Ούτε η βαθιά ανάσα που πήρε η χώρα από τις εκλογές φτάνει για να βγάλει τον μεγάλο ανήφορο που έχει μπροστά της, ούτε το μετεκλογικό καταλάγιασμα των εντάσεων μπορεί να διασκεδάσει τους φόβους για αναζωπύρωση των βιαιοτήτων. Ξεκινάμε μάλιστα τη δύσκολη πορεία αναγκασμένοι να συμβιώσουμε με ένα αλλόκοτο κατάλοιπο των εκλογικών αναμετρήσεων: το Μνημόνιο, το μοναδικό (πλήρες ή μη, με ή χωρίς αδυναμίες) επεξεργασμένο σχέδιο που έχει κατατεθεί, κατάντησε σχεδόν «βρόμικη» λέξη, ενώ απεναντίας πληθαίνουν οι στομφώδεις δηλώσεις για ανύπαρκτα, προς το παρόν τουλάχιστον, «σχέδια ανασυγκρότησης της οικονομίας». Τούτων και άλλων δοθέντων, αναρωτιέται κανείς πώς θα πρέπει να πορευτούμε.
Εκ των πραγμάτων, ένα πρώτο, λίαν ευπρόσδεκτο βήμα θα ήταν ο ειλικρινής προσανατολισμός των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης προς τον πραγματισμό. Αυτονόητη προϋπόθεση, διότι αν είναι να συνυπάρξουν στην καθημερινή διακυβέρνηση θα πρέπει να αφήνουν τις «αφηγήσεις» τους στο βεστιάριο πριν καθίσουν στο τραπέζι να συζητήσουν. Μπορούμε, όμως, να προσδοκούμε πολύ περισσότερα. Μια τέτοια ματιά στα πράγματα, αφενός, αντιπαρατίθεται στις βεβαιότητες που τροφοδοτούν τη βία και, αφετέρου, αποτελεί έναν μπούσουλα μέσα στην τρέχουσα κατάσταση γενικευμένης σύγχυσης.
Όπως τον καταλαβαίνουμε όλοι, ο (πολιτικός) πραγματισμός ταυτίζεται με μια πρακτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση προβλημάτων, απαλλαγμένη από ιδεολογικές δεσμεύσεις, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν τους λήπτες αποφάσεων σε υποτίμηση ή σε στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτό που μετράει σε μια τέτοια προσέγγιση είναι οι ικανότητες και η εμπειρία παρά η ιδεολογία, η επιδεξιότητα προσαρμογής στους αντικειμενικούς περιορισμούς που καθορίζουν τις εφικτές λύσεις, η εστίαση σε συγκεκριμένες καταστάσεις, η επίμονη αναζήτηση του τι λειτουργεί παρά όσων συναρμόζονται με τα ιδεολογήματά μας, άρα η επιδίωξη συμβιβασμών και συναινέσεων, άρα η τόλμη να αλλάζουμε γραμμή πλεύσης.
Αν ο πραγματισμός θεωρείται εύλογη επιλογή για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας σε κανονικές περιόδους, αποτελεί ασφαλώς μονόδρομο στις μεγάλες κρίσεις, όταν οι βεβαιότητες και οι ορθοδοξίες αποσυντίθενται, και αναγκαστικά πρέπει να εκπονούνται λύσεις με τη λογική «της δοκιμής και του λάθους» και έχοντας αποδεχθεί θαρραλέα την εγγενή αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων τους. Μια ματιά στην Ιστορία και στον σημερινό κόσμο το επιβεβαιώνει. Ως πραγματιστές έχουν καταγραφεί ο Φ. Ρούσβελτ και ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ως πραγματιστές αναγνωρίζονται ο Μπ. Ομπάμα (J. T. Kloppenberg, Reading Obama: Dreams, Hope, and the American Political Tradition. Princeton University Press, 2011) και ο Φ. Ολάντ («Le Monde», 08.05.2012). Δεν είναι επίσης διόλου ευκαταφρόνητο παράδειγμα ο Τζ. Μ. Κέινς, του οποίου η ιδιοφυία συνίστατο, κατά τον Μάρτιν Γουλφ, στην επιμονή του ότι «θα πρέπει να προσεγγίζουμε ένα οικονομικό σύστημα όχι σαν ηθογραφικό έργο, αλλά ως τεχνική πρόκληση («Financial Times», 23.12.2008).
Στον κάλλιστο των δυνατών κόσμων, μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο στενά νοούμενος πολιτικός πραγματισμός, που ορθώς έχει κατηγορηθεί ότι συχνά συρρικνώνεται σε κυνικό ρεαλισμό, θα εδράζεται στις στέρεες βάσεις της φιλοσοφικής του παράδοσης. Βγαλμένος από την τραυματική εμπειρία του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, του οποίου τις αιτίες προσπάθησε να θεραπεύσει («η βεβαιότητα οδηγεί στη βία»), ο φιλοσοφικός πραγματισμός αντιπαρατέθηκε στον δογματισμό και τις αιώνιες αλήθειες. Η αφετηρία του ήταν ριζοσπαστική. Αφού δεν μπορούν να απαντηθούν αξιόπιστα τα κεντρικά ερωτήματα της φιλοσοφίας, ηθικής και πολιτικής, η εγκυρότητα των πεποιθήσεων θα πρέπει να ελέγχεται από τις πρακτικές τους συνέπειες και, συνεπώς, η συνεχής διερεύνηση θα πρέπει να αντικαταστήσει τις δογματικές διακηρύξεις. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η δημοκρατία εμπλουτίζεται. Συστατικό της στοιχείο καθίσταται ο κατά Ντιούι «πειραματισμός» (με την έννοια των φυσικών επιστημών), ο οποίος αφενός επιτρέπει την αμφισβήτηση των εδραιωμένων πεποιθήσεων και, αφετέρου, αποτελεί την πλέον αξιόπιστη μέθοδο παραγωγής λύσεων σε προβληματικές καταστάσεις.
Όλα αυτά θα μπορούσαμε επίσης να τα δούμε ως επιταγές της κοινής λογικής. Μια χώρα υπερτροφικής ρητορείας, που έχει λύσεις για όλα τα «μεγάλα» ζητήματα και χάνει τ’ αβγά και τα πασχάλια στα «μικρά», μια χώρα του «περίπου» που ουδέποτε έμαθε να μετράει, που αστραπιαία μεταπίπτει από το «στ’ άρματα, στ’ άρματα» στην κατάθλιψη, χρειάζεται να αποκαθαρθεί από τοξικά ιδεολογήματα, ούτως ώστε να αναμετρηθεί με το συγκεκριμένο και το αποτελεσματικό, με την αβεβαιότητα και το ρίσκο.
Δυστυχώς, ο πραγματισμός δεν είναι θελκτικός. Δεν ανεβάζει την αδρεναλίνη μας. Δεν έχει έτοιμες απαντήσεις για όλα. Δεν προτείνει περιπέτειες. Το γνωρίζουμε: τα οράματα μάς συγκινούν, οι μεγα-σχεδιασμοί μάς σαγηνεύουν. Ενθουσιασμένοι από την «ανακάλυψή» τους, κάποιοι μας πληροφορούν αυτάρεσκα πως όλα τα δεινά μας οφείλονται στο ότι «δεν έχουμε όραμα», ότι «δεν έχουμε ηγέτες». Μόνο που η κοινωνία δεν είναι πιτσαρία: ούτε κατά παραγγελία οράματα μπορούμε να έχουμε, ούτε ηγέτες. Και όχι σπάνια, το κόστος συναρπαστικών οραμάτων και λαοφιλών ηγετών αποδεικνύεται δυσθεώρητο, ιδίως σε περιόδους πολυδιάστατων κρίσεων στις οποίες αναζητούμε απελπισμένα ένα αποκούμπι.
Ο πραγματισμός ίσως δεν συναρπάζει, αλλά έχουμε επίσης μπουχτίσει από επικολυρικές «αφηγήσεις». Λίγη αυτοσυγκράτηση δεν θα έβλαπτε. Είναι καιρός πλέον να σηκώσουμε τα μανίκια, να στύψουμε το κεφάλι μας προκειμένου να οριοθετήσουμε τα προβλήματα, να παραγάγουμε ιδέες και λύσεις, να απλοποιήσουμε πολύπλοκα συστήματα που μας καταδυναστεύουν, να εξορθολογήσουμε δομές και διεργασίες. Ο σκεπτικισμός απέναντι στον δογματισμό και την απολυτότητα, η εξισορρόπηση μεταξύ αρχών και αποτελεσματικότητας, η λογική του πειραματισμού πάνε χέρι-χέρι με τη συλλογική λήψη των αποφάσεων και τις συναινετικές διαδικασίες. Κοντολογίς με τη δημοκρατία.
Ο Κ. Π. Αναγνωστόπουλος, είναι Καθηγητής ΔΠΘ, Πρόεδρος-Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ)