Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η Δύση ακολούθησε μία καταστροφική εξωτερική πολιτική. Κατήργησε μονομερώς τις «Συνθήκες του Ελσίνκι», που κατοχύρωναν τα υφιστάμενα κρατικά σύνορα στην Ευρώπη. Συμμετείχε δραστήρια στην διάλυση της Λ.Δ. Γερμανίας, στη διχοτόμηση της Τσεχοσλοβακίας, στην πολυδιάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και της Ε.Σ.Σ.Δ, στην ίδρυση κρατών εκ του μηδενός, σαν το Κοσσυφοπέδιο. Στη Γιουγκοσλαβία πυροδότησε μια σειρά από ένοπλες συρράξεις, επαναφέροντας τον πόλεμο στην Ευρώπη, για πρώτη φορά μετά το 1945. Αυτή η πολιτική βύθισε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη σε έναν αναγεννημένο εθνικισμό. Επίσης άνοιξε μια μεγάλη βεντάλια αστάθειας. Η εθνογένεση που πυροδότησε η Δύση δημιούργησε μία σειρά από καταπιεσμένες μειονότητες(τους ρωσόφωνους στις πρώην σοβιετικές οντότητες, τους Σέρβους στο Κοσσυφοπέδιο και σε άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, τους Αρμένιους στο Αζερμπαϊτζάν κ.λπ.) που σε πολλές περιπτώσεις διεκδίκησαν με τα όπλα την αυτονομία τους. Από τον Δούναβη ως τον Καύκασο, ο χάρτης γέμισε από άτακτες, αποσχιστικές εθνικές-κρατικές οντότητες, που όλες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε πολεμικές εστίες.
Εξίσου καταστροφική ήταν η πολιτική της Δύσης στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και στην άσκηση του λεγόμενου «δικαιώματος επέμβασης» για ανθρωπιστικούς λόγους εκτός Ευρώπης. Τα αντίποινα των ΗΠΑ στην τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, με τις επιθέσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μπορούν να παρομοιαστούν με την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, που σήμανε την οριστική εξουδετέρωση της Αθήνας ως υπερδύναμης στον αρχαίο κόσμο. Οι ΗΠΑ υπέστησαν εξευτελιστική ήττα στο Αφγανιστάν, παρέδωσαν το Ιράκ στην ιρανική επιρροή και ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα περισσότερο το Ισλάμ. Άλλες επεμβάσεις τους, όπως στη Σομαλία, στη Λιβύη, στη Συρία, κατέληξαν στη ντροπιαστική τους άτακτη υποχώρηση, στη διάλυση των τοπικών κρατών και κοινωνιών και στην εκμηδένιση της δυτικής επιρροής στις περιοχές αυτές.
Ο επεμβατικός παροξυσμός της Δύσης από το 1990 έως τη δεκαετία του 2020, ήταν έκφραση μιας «ιδεαλιστικής» εξωτερικής πολιτικής. Υποτίθεται πως οι ΗΠΑ και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους εξήγαγαν τη δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία σε κοινωνίες που διψούσαν για αυτές, αλλά δεν τους επέτρεπαν να τις απολαύσουν οι «τύραννοι» που τις καταδυνάστευαν. Θα ήταν ένα ενδιαφέρον αφήγημα εάν, για κάποιο λόγο, παντού οι κοινωνίες δεν έπαιρναν τα όπλα κατά των δυτικών «εισβολέων». Μάλιστα, όποτε ανατρέπονταν οι αντιδυτικοί δυνάστες τους, οι ντόπιοι κινητοποιούνταν για να εγκαθιδρύσουν πολιτειακά και πολιτικά συστήματα που αποστασιοποιούνταν ακόμα περισσότερο από τα δυτικά πρότυπα. Σαν να μην έφτανε αυτό, μετά το 2000 η απήχηση των δυτικών ιδεωδών υπέστη μία πρωτοφανή καθίζηση. Σε ολόκληρο τον κόσμο, η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία είδαν την ελκτική τους δύναμη να μειώνεται. Οι νέοι του τρίτου κόσμου που οραματίζονται τη δυτική δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία μειώνονται, ενώ οι απόκληροι συνομήλικοί τους στη Δύση που ονειρεύονται ισλαμικά, φασιστικά ή εθνικιστικά καθεστώτα αυξάνουν, σε ανησυχητικό βαθμό. Αντί να επελαύνουν οι δυτικές αξίες στον υπόλοιπο κόσμο, τις βλέπουμε να υποχωρούν, ακόμα και στο εσωτερικό της Δύσης.
Σε αυτή την καθίζηση της δυτικής «soft power», συνέβαλε ασφαλώς καθοριστικά η υποκρισία της Δύσης. Την ίδια ακριβώς ημέρα που σύμπασα η Δύση αντιμετώπιζε με κραυγαλέα απαξίωση, ειρωνία και επιθετικές κορώνες το 87% του Πούτιν, πολλοί δυτικοί ηγέτες (με επικεφαλής την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιντεν και παρόντα τον δικό μας Κυριάκο Μητσοτάκη) πόζαραν χαρίεντες με τον Σίσι, λίγους μήνες μετά την «επανεκλογή» του με 89%. Κανένα «ποτέ ξανά» δεν ακούστηκε για τον τεμαχισμό του Τζαμάλ Κασόγκι μετά την παγίδευση και τη δολοφονία του στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη. Αντιθέτως, όλοι οι δυτικοί ηγέτες πλανεύονται από το σκοτεινό βλέμμα του διαδόχου του Οίκου των Σαούντ Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, και (κυρίως) από το πετρέλαιο και τα πετροδολάριά του. Εφόσον επιμένουμε να εναγκαλιζόμαστε παθιασμένα με τα «δικά μας καθάρματα» ας μην ελπίζουμε πως θα έχουν αξιοπιστία οι φιλιππικοί μας ενάντια στα καθάρματα που δεν μας αρέσουν.
Το συμπέρασμα είναι πως η γραμμή του «ιδεαλισμού» που εφαρμόζει στην εξωτερική της πολιτική η Δύση εδώ και πολλές δεκαετίες, την αποξενώνει από έναν ολοένα και λιγότερο δυτικότροπο κόσμο και επιπλέον εξευτελίζει και υπονομεύει τις αρχές και τις αξίες που υποτίθεται πως θέλει να εξάγει. Ο «πραγματιστής» Κίσιγκερ πρόσφερε πολύ περισσότερα στη Δύση και στην ελεύθερη οικονομία με την επίσκεψη του Νίξον στον Μάο Τσε Τουνγκ (και το ξεπούλημα της Ταϊβάν στην Κίνα, για να μην ξεχνιόμαστε) από ότι όλες οι «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» των τελευταίων τριάντα ετών. Η «πραγματιστική» εξωτερική πολιτική του Πεκίνου κατισχύει της δυτικής σε ολόκληρο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Επίδικο της εξωτερική πολιτικής είναι το συμφέρον, οι ιδέες δεν έχουν καμία δουλειά σε αυτή τη σκακιέρα. Ήρθε η ώρα να ξεσκονίσουμε τον Μέτερνιχ και να βάλουμε τον Γούντροου Ουίλσον στο ράφι.