Όπως του έχει ήδη επισημανθεί, και η κατάθεση της πρόσφατης τροπολογίας με την οποία όριζε τον τρόπο μετάδοσης των προγραμμάτων, ταυτόχρονα, σε υψηλή ευκρίνεια και σε στάνταρ ευκρίνεια, προϋπέθετε γνωμοδότηση του ΕΣΡ. Ιδίως καθώς με αυτό τον τρόπο ο κ. Παππάς ουσιαστικά περιορίζει την χωρητικότητα κι επιχειρεί με πλάγιο τρόπο να βάλει φραγμό στον αριθμό των αδειών. Έτσι όμως και η νέα προκήρυξη κινδυνεύει να κριθεί αντισυνταγματική.
Η εικόνα συμπληρώνεται με το σχέδιο νόμου για την ηλεκτρονική δημοπράτηση της τηλεοπτικής διαφήμισης. Ουσιαστικά το κράτος γίνεται ρυθμιστής της διαφήμισης βάζοντας περιορισμούς στο πώς θα διατίθεται και επιβάλλοντας παράλληλα έναν ακόμα βαρύ φόρο. Αν και δεν είναι σαφείς οι επιπτώσεις του νέου διαφημιστικού καθεστώτος, έχουν διατυπωθεί ισχυρές ενστάσεις για το γεγονός ότι περιορίζει την ελευθερία των συναλλαγών, ενώ υπάρχει ο φόβος ότι η κυβέρνηση, μέσω των διαφημιστικών εσόδων, θα μπορεί να ελέγχει τα κανάλια.
Σε αυτή την προσπάθεια το ΕΣΡ, για την κυβέρνηση, είναι μια ενοχλητική ανορθογραφία, ένα ακόμα «θεσμικό εμπόδιο» που πρέπει να ξεπεραστεί. Μένει να φανεί ως πού θα φτάσει για να το ξεπεράσει.