Πράσινη Ανάπτυξη: άλλο ένα θύμα της κρίσης

Μαριλένα Κοππά 02 Αυγ 2013

Αρχικά, η Ευρώπη υποστήριξε το μοντέλο της επιδότησης της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας σε κάθε χώρα ξεχωριστά, δίνοντας κίνητρα στους επενδυτές ή, πολύ απλά, εξασφαλίζοντάς τους ένα σίγουρο κέρδος. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπόσχεται να εναρμονίσει το ευρωπαϊκό σύστημα επιδοτήσεων, έως το 2020, υποσχόμενη μάλιστα μια «κοινή αγορά ενέργειας».Τώρα τι σημαίνει «κοινή αγορά» χωρίς κοινά δίκτυα διανομής, κοινές παραγωγικές δυνατότητες και ανάλογες ή συγκρίσιμες ανάγκες, αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα. Το σίγουρο είναι ότι μια κοινή αγορά, θα είναι μια σοφή αγορά. Έτσι είναι, εάν έτσι νομίζουμε.

Οι πηγές ενέργειας είναι είτε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, όπως το πετρέλαιο, είτε πηγές που συνδέονται με μια συγκεκριμένη αγορά, όπως τα φωτοβολταϊκά ή τα υδροηλεκτρικά. Η βασική ιδέα της πράσινης ανάπτυξης ήταν η μετατροπή των ανανεώσιμων πηγών σε ανάλογα με το πετρέλαιο διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, με την επιβολή φόρων στη χρήση άνθρακα (τα λεγόμενα δικαιώματα άνθρακα). Έτσι, θα λειτουργούσε ένα διεθνές χρηματιστήριο πράσινων αξιών. Τελικά, για να ηγηθεί η Ευρώπη, αποφάσισε να τονώσει την αγορά κάνοντας μια διπλή αναδιανομή πόρων από το πετρέλαιο στις ανανεώσιμες πηγές, ενθαρρύνοντας τις επιδοτήσεις και φορολογώντας τους υδρογονάνθρακες. Και η Ευρώπη απέτυχε!

Η είσοδος φωτοβολταϊκών στο ελληνικό δίκτυο, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο έλλειμμα που οδηγεί στην αύξηση του ειδικού τέλους ΑΠΕ και, αναπόφευκτα, στο «κούρεμα» των υφιστάμενων συμβολαίων. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για άλλη μια περίπτωση κρατικής αναξιοπιστίας. Αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Στην Πολωνία, η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας μειώθηκε το 2012 σε σχέση με το 2011. Οι περισσότεροι παραγωγοί είναι χρεωμένοι, όπως μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, εάν όσοι δανείστηκαν για να γεμίζουν τα χωράφια τους φωτοβολταϊκά, βρεθούν να εισπράττουν λιγότερα απ’ όσα α) είχαν αρχικά συμφωνήσει και β) από το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους. Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν και στην Ισπανία.

Ένα πρόβλημα είναι ότι, πανευρωπαϊκά, οι περίφημοι τίτλοι μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα έχουν χάσει 40% της αξίας τους τα τελευταία δυο χρόνια. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, σημαίνει μείωση της ζήτησης, άρα μείωση και της αξίας των δικαιωμάτων ρύπανσης. Στο μεταξύ τα λόμπι της βιομηχανίας αντιστάθηκαν σθεναρά στην απόσυρση δικαιωμάτων άνθρακα, που θα επέφερε την αύξηση της τιμής τους, επικαλούμενες (δικαίως) ότι η ήδη μειωμένη ζήτηση των προϊόντων τους έχει οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες εσόδων. Η απειλή, που δεν είναι μόνο απειλή, είναι ότι θα μεταφέρουν μονάδες παραγωγής εκτός Ευρώπης, οξύνοντας το πρόβλημα της ανεργίας.

Ευτυχώς για τη ΔΕΗ θα έλεγε κανείς, που ευτυχώς έχει ακόμα πρόσβαση σε φθηνό λιγνίτη, για τη χρήση του οποίου πληρώνει σχετικά φθηνά δικαιώματα ρύπανσης, ενώ η ελληνική βιομηχανία συρρικνώνεται, μεταξύ άλλων, επειδή έχει την ακριβότερη ενέργεια στην Ευρώπη. Ό,τι δεν κατάφερε να εξαφανίσει η αγορά, το αποτελειώνουμε με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης!

Δυστυχώς, η λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη, μετατρέπεται σε πράσινη χρεοκοπία, που δεν είναι μόνο ελληνική.

Στη Γερμανία υπάρχει ένα ανάλογο αδιέξοδο. Ο συνδυασμός της εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας και της επένδυσης στην ηλιακή ενέργεια, οδηγούν σε αυξημένο κόστος ενέργειας. Το κόστος των επιδοτήσεων έφτασε τα 20 δις ευρώ το 2013, ενώ αυξάνεται συνολικά το κόστος ανά κιλοβατώρα. Αυτό ήδη σημαίνει τη μεταφορά ενεργοβόρας βιομηχανικής παραγωγής από κολοσσούς, όπως η BMW, στις ΗΠΑ.

Το μεγάλο άλμα στις επιδοτήσεις στη Γερμανία έγινε μεταξύ 2009 και 2011. Η αύξηση στη ζήτηση φωτοβολταϊκών στη μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης ήταν τόσο μεγάλη, που προκάλεσε και το ενδιαφέρον των Κινέζων επενδυτών. Σύντομα, ο φημισμένος και άλλοτε πολλά υποσχόμενα κλάδος των γερμανικών φωτοβολταϊκών, χρεοκόπησε, αδυνατώντας ν’ αντέξει στον ανταγωνισμό.

Όραμα ήτανε και πάει. Το μεγαλύτερο όραμα στην Ευρώπη, το πρόγραμμα Desertec, προϋπολογισμού 400 δις ευρώ, που προέβλεπε τη μεταφορά από τη Σαχάρα στην Ευρώπη, φαίνεται ότι εγκαταλείπεται οριστικά. Και μάλλον πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα του προγράμματος Helios, διότι οι Γερμανοί ήδη το ξέχασαν. Λίγα χρόνια μετά την κορύφωση του οράματος της πράσινης ανάπτυξης, οι πιο ραγδαία αναπτυσσόμενες πηγές ενέργειας στην Ευρώπη, φαίνεται να είναι το καύσιμο της βικτωριανής εποχής (κάρβουνο) και το καύσιμο της εποχής του Νεάντερταλ (ξύλο σε μορφή πέλετ). Κάτι τέτοια βλέπει το πυρηνικό λόμπι και αναθαρρεί.

Τώρα, εάν είσαι φιλελεύθερος, θα κατηγορήσεις το κράτος για τη «στρέβλωση» της αγοράς δια μέσου των επιδοτήσεων. Εάν είσαι πραγματικά φιλελεύθερος, θα κατηγορήσεις την ίδια τη στρέβλωση της «πράσινης ανάπτυξης», αντί της χρήσης της πιο δόκιμης και φθηνής ενέργειας, δηλαδή του πετρελαίου ή, έστω, του φυσικού αερίου. Και εάν είσαι σοσιαλδημοκράτης παλαιάς κοπής, ίσως να μπεις στον πειρασμό να πεις ότι η ενέργεια είναι ένα φυσικό μονοπώλιο, που πρέπει να ρυθμίζεται στα πλαίσια ενός μοναδικού πολιτικού μονοπωλίου, κρατικού ή ευρωπαϊκού. Διότι όπως ο πόλεμος είναι κάτι πολύ σοβαρό για να το χειρίζονται οι στρατηγοί, η τιμή της ενέργειας είναι κάτι πολύ σοβαρό για να το χειρίζεται μια «ελεύθερη» αγορά.

Προς το παρόν πάντως, έχουμε μια προτίμηση σε καύσιμα και ιδέες της βικτωριανής εποχής. Ίσως τις προσεχείς δεκαετίες, να προχωρήσουμε στον 20ο αιώνα.