Τις τελευταίες εβδομάδες, τόσο ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, αλλά και δημοσιεύματα και δηλώσεις οικονομικών παραγόντων και έγκυρων αρθρογράφων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα σταθεροποιείται και η έξοδος από την κρίση είναι κοντά. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις διεθνών οίκων και μέρους των περιβόητων αγορών, εκτιμούν ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ ενθαρρυντικές και ίσως η πολυαναμενόμενη ανάπτυξη είναι προ των πυλών. Ανάλογες αναφορές διατυπώνουν με έκδηλη αμηχανία, ο Ευάγγελος Βενιζέλος και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, καθώς βλέπουν να “αποδίδει” η πολιτική των Μνημονίων την οποία υποχρεώθηκε , αλλά με τον Αντώνη Σαμαρά να εισπράττει τα εύσημα, ενώ ο Φώτης Κουβέλης, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, βλέπει μεν θετικά τις οικονομικές εξελίξεις, είναι όμως συγκρατημένος και επιφυλακτικός. Είναι ωστόσο βάσιμη αυτή η αισιοδοξία και η εκτίμηση ότι η Ελλάδα βγαίνει στο ξέφωτο; Έτσι είναι, αν έτσι νομίζουμε.
.
Μπορεί από οικονομικής καθαρά πλευράς, τα οικονομικά δεδομένα που διαμορφώνονται εντός και εκτός της χώρας, να δείχνουν ότι το σκληρό πρόγραμμα προσαρμογής που επιβάλλει το Μνημόνιο “μάλλον βγαίνει” και συνεπώς, οι αναφορές του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, κατά κύριο λόγο, να μην είναι στον αέρα. Και πράγματι, κάτι γίνεται, μετά από έξι χρόνια ύφεσης και τρία – τέσσερα χρόνια περικοπών και λιτότητας.
.
Αυτή ωστόσο είναι η οικονομίστικη και μονοδιάστατη προσέγγιση της κρίσης που βιώνει η Ελλάδα. Γιατί περιορίζεται στην οπτική ότι το πρόβλημά μας είναι μόνο οικονομικό και εφόσον το αντιμετωπίσεις με σταθερή πολιτική λιτότητας, κάποια στιγμή θα ξεπεραστεί. Οι βαθύτερες αιτίες που προκάλεσαν την οικονομική κρίση, παραμένουν ισχυρές, ανθίστανται και ελάχιστα έχουν γίνει για να τις αντιμετωπίσουμε. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προχωρούν σαν τον κάβουρα, με αγκυλώσεις, εμπόδια και τρικλοποδιές από τα συμπλέγματα εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, κόμματα, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ, επιχειρηματίες, συνδικάτα), όσοι δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ασκούν πολιτική, δεν έχουν αναλάβει τις ευθύνες για τη στάση τους και κυρίως εμφανίζονται απρόθυμοι να προσαρμοσθούν και να εξαλείψουν τις παθογένειες, που για δεκαετίες καλλιέργησαν και οδήγησαν στην εκτεταμένη κατάρρευση της χώρας. Υπερασπίζονται τις στρεβλώσεις και τις θεσμικές ανεπάρκειες που οι ίδιοι διαμόρφωσαν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και επιμένουν να κινούνται οι περισσότεροι εξ αυτών, ωσάν να μην τους αφορά η δοκιμασία που όλοι περνάμε, ή να κινούνται στη λογική “να την βολέψω εγώ” κι ας είναι εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας που υποφέρει. Ασφαλώς και υπάρχουν εξαιρέσεις, παράδειγμα η στάση της ΔΗΜΑΡ, η οποία, παρά τις επιμέρους αδυναμίες ή την απειρία της, συμμετέχει στην κυβέρνηση συναισθανόμενη τις δυσκολίες στη χώρα, την ώρα που η πελατειακή νοοτροπία επανακάμπει από την ΝΔ , η λογική των “δικών μας παιδιών” εμφανίζεται πάλι απροκάλυπτα με την τοποθέτηση αμφιλεγόμενων προσώπων σε τομείς του κρατικού μηχανισμού, η φαυλότητα και η υπεροψία υπουργών γίνεται καθημερινά εμφανής και η υπερσυντηρητική ιδεολογία της Δεξιάς προβάλλεται ,στην περίπτωση του αντιρατσιστικού νόμου, της ιθαγένειας, αλλά και στην άσκηση μεγάλου μέρους της κυβερνητικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι πελατειακές αντιδράσεις για την ελάχιστη φορολόγηση των αγροτεμαχίων. Η διαφθορά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, είναι ακόμη κυρίαρχα. Επίσης, η νοοτροπία του “κρατικοδίατου καπιταλισμού”, από μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου δεν έχει αλλάξει, το είδαμε στο φλερτ του προέδρου του ΣΕΒ με τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ και το “σύστημα” επιδιώκει να διασφαλίσει το ρόλο του, την επόμενη μέρα.
.
Το γεγονός ότι οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις παραμένουν διάσπαρτες, διευκολύνει τα πράγματα. Με δεδομένο ότι το «συμμάζεμα» στην οικονομία είναι ανυπέρβλητο, λόγω και της εμμονής των ευρωπαίων εταίρων, ίσως το νέο πεδίο προοδευτικής και συντηρητικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης, είναι το περιεχόμενο και η ποιότητα των μεταρρυθμίσεων. Αυτές, σε συνδυασμό με την διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, θαρρώ ότι θα προσδιορίσουν την πορεία της Ελλάδας στις επόμενες δεκαετίες.