Με όποια ονομασία και αν προσεγγίζει κανείς το θέμα -απαγκίστρωση, αλλαγή, αναδιατύπωση ή και καταγγελία- είναι σαφές ότι το Μνημόνιο της δανειακής βοήθειας της Ευρ. Eνωσης προς την Ελλάδα μετά τις εκλογές θα επαναπροσδιοριστεί. Τα ερωτήματα είναι πρώτον εάν αυτό το δεχθούν οι εταίροι μας και, δεύτερον, προς ποια κατεύθυνση θα γίνουν οι αλλαγές.
Για να απαντηθούν αυτά τα ζητήματα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μια Συμφωνία για να είναι αξιόπιστη και δεσμευτική πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και να είναι αποτελεσματική. Μετά από δύο χρόνια πεισματικής εφαρμογής το Μνημόνιο δεν κατάφερε να πετύχει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η οικονομία βυθίζεται σε διαρκώς και μεγαλύτερη ύφεση, πράγμα που έκανε τη ρητορική των μεταρρυθμίσεων αναξιόπιστη, ακριβώς επειδή δεν εφαρμόστηκε με πολιτικό σχέδιο και συστηματικά. Τα οριζόντια ισοπεδωτικά μέτρα και η συνεχής αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων επί των ιδίων φορολογουμένων κλόνισαν την εμπιστοσύνη ότι οι αλλαγές σκοπεύουν στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και προκάλεσαν μια εξίσου ισοπεδωτική απόρριψη για κάθε τι που εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Eνωση και το ΔΝΤ.
Είναι προφανές ότι για να προκύψει μια Νέα Συμφωνία πρέπει να προηγηθεί μια αξιολόγηση της προηγούμενης αποτυχίας και να μην επαναληφθούν τα ασύγγνωστα λάθη και οι μοιραίοι αυτοσχεδιασμοί της προηγούμενης περιόδου. Τρεις είναι οι άξονες που, κατά την άποψή μου, πρέπει να προσεχθούν:
Πρώτον, η ριζική επανεξέταση των μέτρων που αφορούν τον ιδιωτικό τομέα. Προηγούμενο επεμβάσεων στις εργασιακές σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα δεν υπήρχε μέχρι σήμερα παγκοσμίως και μένει ακόμα να εντοπιστεί σε τίνος την πρωτοβουλία οφείλεται η σπουδή για τις βάναυσες περικοπές σε εργαζόμενους που είχαν ήδη υποστεί πολλαπλή μισθολογική συμπίεση από την επομένη της κρίσης του 2008. Το γεγονός ότι σήμερα όλες οι πλευρές αποποιούνται την πατρότητα των μέτρων – βλέποντας την αναποτελεσματικότητα και την αδικία τους – σημαίνει πρακτικά ότι και κανείς δεν θα είχε αντίρρηση για την απόσυρσή τους. Αυτό θα αποτελέσει ένα πρώτο θετικό βήμα για την έναρξη και την προοπτική της διαπραγμάτευσης.
Δεύτερον, η σταδιακή κατάργηση των ισοπεδωτικών περικοπών στο Δημόσιο, που έχει «τσουβαλιάσει» μαζί ικανούς και άξιους υπαλλήλους που δουλεύουν και τιμούν τη θέση τους με αργόμισθους και κομματικά ρουσφέτια που θα έπρεπε προ πολλού να είχαν απομακρυνθεί. Η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα θα συναντήσει βέβαια σκληρές αντιδράσεις από όσους θέλουν να διατηρήσουν τα αδικαιολόγητα προνόμιά τους σε βάρος των πραγματικά εργαζομένων, αλλά εκεί θα κριθεί η βούληση και η πολιτική ικανότητα όσων την επιχειρήσουν πραγματικά, αντί να την κρύβουν κάτω από το χαλί όπως έκαναν με την τραγελαφική ιστορία της εφεδρείας.
Τρίτον και δυσκολότερο, η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει πια με εσωτερικά κεφάλαια, γιατί πολλά έχουν διαφύγει στο εξωτερικό και όσα έχουν μείνει φοβούνται και δεν επενδύουν πριν επανέλθει ρευστότητα στην αγορά και ομαλότητα στην κοινωνία. Aρα η ανάπτυξη μπορεί να ξεκινήσει μόνο με πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Eνωσης, αυξάνοντας θεαματικά τα Διαρθρωτικά Ταμεία και εκδίδοντας τα «ευρω-ομόλογα έργων» για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων. Εννοείται ότι η Ελλάδα για να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να παραμείνει αταλάντευτα στο Ευρώ, για να μπορεί να έχει συμμαχίες και να διαπραγματεύεται.
Θα ήταν μοιραίο λάθος η Ελλάδα αφενός να έχει βρεθεί στη δεινή σημερινή κατάσταση επειδή δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να διαπραγματευτεί στο παρελθόν, και αφετέρου τώρα που ανοίγουν τέτοιες ευκαιρίες να τις προσπεράσει κάνοντας το άλμα εκτός ευρώ επειδή πιστεύει ότι έτσι θα τιμωρήσει το «σύστημα» και την Ευρώπη. Αυτοί που θα υποστούν βάναυσο πλήγμα διαρκείας θα είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, που αντί να ανακουφιστούν θα συσσωρεύσουν άλλη μια απώλεια στις απανωτές που έχουν υποστεί μέχρι σήμερα.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικών και πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας