* Κάθε λίγο και λιγάκι κατηγορούνται οι άνθρωποι του λόγου ότι αποφεύγουν να θίξουν τα κακώς κείμενα στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, ότι λουφάζουν, αδιαφορούν για τα προβλήματα του λαού ή ότι, όταν και αν μιλήσουν, τάσσονται υπέρ των συμφερόντων των ισχυρών του χρήματος και της εξουσίας και περιφρονούν τον λαό. Οι κατηγορίες αυτές, μέχρι να εμφανιστούν τα κοινωνικά δίκτυα, διαδίδονταν μέσα από τον έντυπο και τον τηλεοπτικό λόγο. Τώρα πλέον, με τη μαζική και απότομη είσοδο στη ζωή μας των κοινωνικών δικτύων, αυτή η άποψη περνάει από το ένα like στο άλλο.
Η μομφή κατά των διανοουμένων που «δεν λένε τίποτα», αποτελεί ακόμη μια πτυχή του ανορθολογικού πνεύματος, η οποία ως τέτοια αδιαφορεί για το αν τα γεγονότα συνάδουν με τις κατηγορίες. Ετσι λοιπόν στη λεξιπενία, στους κλέφτες των φωνηέντων, στους απανταχού Κίσινγκερ, στους αεροψεκαστές του λαού προστίθενται και οι διανοούμενοι ως «εχθροί του λαού».
Τι σημαίνει όχι όμως για το ρεύμα των ανορθολογιστών το ότι «οι διανοούμενοι δεν μιλούν»; Αυτοί που κάθε λίγο και λιγάκι κατηγορούν τους ανθρώπους του λόγου πως δεν μιλούν, δεν εννοούν εκείνους τους «πνευματικούς ανθρώπους», οι οποίοι συνεχώς βρίζουν την Αμερική, τη Μέρκελ, τους ανάλγητους πολιτικούς, οι οποίοι διαρκώς ορκίζονται στο όνομα του καθαρού και ορθόδοξου λαού (ορθόδοξου από θρησκευτικής και πολιτικής πλευράς), που διαρκώς προειδοποιούν για τις απειλές κατά της γλώσσας μας, της καθαρότητας του έθνους και της φυλής μας, αλλά και που διαρκώς φροντίζουν να επαινούν τις συντεχνίες για τον αγώνα τους υπέρ του «δημοσίου συμφέροντος». Δεν εννοούν εκείνους τους διανοουμένους που αγωνιούν για να έχει η χώρα κρατικά λαχεία και δελτία στοιχήματος, αλλά δεν ενδιαφέρονται να πιέσουν τις συντεχνίες να εργαστούν όλα και όχι μερικά από τα μέλη τους, έτσι ώστε η χώρα να έχει δημόσια νοσοκομεία και σχολεία, τα οποία να ανταποκρίνονται στους σκοπούς και τους λόγους ίδρυσής τους.
Τελικά όταν ο ανορθολογισμός ισχυρίζεται πως οι διανοούμενοι δεν μιλούν, εννοεί πως δεν μιλούν ευχάριστα. Γιατί όταν κάποιοι διανοούμενοι υποστηρίζουν πως ο κόσμος μας δεν είναι ένας μανιχαϊστικός κόσμος, χωρισμένος στους δικούς μας και στους άλλους, κατά τα γνωστά παραπλήσια προεκλογικά συνθήματα δύο κομμάτων που κινούνται στα δύο αντίθετα άκρα της πολιτικής μας ζωής, είναι σαν να μη μιλούν. Οταν υποβάλλουν στη βάσανο της κριτικής τις απόψεις των άλλων και της αμφιβολίας τις δικές τους θέσεις, είναι σαν πάλι να μη μιλούν. Οταν δεν απολυτοποιούν τις αντιθέσεις, δεν χαρίζονται στην απλοποίηση, δεν αναλώνονται σε προσωπικές ύβρεις και αντιπαραθέσεις, δεν θεωρούν πως είμαστε απειλούμενο είδος, δεν χωρίζουν τους ανθρώπους σύμφωνα με τις εθνικές τους καταγωγές και τα θρησκευτικά τους δόγματα, όταν δεν λένε ευχάριστα ψέματα αλλά δυσάρεστες αλήθειες, τότε αυτοί δεν λένε τίποτα. Γιατί τελικά τους διανοουμένους δεν τους θέλουμε να μιλούν σαν να είναι η κριτική συνείδηση μιας κοινωνίας. Τους θέλουμε μόνο για να αναπαράγουν τους μύθους της.
Για αυτό και όταν μιλούν δεν τους ακούμε. Ετσι, ουσιαστικά, αυτό το «γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;», μήπως πρέπει να το αντικαταστήσουμε με το «γιατί δεν ακούμε τους διανοουμένους;». Οσο πιο ανορθολογική αρέσκεται να είναι μια κοινωνία τόσο μεγαλύτερη απήχηση έχει ο λόγος αμφισβήτησης των διανοουμένων, λόγος που στην ουσία αμφισβητεί κυρίως την ανάγκη ύπαρξης του ίδιου του κριτικού λόγου.
Οταν, τέλος, η άποψη των διανοουμένων δεν ταιριάζει με τα «σταλινικά» καλούπια: φίλος ή εχθρός του λαού, τότε οι κατηγορίες εναντίον τους κινούνται στο επίπεδο των προσωπικών επιθέσεων, τύπου: «πού ζεις;», «από πού «τα παίρνεις»;», «πόσα σου δίνουν;» κ.τ.τ.
Παρ’ όλα αυτά, οι κατηγορίες αυτού του τύπου δεν είναι πάντοτε άνευ αποτελέσματος. Γιατί πολλές φορές, μόνο και μόνο για να αρέσουν, κάνουν και τους διανοουμένους να μιλούν όπως ακριβώς οι άλλοι θέλουν να τους ακούν – και όχι όπως αυτοί οφείλουν να ομιλούν. Γιατί, και ας μη ακουστεί αυτό κοινότοπο ή εξωφρενικό, έχουν και οι διανοούμενοι ένα βωμό στον οποίο καλούνται να θυσιάσουν. Και αυτός ο βωμός είναι μόνο ο βωμός του καθαρού και του κριτικού λόγου. Οχι αυτός των like του Ιντερνετ.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών, αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 17/8/2012