Διαβάζοντας τη διακήρυξη συναντίληψης των τριών κομμάτων που συνέστησαν τη νέα Κυβέρνηση, χάρηκα για το πρώτο πείραμα πολιτικής συνεργασίας στη χώρα μας μετά την εποχή του δικομματισμού. Αλλά και προβληματίστηκα έντονα για το τι μπορεί να σημαίνει στην πράξη, πολιτικά και ιδεολογικά, αυτή η πλατφόρμα. Αυθόρμητα, μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ αρχικά με τη διλημματική λογική της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής κριτικής και να αναρωτηθώ, τι από τα δύο συμβαίνει; Η σοσιαλδημοκρατία προσχώρησε στη νεοδεξιά, ή η νεοδεξιά προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατία; Η βαθύτερη διαλεκτική λογική μου, όμως, αμέσως απέρριψε το δίλημμα. Ούτε το ένα συνέβη, μήτε το άλλο, μου είπε. Απλώς, εξ ανάγκης, σιωπηρά και ανεπαίσθητα οι συνεργαζόμενοι τράβηξαν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρόν εκσυγχρονιστικό πρόταγμα και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα της συνεργασίας τους, που άφησαν επί του παρόντος (τουλάχιστον) κενό και απροσδιόριστο. Ως όφειλε, άλλωστε. Αλλά επί του παρόντος. Στην πράξη, όμως, το κενό αυτό αναπότρεπτα θα συμπληρωθεί και μάλιστα πολύ σύντομα, υπό την πίεση των πραγμάτων. Το ζήτημα είναι αν θα συμπληρωθεί προγραμματισμένα, ή απλώς με το γνωστό ελληνικό καιροσκοπικό οπορτουνισμό. Δηλαδή, θα φανεί αν μπορεί να διατηρηθεί η κουλτούρα των πολιτικών συνεργασιών παρά την ιδεολογική διαφοροποίηση, ή η κατάσταση θα διολισθήσει στις παλιές γνώριμες πολώσεις, που τόσα δεινά έχουν επισωρεύσει στην κοινωνία μας, οπότε η κυβέρνηση θα διαλυθεί εκ των έσω. Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο μέρος από το κατά πόσον θα μπορέσουν τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς να διαμορφώσουν ένα σοσιαλδημοκρατικό λόγο, με αναφορά σε σημεία που ήδη έχουν συμφωνηθεί στο πρωτόκολλο συνεργασίας με την ΝΔ, ώστε να φανεί έκγλυφα και κατανοητά η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σοσιαλδημοκρατικό και στον «απλό εκσυγχρονιστικό» λόγο τους. Προφανώς, ο πραγματικός λόγος της τριμερούς συνεργασίας είναι η επίτευξη των εκσυγχρονιστικών στόχων που τέθηκαν εξ αφορμής των δανειακών και λοιπών σωστικών συμβάσεων, ως ριζική αντιμετώπιση των βασικών αιτίων της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Σε μια αναταγμένη οικονομία και κοινωνία, προφανώς η σοσιαλδημοκρατία έχει πια το λόγο της για να προωθήσει τη λύση του «κοινωνικού ζητήματος» στα διάφορα επίπεδά που εμφανίζεται, διαφοροποιούμενη από τη συντηρητική κεντροδεξιά. Από την ικανότητά της να ενεργήσει με ισορροπία πάνω και στα δύο αυτά πεδία, θα εξαρτηθεί και η βιωσιμότητα του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος.
Ας διατυπώσουμε, λοιπόν, σαφέστερα το ζήτημα και ύστερα ας προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε μιαν απάντηση με τη μορφή υπόθεσης εργασίας, ως πρώτο βήμα για μια μελλοντική βαθύτερη συζήτηση.
Το ζήτημα που προτείνω να σκεφτούμε λίγο αναλυτικότερα από τον συνηθισμένο δημόσιο πολιτικό λόγο, είναι το εξής: Η κρίση που έρχεται να αντιμετωπίσει η τρικομματική κυβέρνηση, είναι άραγε η τελική κρίση κοινωνικού συστήματος (όπως επαγγέλλεται λ.χ. το σταλινικό ΚΚΕ), ή μήπως πρόκειται για κρίση ανωριμότητας του δικού μας πολιτικού συστήματος, που προσέκρουσε στα όρια της προσαρμοστικότητάς του στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό; Και αν συμβαίνει το δεύτερο, τι περιθώρια έκφρασης έχει η σοσιαλδημοκρατία μέσα στο πλαίσιο αυτό;
Προφανώς, λοιπόν, αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά στην ελληνική κρίση και όχι στην ευρωπαϊκή ή και την υπερκείμενη παγκόσμια, που συνιστούν, για τα εδώ συμφραζόμενα, απλώς «περιβάλλον» μέσα στο οποίο εξελίσσεται η δική μας. Για να κοντύνω το λόγο, η άποψή μου είναι ότι συμβαίνει το δεύτερο. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή, είτε έχει καθυστερήσει να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που παρέχει το σύστημα της ελεύθερης αγοράς υπό συνθήκες δημοκρατίας, είτε έδωσε στρεβλές λύσεις στις σχετικές προκλήσεις και ευκαιρίες, είτε και τα δύο. Η έννοια της καθυστέρησης, προσδιορίζεται πρακτικά σε σχέση με τα επιτεύγματα άλλων χωρών με παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και κυρίως των ευρωπαϊκών. Η Ελλάδα, με λίγα λόγια, δεν συγχρονίστηκε με τις άλλες (εν προκειμένω τις ευρωπαϊκές) χώρες που ακολουθούν το ίδιο με αυτήν κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα. Έτσι τίθεται απλουστευμένα το ζήτημα του εκσυγχρονισμού για τη χώρα μας. Με ένα συνοπτικό αφορισμό, θα έλεγα ότι εδώ αναφερόμαστε στην ελληνική κρίση, όπως τόσο ξεκάθαρα περιγράφεται στο πρόσφατο βιβλίο των Μητσόπουλου-Πελαγίδη (Κατανοώντας την Κρίση στην Ελλάδα).
Η τρικομματική κυβέρνηση σχηματίστηκε με βάση μια συμφωνία που στην ουσία της αναφέρεται στην αναθεώρηση ενός κατά βάση διεθνούς σχεδίου (των μνημονίων κ.λπ.), που αποβλέπει κυρίως στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, προκειμένου να καταστεί ικανό να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική κρίση που υπήρξε απότοκος και όχι αιτία της κατάρρευσης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος.
Αν είναι ορθή αυτή η γενική και συνοπτική ερμηνεία της συμφωνίας των τριών κομμάτων, τότε, ποια στοιχεία της συμφωνίας αυτής κινούνται αποκλειστικά μέσα στα όρια του εκσυγχρονισμού και ποια περιθώρια αφήνει η συμφωνία για τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς να εκφράσουν τη σοσιαλδημοκρατική τους θέση, χωρίς να θέσουν σε ανατρεπτικό κίνδυνο την κυβέρνηση συνεργασίας;
Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε για να απαντήσουμε σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, είναι να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια την έννοια του εκσυγχρονισμού. Στη συνέχεια, θα ταξινομήσουμε τα σημεία της τριμερούς συμφωνίας, σε «εκσυγχρονιστικά» και «εν δυνάμει σοσιαλδημοκρατικά». Στο τέλος, θα δοκιμάσουμε να ορίσουμε τα όρια «σοσιαλδημοκρατικής κριτικής», μέσα στα οποία, τα δύο κεντροαριστερά κόμματα της συμμαχίας, μπορούν να κινηθούν χωρίς ανατρεπτικές συνέπειες.
Στη θεωρία, ο όρος «εκσυγχρονισμός» δεν είναι αδιαμφισβήτητα ξεκαθαρισμένος ως προς την έννοια και το πραγματολογικό περιεχόμενό του. Μπορούμε, παρά ταύτα, να διακρίνουμε δύο δεσπόζουσες ερμηνείες, τις οποίες, για να συνεννοούμεθα και μόνο, μπορούμε να τις ονομάσουμε Βεμπεριανή τη μία και Μαρξική την άλλη. Κατά τη Βεμπεριανή αντίληψη, ο εκσυγχρονισμός είναι η συνέχεια της απομάγευσης του κόσμου που έφερε η νεωτερικότητα. Πρόκειται για μια κυλιόμενη συνεχή διαδικασία, που οδηγεί σε συνεχώς μεγαλύτερης έκτασης βάθος εξορθολογισμού την κοινωνική ζωή στις διάφορες εκφάνσεις της. Κατά την εκδοχή του Parsons, η κυλιόμενη αυτή διαδικασία δεν έχει ούτε αυστηρά ντετερμινιστικό μη τελεολογικό χαρακτήρα, αλλά παρά ταύτα οδηγεί σε μια συνεχή εμβάθυνση και επέκταση του ορθολογισμού, ως συνέπεια κάποιων πρότερων ανάλογων κατακτήσεων. Ειδικότερα για την εποχή μας, και ως αποτέλεσμα την επικράτηση της κουλτούρας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, κρίσιμο χαρακτηριστικό του εκσυγχρονισμού μας είναι η αποδυνάμωση της οικογένειας και της τοπικής κοινότητας και η ενίσχυση του ατόμου ως συστατικής μονάδας των κοινωνιών μας, σε μια ολοένα διευρυνόμενη κατανόηση της. Από την τοπικότητα στη διεθενικότητα και από αυτή στην παγκοσμιοποίηση. Η ατομοκρατία και ο ατομοκρατικός ναρκισσισμός, είναι και αυτά νέα χαρακτηριστικά της μετενεωτερικότητάς μας, που θέτουν πολλά και ενδιαφέροντα ζητήματα ιδεολογίας και πολιτικής. Τέλος, η άποψη αυτή αποφεύγει να εξιδανικεύσει τον εκσυγχρονισμό, αποδεχόμενη ότι αυτός φέρει καλά και αγαθά, αλλά ταυτόχρονα και σημαντικά ρίσκα που οι κοινωνίες οφείλουν να υπολογίσουν και να αντισταθμίσουν. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των ιδεολογιών στην πολιτική και την κουλτούρα. Ο εκσυγχρονισμός, προφανώς, δεν εξαφανίζει μήτε την ιδεολογία, πολύ δε περισσότερο την Ιστορία.
Στην μαρξική αντίληψη, ο εκσυγχρονισμός ακολουθεί τους ντετερμινιστικούς νόμους του ιστορικού υλισμού, που έχει ως τέλος της ιστορίας της μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Κάθε προηγούμενο στάδιο, αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά όχι ως ομαλή γραμμική διαδικασία, αλλά ως στάδιο με τις εσωτερικές αντιφάσεις του οδηγούν στην αναίρεσή του και κινούν την ιστορία στο επόμενο ενδιάμεσο σταθμό της. Μέχρι να φτάσουμε στο τέρμα της αταξικής κοινωνίας, όπου αυτομάτως θα έχει καταργηθεί και το κράτος, καθώς και η πολιτική, ως ανασθρώσκουσα από την κρατική εξουσία κοινωνική λειτουργία.
Δεν θα με απασχολήσει η μαρξική αντίληψη, επειδή δεν πιστεύω στα θρησκευτικά δόγματα. Με θλίψη ομολογώ, επειδή με αυτόν τον αφορισμό που αναγκαστικά εξοπλίστηκα, περνώ ένα λάθος μήνυμα στον αναγνώστη μου, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει ότι κατά την άποψή μου, η μαρξική ανάλυση μπορεί να αποδώσει θησαυρούς όταν δεν την πάρουμε ως δόγμα και λαϊκή θρησκεία. Ας είναι. Θα σταθώ στη βεμπεριανή αντίληψη για να την χρησιμοποιήσω ως κριτήριο διάκρισης των πολιτικών εξελίξεων των ημερών μας ανάμεσα σε εκσυγχρονιστικά προτάγματα και πιθανά σοσιαλδημοκρατικά. Θυμίζω ότι τελικά θέλω να απαντήσω στο ερώτημα αν η πλατφόρμα που συμφωνήθηκε για την τρικομματική κυβέρνηση, αφήνει περιθώρια σοσιαλδημοκρατικής δράσης των δύο κεντροαριστερών εταίρων.
Να ξεκινήσουμε με μια προφανή, αλλά αναγκαία διευκρίνιση. Κάθε εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία, δεν μπορεί παρά να είναι εξ ορισμού και σοσιαλδημοκρατική. Αλλά μόνο «εν μέρει» ή «εν δυνάμει». Δεν νοείται μια σοσιαλδημοκρατία που δεν επιδιώκει διηνεκώς την εξορθολογίκευση των θεσμών και των μεθόδων. Το ίδιο ισχύει και με οποιεσδήποτε δράσεις ή θεσμικές μεταβολές ενισχύουν την εξατομίκευση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Η σοσιαλδημοκρατία, εν τούτοις, δεν αρκείται και δεν εξαντλείται με τον εκσυγχρονισμό. Δεν ταυτίζεται με αυτόν. Τα κύρια προτάγματά της είναι η εξάπλωση και εμβάθυνση της ισότητας στις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, η εύνοια προς τις συλλογικές κοινωνικές μορφές οικονομικής δράσης ως μέσου καλλιέργειας της κοινωνικής αλληλεγγύης και η εμπέδωση της ασφάλειας των κοινωνικών στρωμάτων, που δεν μπορούν με ίδιες δυνάμεις να εξασφαλίσουν το κοινωνικό δίκτυο προστασίας της από τα ρίσκα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Με αυτές τις διευκρινίσεις, μπορούμε τώρα να εφαρμόσουμε το κριτήριό μας για να διακρίνουμε ποια από τα συμφωνηθέντα ανάμεσα στα τρία κόμματα είναι εν τέλει σοσιαλδημοκρατικά. Εξ υπολοίπου θα θεωρήσουμε ότι τα υπολειπόμενα σημεία της συμφωνίας είναι είτε απλώς εκσυγχρονιστικά, είτε νεοφιλελεύθερα, είτε και τα δύο.
Με μια γενναία δόση γενίκευσης, θα τολμούσα να ισχυριστώ, ότι η συντριπτική πλειονότητα των συμφωνηθέντων, ανήκουν στη δεύτερη, την υπολειμματική κατηγορία. Με μια επιφύλαξη, όμως. Όταν μερικά από τα συμφωνηθέντα της κατηγορίας αυτής αναλυθούν σε σχεδιασμένες πολιτικές αποφάσεις για την εφαρμογή τους, θα δείξουν τελικά αν πίσω από το εκσυγχρονιστικό πέπλο τους κρυβόταν μια νεοφιλελεύθερη ερμηνεία της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εξαιρετικά πιθανό και αφορά πολλά σημεία και εκεί θα παιχτούν οι τελικές φάσεις της τριμερούς συμφωνίας και θα αναδειχτεί, στην εφαρμογή, η απόκλιση της συμφωνίας προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων που οπωσδήποτε αποτελεί πρόταγμα εκσυγχρονισμού της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, το μίγμα των ρυθμιστικών πολιτικών που θα εφαρμοστεί, μπορεί να διαφοροποιήσει δραστικά τον τελικό ιδεολογικό προσανατολισμό της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Θα διατηρηθεί η κοινωνική οπτική σε ό,τι αφορά τα φυσικά μονοπώλια, θα στενέψει ή θα διευρυνθεί ο ορισμός των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν στην πράξη και που οι απαντήσεις που επιδέχονται δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες ή μονοσήμαντες.
Έτσι, μας μένει να αναδείξουμε τις ψηφίδες σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής που μπορεί να περιέχει η συμφωνία, θεωρώντας ότι τα υπόλοιπα σημεία της ανήκουν στην κατηγορία των εκσυγχρονιστικών μέτρων, με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου. Υπό την έννοια αυτή, σοσιαλδημοκρατική χροιά φαίνεται να έχουν τα εξής σημεία:
Κατά πρώτο, οι στόχοι που τίθενται για μια ανθρωπιστική διαχείριση των κανόνων της αγοράς εργασίας, αποτελούν αναμφισβήτητα στοιχείο σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας. Αυτό αφορά, λ.χ., στην πρόβλεψε για την αυτονομία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τη ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους μόνο στον προσδιορισμό των κατώτατων αμοιβών.
Δεύτερο, έστω και με έμμεσο και συγκαλυμμένο τρόπο, επιλέγεται ένα πρότυπο ανάπτυξης που δεν θα προσδιορίζει αυτό από μόνο του, δηλαδή με τους αυτοματισμούς της αγοράς, το επίπεδο αμοιβής της εργασίας, αλλά αντίθετα, ένα τέτοιο επίπεδο τίθεται ως προϋπόθεση για την επιλογή του μοντέλου ανάπτυξης. Έτσι, τουλάχιστον, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός πρέπει να επιδιωχθούν χωρίς παραπέρα περικοπές στους μισθούς και τις λοιπές έμμεσες αμοιβές της εργασίας. Είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια τέτοια ερμηνεία σε αυτό το σημείο της συμφωνίας, επειδή, αν το θεωρήσουμε ως έκφραση αυτοσκοπού, υπάρχει ο κίνδυνος να εκληφθεί ως λαϊκιστική παραχώρηση σε έναν παραλογισμό του τύπου «ό,τι και να γίνει, οι αμοιβές εργασίας πρέπει να είναι υψηλές». Αν το εννοούν οι εταίροι της κυβέρνησης, αυτό που έχουν συμφωνήσει είναι ότι επιλέγουν ένα μοντέλο οικονομίας που θεωρεί ως δεδομένο και εγγυημένο τουλάχιστον το επίπεδο λαϊκής ευημερίας που έχει ήδη κατακτηθεί. Δεν επιλέγουν, επομένως, τη στρατηγική τής εκ του μηδενός ανάπτυξης που προτείνει η τρόικα, με την επιβολή της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης.
Τα σημεία που αναφέρονται στην «αποκατάσταση της αδικίας» που έχει γίνει στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, έχουν κι αυτά έντονο σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα, κατά το ότι προϋποθέτουν την αναγνώριση του δικαιώματος των φτωχών και αδυνάμων για ειδική μεταχείριση. Μπορεί η αρχή αυτή να έχει ενσωματωθεί στην πολιτική ατζέντα πολλών συντηρητικών κομμάτων, δεν παύει όμως ν’ αποτελεί βασική έκφραση της σοσιαλδημοκρατικής παραδοχής περί του κοινωνικού δικαιώματος της ισότητας.
Σοσιαλδημοκρατική, επίσης, πρέπει να θεωρηθεί και η συμφωνία που αφορά όλα τα σημεία στήριξης ή και ενίσχυσης του δικτύου κοινωνικής προστασίας. Βαθιά σοσιαλδημοκρατική πρέπει να θεωρηθεί και η αναφορά στις πολιτικές αναζωογόνησης της υπαίθρου, με την επιστροφή σε αυτή νέων νοικοκυριών. Εδώ, βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αναφορά αυτή δεν σχετίζεται με τη σοσιαλδημοκρατία με μόνη τη σχέση της προς ένα ορθολογικό σχεδιασμό της χωροταξίας. Η σχέση της βρίσκεται στην εξισορρόπηση της ζωής της υπαίθρου με την αστική, σε ό,τι αφορά μια σειρά από κοινωνικούς δείκτες που σχετίζονται με την «καλλίτερη ζωή», κατά τη σχετική θεώρηση του Amartya Sen.
Εξ ίσου σοσιαλδημοκρατική μπορούμε να θεωρήσουμε την πρόβλεψη για μέτρα παρέμβασης στην αγορά, προϊόντων για την προστασία του παραγωγού και του καταναλωτή. Φαντάζομαι ότι στην εξειδίκευση των μέτρων αυτών, θα τεθούν τα ζητήματα της εξυγίανσης και επέκτασης του συνεταιριστικού κινήματος, καθώς και του κινήματος των καταναλωτών. Αυτού του είδους οι συλλογικές δράσεις, όταν εκφράζονται με το σωστό ιδεολογικό υπόστρωμα, δεν αποτελούν απλώς εργαλειακές παρεμβάσεις για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, αλλά κατ’ εξοχήν πολιτικές υπέρβασης, έστω και μερικής, των αλλοτριωτικών επιπτώσεων της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, που ασφαλώς πρέπει να ενδιαφέρουν τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα.
Η επιμονή στην αναλογικότητα της φορολογίας, μυρίζει λίγο νεοφιλελευθερισμό, αλλά μάλλον υπάρχει περιθώριο πίεσης για περισσότερη και κυρίως ουσιαστικότερη προοδευτικότητα της φορολογίας, που εξ ορισμού αποτελεί σοσιαλδημοκρατικό φορολογικό πρόταγμα.
Εξίσου σοσιαλδημοκρατική χροιά μπορούμε να δώσουμε και στην πρόβλεψη για τη διατήρηση του κρατικού ελέγχου πάνω στα δίκτυα, προφανώς όχι τόσο για λόγους εθνικής κυριαρχίας, όπως ασθμαίνοντες ωρύονται οι λαϊκιστές σωβινιστές της δεξιάς και της αριστεράς, αλλά επειδή ο έλεγχος αυτός διευκολύνει την άσκηση κοινωνικών πολιτικών. Μακάρι σύντομα να υπάρξει κοινός ευρωπαϊκός κανονισμός τέτοιου ελέγχου – που αρχίζει να τρεμοφέγγει με τη δημιουργία των ανεξάρτητων αρχών. Τότε το ζήτημα θα μετατοπιστεί οριστικά από το πεδίο της εθνικιστικής υπερβολής, στο πεδίο των ευρωπαϊκών κεκτημένων, προς δόξαν των σοσιαλδημοκρατικών κατακτήσεων.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο της τριμερούς συνεργασίας, η σοσιαλδημοκρατική πλευρά έχει πολλά σημεία πάνω στα οποία μπορεί να αναπτύξει την πολιτική ατζέντα της. Ασφαλώς θα χρειαστεί πολιτική τέχνη και ιδεολογική συνέπεια, για να μεγιστοποιήσει τη συμβολή της στο σχήμα. Μπορούμε να ελπίσουμε ότι τα τραγικά μαθήματα των τελευταίων χρόνων θα έχουν διδάξει τις δύο σοσιαλδημοκρατικές συνιστώσες για το τι πρέπει να κάνουν και τι πρέπει να αποφύγουν.
Υπάρχει, βέβαια, πάντα και η δυνατότητα της κριτικής θεώρησης πολλών από τα εκσυγχρονιστικά μέτρα, όταν αυτά θα φτάσουν στην εξειδίκευση που απαιτεί η εφαρμογή τους. Στην πολιτική, κανένα μέτρο δεν είναι εξ ορισμού ιδεολογικά ουδέτερο και ντετερμινιστικά ανιδεολογικό. Εδώ υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για μια δημιουργική κριτική της κυβερνητικής πολιτικής, εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατικής συνιστώσας. Προφανώς, η κριτική αυτή πρέπει να κινείται στα όρια που απαιτεί η συνεργασία, για να μην ανατραπεί η βάση της.
Μολαταύτα, υπάρχει ένα μεγάλο μελανό σημείο στη συμφωνία, παρά το ευρύ πεδίο που αφήνει στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις να δράσουν, που αξίζει να επισημάνουμε. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ποιότητα των υλικών και άυλων κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, που μια σοσιαλδημοκρατική Πολιτεία οφείλει να παρέχει στους πολίτες της. Εδώ ελλοχεύει ένας τεράστιος κίνδυνος εκτροχιασμού της κοινωνικής πολιτικής, προς συντεχνιακές εκτροπές. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος να συνεχιστεί αυτό που έπαθε το ΠΑΣΟΚ, όταν είδε με τα χρόνια όλους τους καινοτόμους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής που θέσπισε, να καταλήγουν βορά των συντεχνιών που ψωμίζονται από αυτούς, σε πλήρη αντίθεση προς το λαό, που είναι ο τελικός καταναλωτής αυτού του είδους των προϊόντων και υπηρεσιών και που καταδικάστηκε να μένει στις ουρές, να δίνει φακελάκια, ή να υφίσταται προπηλακισμούς. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που έγινε φέουδο στυγνής εκμετάλλευσης από την ΕΙΝΑΠ, τις φαρμακευτικές εταιρείες κ.ο.κ.; Τα πανεπιστήμια, που έγιναν τελικά εργαλεία συντεχνιακών εκμεταλλεύσεων; Τα συνταξιοδοτικά ταμεία, που έγιναν εργαλεία διαφθοράς στα χέρια του πελατειακού πολιτικού συστήματος; Τις δημόσιες συγκοινωνίες, που κατατυραννούν το επιβατηγό κοινό τους;
Η πόρτα από την οποία ο εκφυλισμός αυτός μπαίνει, είναι κυρίως η έλλειψη δεικτών ποιοτικής απόδοσης και λογοδοσίας. Χωρίς αυτά τα συστήματα ελέγχου, οι συντεχνίες δίνουν καθημερινά τη μάχη τους για «ποσοτικούς» στόχους, με τη γενική πολεμική κραυγή «δεν μας φτάνουν οι πόροι και τα μέσα». Τα συστήματα μετατρέπονται έτσι σε πίθους Δαναΐδων, στον τρύπιο πάτο των οποίων παραμονεύουν τα πεινασμένα για περισσότερες υπερπροσόδους και ωφελήματα στόματα των συντεχνιών. Μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική κοινωνικής προστασίας, δεν θα επιβιώσει ποτέ αν δεν συνοδεύεται με αυστηρά συστήματα ποιοτικού ελέγχου και αποτελεσματικότητας. Τότε και μόνο τα συστήματα θα λειτουργούν υπέρ του Λαού. Φαντάζομαι ότι στην πορεία, η σοσιαλδημοκρατική συνισταμένη της τριμερούς κυβέρνησης θα θέσει πειστικά το σημαντικό αυτό ζήτημα, που λείπει από το πλαίσιο συνεργασίας.
.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου