Πρακτικά ζητήματα Της Σοσιαλδημοκρατίας: Κρατικές επιχειρήσεις ή outsourcing;

Κώστας Σοφούλης 29 Ιαν 2014

Επειδή συνεχώς και περισσότερο η επιχειρηματολογία για την κεντροαριστερά και την σοσιαλδημοκρατία γίνεται πιο αφηρημένη, από αντίδραση το μυαλό μου το τελευταίο διάστημα φέρνει μπροστά του απλά πρακτικά ζητήματα για τα οποία ο πολίτης πρέπει πράγματι να είναι ενημερωμένος για να μη πέφτει θύμα των υστερικών συνθημάτων. Να, λοιπόν, ένα τέτοιο πρακτικό ζήτημα γύρω από το οποίο γίνεται μεγάλη βαβούρα.

Στη πλειονότητα των κοινωνικών πολιτικών, το Κράτος αναλαβαίνει να παράσχει, κατά κανόνα με εξωαγοραίους όρους, αγαθά και υπηρεσίας ή και τα δύο, σε ομάδες πολιτών, ή στο σύνολο της κοινωνίας για λόγους αλληλεγγύης προς αδυνάτους ή για να βελτιώσει τους όρους ισότητας- οικονομικής ή άλλης. Ευρύτατη είναι η σύγχυση ανάμεσα σε αυτόν τον ορισμό της κοινωνικής πολιτικής και στο συχνά υποτιθέμενο πόρισμα ότι αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται από την Πολιτεία, πρέπει αντίστοιχα να παράγονται ή να παρέχονται απ’ ευθείας από κρατικούς φορείς. Η σύγχυση αυτή – ιδίως στη χώρα μας- οδήγησε στη δημιουργία πλήθους κρατικών φορέων και επιχειρήσεων που από τη φύση τους υπέθαλψαν την ανάπτυξη συντεχνιακών προνομιακών καταστάσεων. Είναι η ρίζα του κρατικού σοσιαλισμού, που αποτελεί σήμερα μια από τις αιτίες της δημοσιονομικής κρίσης. Τα συνδικάτα των φορέων της κατηγορίας αυτής καλλιέργησαν την φιλοσοφία της «ιδιοκτησίας» τους στις δομές που εργάζονται και έτσι εκμεταλλευτήκαν την δεσπόζουσα πολιτική θέση τους (πελατειακή συναλλαγή) για να μετατρέψουν τις δομές, από φορείς κοινωνικής πολιτικής σε φορείς προνομιακής απασχόλησης και αμοιβής. Η ταύτιση της κρατικής παροχής με την κρατική παραγωγή της δεν έχει καμία λογική συνάφεια. Εάν για λόγους κοινωνικής πολιτικής η Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δωρεάν ασπιρίνες στους πονοκεφαλούντες, αυτό με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να ιδρυθούν κρατικά εργοστάσια που να παράγουν ασπιρίνες. Ο δε μύθος της αποτελεσματικότερης λειτουργίας των κρατικών δομών ή επιχειρήσεων, που επικαλούνται φορτικά οι συντεχνιακοί συνδικαλιστές και λαϊκιστές πολιτικοί, διαψεύδεται καθημερινά τόσο από τα οικονομικά αποτελέσματά τους όσο και από την απελπιστική διείσδυση της διαφθοράς στον κρατικόμονοπωλιακό τομέα. Αντίθετα υπάρχουν ισχυρότατα επιχειρήματα υπέρ της άποψης, ότι η προμήθεια τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών από τις φυσικές αγορές τους μπορεί να είναι πολύ πιο αποδοτική και αποτελεσματική, όταν βέβαια γίνεται με επαρκείς ελέγχους και διαφανείς διαδικασίες. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα υπέρ του «outsourcing” στον τομέα των κοινωνικών παροχών και πολιτικών. Με τον όρο εννοούμε την προμήθεια αγαθών υπηρεσιών από τρίτους, συνήθως ιδιωτικούς παραγωγούς, και η διανομή τους με κριτήρια κοινωνικής σκοπιμότητας από τις εντεταλμένες προς τούτο κρατικές δομές. Ας δούμε το γιατί.

Πρώτα το αρνητικό επιχείρημα. Δηλαδή, γιατί αντενδείκνυνται οι δημόσιες επιχειρήσεις. Η ίδρυση κρατικών επιχειρήσεων κατ’ ανάγκη οδηγεί αργά ή γρήγορα στην εξέλιξή τους σε κρατικά μονοπώλια. Ο λόγος είναι απλός. Πρώτον διότι δεν έχει νόημα να ιδρύονται ανταγωνιστικές κρατικές επιχειρήσεις και επομένως δεν μπορεί να υπάρξει ανταγωνισμός. Δεύτερο, επειδή στην έξοδό στο κοινό οι κρατικές επιχειρήσεις ενισχύονται από ένα εργαλείο επιβολής που δεν τις διαθέτουν οι ιδιωτικές, δηλαδή την πολιτική σκοπιμότητα και αυθαιρεσία που αποδίδουν ψήφους και πελατειακή εξυπηρέτηση. Όπου συνυπάρχουν δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, η τελευταίες προσπαθούν συνεχώς να μειώσουν τον επιχειρησιακό κίνδυνό τους προσφεύγοντας σε πολιτικά μέσα σαν αυτά που εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην διαπλοκή. Είναι χαρακτηριστικό, λ.χ., ότι σχεδόν αδιάλειπτα οι κρατικοί φορείς ενάσκησης κοινωνικής πολιτικής, δια μέσου των συνδικαλιστών τους συνεχώς φωνάζουν, αδικαιολόγητα κατά κανόνα, για νέες προσλήψεις και αύξηση της χρηματοδότησης ενώ αντιδρούν λυσσαλέα σε κάθε απόπειρα ελέγχου και λογοδοσίας.

Το μονοπώλιο, κρατικό ή ιδιωτικό επιβάλλει τιμές και ποσότητες πάνω και κάτω αντίστοιχα από εκείνες που θα μπορούσε να προσφέρει η ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά. Έτσι, αφενός επιβαρύνει υπερβολικά τον καταναλωτή του και αφετέρου το ίδιο αντλεί υπερκέρδη που ονομάζονται μονοπωλιακή πρόσοδος. Υπάρχει η λαθεμένη αντίληψη ότι ένα κρατικό μονοπώλιο είτε θα μπορούσε να εξαφανίσει την μονοπωλιακή του πρόσοδο «παίζοντας» σάμπως να ήταν ανταγωνιστικό, είτε να διαθέσει την πρόσοδό του υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Και τα δύο έχουν αποδειχτεί, στην πράξη, απλή φενάκη: Το μονοπώλιο ποτέ του δεν θα θελήσει να μάθει που είναι η ισορροπία του πλήρους ανταγωνισμού επειδή απλούστατα σε μια μονοπωλιακή αγορά δεν υπάρχει μηχανισμός που να αποκαλύπτει το ανταγωνιστικό σημείο ισορροπίας. Αλλά, ούτε και θα διαθέσει την μονοπωλιακή του πρόσοδο υπέρ του κοινού συμφέροντος, διότι θα ενδυναμώνει συνεχώς τα συνδικάτα του να ασκούν το προνόμιό τους και να διεκδικούν συνεχώς και περισσότερες άμεσες ή έμμεσες απολαβές. Ακόμη και αν έχει «διανεμόμενα» υπερκέρδη, αυτά θα κατευθύνονται στον κρατικό προϋπολογισμό και εκεί θα χάνουν την ταυτότητά τους μέσα σε ένα χάος κακοδιοίκησης και διαπλοκής, ή πελατειακών σχέσεων όπως έχουμε δει να γίνεται μπροστά στα μάτια μας όλα αυτά τα χρόνια.

Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει για να εξυπηρετηθούν καλλίτερα τα συμφέροντα των υποκειμένων μιας κοινωνικής πολιτικής; Το συμπέρασμα είναι απλό. Το δημόσιο και οι φορείς του πρέπει να παίξουν τον ρόλο «μονοψωνιτή ή ολιγοψωνιτή» και να αφήσουν την αγορά να μεγιστοποιήσει την παραγωγή και να ελαχιστοποιήσει τις τιμές εις όφελος των υποκειμένων της συγκεκριμένης κοινωνικής πολιτικής. Αυτή η τακτική είναι αυτό που ονομάζεται «outsourcing”, που σε ότι αφορά το δημόσιο έχει ειδικότερη σημασία σε σύγκριση προς την γενική τακτική της «εξωτερικής προμήθειας» που ασκούν πολλές επιχειρήσεις για να καρπωθούν τα πλεονεκτήματα που έχει η ειδικευμένη παραγωγή εξαρτημάτων η βοηθητικών υπηρεσιών σε σχέση με το δικό τους τελικό προϊόν. Για το δημόσιο, που εξ ορισμού είναι μοναδικό, υπάρχει, μάλιστα, και η πιθανότητα ο πάροχος αλλά όχι παραγωγός του συγκεκριμένου κοινωνικού αγαθού η κοινωνικής υπηρεσίας, να καρπωθεί υπέρ της πολιτικής του το λεγόμενο «μονοψωνικό πλεόνασμα» η αλλιώς την «μονοψωνιακή του πρόσοδο», εξασφαλίζοντας καλλίτερες τιμές από ότι θα μπορούσε να προσφέρει μια πλήρως ανταγωνιστική αγορά. Βέβαια, θεωρητικά, μια τέτοια κατάσταση πάει κόντρα στη θεωρία της αποτελεσματικής αγοράς, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει για τις κοινωνικές πολιτικές, αφού βασική τους προϋπόθεση, έτσι κι αλλιώς, είναι ότι εξυπηρετούν ανάγκες που για λόγους ηθικούς πρέπει να βρίσκονται εκτός αγοράς σε ότι αφορά την διανομή και προσφορά τους. Σε μια πολιτική υγείας, για παράδειγμα, δεν έχει νόημα (έχει όμως προγραμματική σημασία) να κάνουμε έρευνα αγοράς για να δούμε ποια είναι η ζήτηση υπηρεσιών υγείας με όρους αγοράς. Ο στόχος της ισότητας πρόσβασης υπερβαίνει την λογική της οικονομικής δυνατότητας του ατόμου.

Είναι αλήθεια, ότι μια τέτοια κατάσταση διαμορφώνει σοβαρά προβλήματα πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Μια πολιτική «εκμετάλλευση» της δεσπόζουσας θέσης του δημοσίου – δηλαδή όταν το παρακάνουμε- μπορεί να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα ολόκληρης της οικονομίας. Επίσης, αν μέσα στην πολιτική κουλτούρα του κρατικού μονοψωνίου εμφωλεύει η πελατειακή σχέση ή/και η διαπλοκή, τότε το σύστημα μπορεί να γεννήσει εκτεταμένη διαφθορά. Αυτό, όμως, είναι ένα πολιτικό ρίσκο που δεν μπορεί καμία κυβέρνηση να αποφύγει με τεχνάσματα. Ανήκει στον χώρο της ευθύνης της να διαχειριστεί τα πράγματα με την απαιτούμενη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο που χρειάζεται. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η αφετηρία αυτή είναι λιγότερο επικίνδυνη για το πολιτικό σύστημα από ότι είναι ο κρατικός σοσιαλισμός. Τα ιστορικά παραδείγματα που έχουν συσσωρευτεί ήδη, πείθουν περί αυτού.

Η θέση μιας σοσιαλδημοκρατικής πλατφόρμας, προφανώς, πρέπει να περιέχει την πολιτική αυτής της μορφής για την ενάσκηση της πλούσιας και ιδεολογικά ευρείας κοινωνικής πολιτικής που αναλαμβάνει να εφαρμόσει μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση.