Σαν σήμερα πριν σαράντα έξι χρόνια, τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν ήδη εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία ( η εισβολή άρχισε στις 10 το βράδυ της 20ης Αυγούστου).
Όταν στις 5 Ιανουαρίου 1968 ο Ντούμπτσεκ και η ομάδα του αναλάμβαναν την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας μετά από έντονη εσωκομματική πάλη με τους σκληροπυρηνικούς του Νοβότνυ, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την τραγική κατάληξη της διαδικασίας να δοθούν, στο βάρβαρο πρόσωπο του σοσιαλισμού, ανθρώπινα χαρακτηριστικά .Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ξεκινά αργά και με συμβιβασμούς, όμως η δημοσίευση στις 9 Απριλίου 1968 του προγράμματος για τον τσεχοσλοβακικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό καθιστά σε όλους πρόδηλο πως κάτι συμβαίνει στην Τσεχοσλοβακία.
Η αποστεωμένη ηγεσία του Κρεμλίνου το καταλαβαίνει και αυτή και ανησυχεί. Το μικρόβιο δεν πρέπει να εξαπλωθεί. Το ποτήρι ξεχειλίζει για αυτούς όταν στις 27 Ιουνίου 1968 κάνει την εμφάνιση του ένα κείμενο που επιγράφεται «το μανιφέστο των 2000» που ζητά από τον Ντούμπτσεκ πιο γρήγορους ρυθμούς στην πορεία του εκδημοκρατισμού της χώρας. Το κείμενο το υπογράφουν σημαντικές προσωπικότητες της Τσεχοσλοβακικής κοινωνίας και αποτελεί όπως φάνηκε τον καταλύτη των εξελίξεων. Το εγχείρημα δεν είναι πια μια ενδοκομματική υπόθεση αλλά το υιοθετεί και το αγκαλιάζει η κοινωνία. Οι πιέσεις των σοβιετικών πλέον αλλάζουν μορφή και οι προειδοποιητικές βολές που μέχρι τότε έριχναν οι «δορυφόροι» της Μόσχας γίνονται πλέον συντονισμένες κινήσεις που δηλώνουν ότι η Τσεχοσλοβακία πρέπει να επανέλθει στον δρόμο του προλεταριακού διεθνισμού. Η συνάντηση που γίνεται τον Ιούλιο των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας χωρίς την παρουσία των Τσεχοσλοβάκων, σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της « Άνοιξης της Πράγας». Ο Ντούμπτσεκ αντιλαμβάνεται πλέον ότι για την υπόθεση που υποστηρίζει αυτός και η ηγετική ομάδα του κόμματος δεν υπάρχουν περιθώρια αμφιταλαντεύσεων, υποχωρήσεων και συμβιβασμών. Έτσι απευθυνόμενος στον λαό, μαζί με τον πρόεδρο Σβομποντα , αλλά και στους Σοβιετικούς, τονίζει την αποφασιστικότητα του για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Alea jacta est.
Στις 10 το βράδυ της 20ης Αυγούστου 1968 τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας (πλην Ρουμανίας) εισβάλλουν στην Τσεχοσλοβακία. Χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους της Πράγας , στήνοντας οδοφράγματα και αποδοκιμάζοντας τους εισβολείς, ενώ ο Ντούμπτσεκ προχωρεί σε μια εντυπωσιακή κίνηση. Επισπεύδει το προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο, 14ο συνέδριο του κόμματος και το συγκαλεί εκτάκτως στις 22 Αυγούστου 1968. Οι χίλιοι ενενήντα τέσσερεις αντιπρόσωποι στηρίζουν την ηγεσία τους και προκηρύσσουν γενική απεργία. Ο Ντούμπτσεκ και άλλα τέσσερα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης συλλαμβάνονται, μεταφέρονται στην Μόσχα και «συναντώνται» με την Σοβιετική ηγεσία. Η παρουσία των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία καθιστά άνευ νοήματος κάθε διαπραγμάτευση. Ηττημένοι οι Τσεχοσλοβάκοι μεταρρυθμιστές ηγέτες, υπογράφουν στις 26 Αυγούστου 1968 το «πρωτόκολλο της Μόσχας» που ουσιαστικά δρομολογεί την μετάβαση στο status quo ante. Με μια αργόσυρτη και βασανιστική διαδικασία που κρατά μέχρι την άνοιξη του 1969 , ξηλώνονται όλες οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ενώ οι σκληροπυρηνικοί, με επικεφαλής τον Χούζακ και σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής ακυρώνουν το έκτακτο 14ο συνέδριο. Τον Ιανουάριο του 1969 έχουμε την αυτοπυρπόληση του Γιάν Πάλατς που συγκλόνισε τον κόσμο ,μαζικές αντισοβιετικές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις της Τσεχοσλοβακίας που αντιμετωπίζονται με πρωτοφανή βιαιότητα και τέλος ως φυσική κατάληξη όλων των παραπάνω ,ο Χούζακ και οι φιλοσοβιετικοί αναλαμβάνουν πλήρως την εξουσία(Απρίλιος 1969). Η επιστροφή στο παρελθόν έχει συντελεστεί.
Στην διεθνή σκηνή οι αντιδράσεις των συντηρητικών και φιλελεύθερων κομμάτων ήταν αναμενόμενες και έντονες. Το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ καταδίκασαν την εισβολή και αυτό αποτέλεσε ακόμα ένα ίχνος της διαφαινόμενης ανεξαρτησίας από το διεθνές καθοδηγητικό κέντρο. Ο Τίτο και ο Τσαουσέσκου τάχθηκαν με το μέρος του ανατραπέντος Ντούμπτσεκ. Στα καθ’ ημάς το Γραφείο Εσωτερικού του ΚΚΕ καταδίκασε απερίφραστα την εισβολή ενώ το Γραφείο Εξωτερικού του ΚΚΕ επιδοκίμασε την Σοβιετική εισβολή.
Η κατάληξη της Άνοιξης της Πράγας έδειξε ότι ανθρωπισμός, δημοκρατία και σοσιαλισμός είναι έννοιες ασύμβατες. Τις φιλελεύθερες αρχές, τον ουμανισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, έγινε πλέον φανερό ότι μόνο το αστικό πολιτικό σύστημα μπορούσε και μπορεί να εγγυηθεί.
Οι θεωρητικές αναζητήσεις των ευρωκομμουνιστών, που ας σημειωθεί έγιναν κάτω από την «προστασία» των Νατοϊκών πυραύλων, ευτυχώς η δυστυχώς δεν βρήκαν εφαρμογή στην πράξη. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε και την εξαέρωση του ευρωκομμουνισμού, κάτι που αφήνει πολλά ερωτηματικά για το βάθος και το εύρος των θεωρητικών επεξεργασιών του. Ήταν μια κατασκευή που προσπάθησε να λειτουργήσει -έστω αιρετικά- στο χώρο της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Όταν η τελευταία κατέρρευσε συμπαρέσυρε και την ευρωκομμουνιστική εκδοχή της.
Έτσι το «πείραμα της Άνοιξης της Πράγας» αποτελεί την μόνη ιστορική απόπειρα αλλαγής προς την δημοκρατική κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
ΥΓ. Όταν χρησιμοποιώ τον όρο «σοσιαλισμός», τον χρησιμοποιώ με το νόημα που έχει αποκτήσει με βάση την κοινώς αποδεκτή ιστορική εμπειρία που είναι ο υπάρξας σοβιετικός σοσιαλισμός.