Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από ρυπογόνα καύσιμα, αναμφίβολα είναι δείκτης υπανάπτυξης. Το μείζον αυτό πρόβλημα -είτε υποδηλώνει αναχρονισμό είτε υποταγή στα επιχειρηματικά συμφέροντα- βρίσκεται εκτός πολιτικού πεδίου.
Με αφορμή την Ημέρα του Περιβάλλοντος, η υπάρχουσα κομματική τάξη επιδόθηκε, για άλλη μια φορά, σε κούφιες διακηρύξεις και ανούσιους βερμπαλισμούς. Διαβάσαμε κι ακούσαμε μακροσκελείς εκθέσεις ιδεών. Κραυγαλέα ήταν η απουσία σαφών και καθαρών θέσεων. Απόδειξη ότι στην πλειονότητά της πολιτεύεται ερήμην της πραγματικότητας.
Το γεγονός ότι εξαρτόμαστε ενεργειακά κατά 70%, εμφανίζοντας μεγάλη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φαίνεται να περνάει απαρατήρητο. Το χειρότερο δε είναι η ανοχή που επιδεικνύεται για τους ρίπους του άνθρακα στις λιγνιτοφόρες περιοχές.
Μολονότι το έλλειμμα βιωσιμότητας «χτυπάει κόκκινο», η αυταρέσκεια κυριαρχεί. Και μαζί ο οικονομισμός. Η κλιματική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η ρύπανση του αέρα, η υπερεκμετάλλευση των πόρων, η μόλυνση των υδάτων, η αύξηση του όγκου των απορριμμάτων, η ξηρασία και η καταστροφή της γης, οι επαπειλούμενες συγκρούσεις για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές θεωρούνται «εξωτικά» ζητήματα.
Χρειάστηκε να βιώσουμε την πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε τους θανάσιμους κινδύνους της αλόγιστης ανάπτυξης. Όταν μάλιστα, το βιομηχανικό και μεταβιομηχανικό μοντέλο αποδεικνύεται κορεσμένο. Αξιοσημείωτο είναι ότι και σήμερα ο πολιτικός λόγος προσπερνά την παραγωγική, οικονομική και αναπτυξιακή υστέρηση της χώρας. Καταφεύγει σε πλειοδοσία υποσχέσεων, οι οποίες στερούνται πρακτικού αντικρίσματος. Επαναλαμβάνει τα γνωστά κλισέ και στερεότυπα, αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις.
Η έλλειψη συγκεκριμένων προτάσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την περιβαλλοντική προστασία είναι πασιφανής στην εγχώρια σκηνή. Οι όποιες πολιτικές υλοποιούνται, εκπορεύονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τις ταλαντεύσεις και τις δυστοκίες της, αναμφισβήτητα αποτελεί φύτρα στρατηγικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη Πράσινη Συμφωνία. Η Λευκή Βίβλος και η Κοινωνική Χάρτα κατά το παρελθόν. Και βέβαια, στη συνέχεια, το μεγάλο εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης. Κι όλα αυτά τη στιγμή που εγκαλείται από τους περισσότερους για ανεπάρκειες και μονομέρειες.
Οι αναζητήσεις, οι προβληματισμοί και οι ιδέες που διαπερνούν το Κίνημα της Πολιτικής Οικολογίας στη Γηραιά Ήπειρο αντανακλώνται και στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών. Στην ουσία, αποτυπώνουν το μπόλιασμα, τις διασταυρώσεις, τις νέες ποικιλίες και τα νέα υβρίδια της προοδευτικής σκέψης με τις προκλήσεις και ευκαιρίες του μέλλοντος. Έτσι, άλλωστε, ερμηνεύεται και το ότι οι σύγχρονες κεντροαριστερές δυνάμεις ενσωματώνουν τις παραπάνω επεξεργασίες και προσεγγίσεις στον προγραμματικό, πολιτικό και ιδεολογικό τους λόγο.
Στη χώρα μας η απουσία Οικολογικού Κινήματος είναι εύλογο να επιτείνει την υπαρκτή και έντονη καθυστέρηση που διακρίνει το κομματικό μας σύστημα. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο εξαιτίας των πελατειακών σχέσεων ενός σημαντικού τμήματός του με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα.
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με ορισμένες ηγεσίες, οι οποίες αυτοτοποθετούνται στον προοδευτικό χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι την απολιγνιτοποίηση την έχει κάνει αιχμή της πολιτικής του ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Από την άλλη, οι αρχηγοί του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ επιδίδονται σε άσφαιρες αντιπολιτευτικές κορώνες. Αποφεύγουν τις καθαρές θέσεις και απόψεις. Επιπλέον, ενοχοποιούν ακόμη και τις ΑΠΕ, μιλώντας για εξυπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων.
Οι φωτεινές παρουσίες στον περιβαλλοντικό χώρο ή περιφρονούνται ή απαξιώνονται. Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι η πράσινη ανάπτυξη εσκεμμένα λοιδορείται. Ενώ συγκεκριμένα έργα στοχοποιούνται. Μια πλειάδα κομματικών και αυτοδιοικητικών αξιωματούχων λειτουργεί σαν ασπίδα προστασίας ενός παρασιτικού μοντέλου, που καθηλώνει τον τόπο μας σε αναχρονιστικές πολιτικές. Δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτές έχουν ως επακόλουθο τη συντήρηση της υστέρησης.
Η περίπτωση της Κρήτης είναι αποκαλυπτική. Η μονοκαλλιέργεια του τουριστικού προϊόντος, με τις δυσμενείς συνέπειές της, το επιβεβαιώνει. Δεν είναι μόνο το ενεργειακό έλλειμα που αντιμετωπίζει το νησί, αλλά και η αδυναμία να κάνει πράξη τη βιώσιμη ανάπτυξη, αξιοποιώντας όλα εκείνα τα συγκριτικά πλεονέκτημα που διαθέτει. Και εδώ η ατροφία των πράσινων πολιτικών απομειώνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες.