Αν είναι αλήθεια ότι σε εποχές οικονομικής κρίσης μπορεί να παραβιάζεται η νομιμότητα από τις ίδιες τις αρχές που οφείλουν να την υπερασπίζονται (Βουλή, Κυβέρνηση) με το επιχείρημα της έκτακτης ανάγκης, τότε είναι προφανές ότι σ’αυτά που διακυβεύονται προστίθεται και το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο θεμελιώνεται πάνω στην αρχή της νομιμότητας. Και είναι ακόμα πιο προφανές ότι οι πολίτες που καλούνται να σέβονται και να εφαρμόζουν τους νόμους, θ’αρχίσουν κι αυτοί να επιζητούν τη δική τους ατομική επιβίωση μέσα σε καθεστώς ανομίας, ακολουθώντας το παράδειγμα του πρώτου διδάξαντος. Η φοροδιαφυγή είναι μια από τις εκδηλώσεις του φαινομένου, όμως η καθημερινότητα κρύβει μια πληθώρα τέτοιων αδικημάτων που φουντώνουν όπως οι επιδημίες όταν βρίσκουν ένα μειωμένης αντίστασης περιβάλλον.
Η πρόσφατη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου – με την επικύρωση της Βουλής – για την μεταφορά των πόρων του Πράσινου Ταμείου στον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, και με μόνο το 2,5% να διατίθενται για το περιβάλλον ως όριζε ο ιδρυτικός του Ταμείου νόμος, δεν είναι μόνο μια πράξη αυθαίρετη και αντισυνταγματική, που μπορεί να εκπέσει ανά πάσα στιγμή με μια απλή προσφυγή στο ΣτΕ, αλλά και μια κίνηση βαθιάς περιφρόνησης στην ίδια την έννοια της ολοκληρωμένης πολιτικής που οφείλει να υπερασπίζεται η κυβερνητική εξουσία. Γιατί είναι η ίδια εξουσία (με την έννοια της συνέχειας) που πριν από δύο χρόνια θεσμοθετούσε την έννοια του περιβαλλοντικού ισοζυγίου και καλούσε τους πολίτες που εν γνώσει τους είχαν παρανομήσει με τους ημιυπαίθριους, να προβούν σε ρυθμίσεις (νομιμοποίηση) με την εξαγορά της παρανομίας υπέρ των πόρων του Πράσινου Ταμείου οι οποίοι στη συνέχεια θα διοχετεύονταν σε έργα περιβάλλοντος – μεταξύ άλλων αστικές αναπλάσεις- ώστε το κακό να αντισταθμιστεί. Έτσι λοιπόν, με τις παραπάνω εισφορές και μαζί με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης, συγκεντρώθηκε ένα ποσό γύρω στα 2 δις που μεταξύ άλλων θα προχωρούσε στις μαζικές αναδασώσεις των 100.000 στρ. στην Αττική και στα καμμένα, στην χρηματοδότηση των έργων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, στην ενίσχυση πράσινων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, στην προστασία των υδάτων και της βιοποικιλότητας και άλλα όσα ηχηρά ακούσαμε τότε δια στόματος Μπιρμπίλη (η οποία έκτοτε εσίγησε). Ο επόμενος υπουργός (Παπακωνσταντίνου) είχε ήδη αρχίσει να βάζει νερό στο κρασί του και όταν ερωτήθηκε για τον τελικό προορισμό των τόσων χρημάτων είπε το αμίμητο “η διάθεση θα γίνεται με το σταγονόμετρο, γιατί άλλωστε δεν έχουμε λεφτά για πέταμα”.
Εννοείται ότι τα λεφτά για πέταμα είναι οι πράσινες περιβαλλοντικές δράσεις που μπορεί μεν να κοσμούν προεκλογικές φιέστες και προγράμματα, αλλά κατά βάθος είναι μια ψευδής υπόσχεση προς αφελείς, οι οποίοι οφείλουν να έχουν κοντή μνήμη, να πληρώνουν χωρίς να ρωτούν και να υποτάσσουν τη λογική στη φαντασία των εκάστοτε σωτήρων οι οποίοι θέλουν να μας κρατήσουν στην Ευρώπη με τριτοκοσμικούς όμως όρους και τεχνάσματα.