Πού βαδίζει η συνταγματική αναθεώρηση;

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 18 Μαρ 2019

Τα αποτελέσματα της δεύτερης ψηφοφορίας για την συνταγματική αναθεώρηση δεν έκρυβαν τελικά εκπλήξεις. Επιβεβαίωσαν απλώς ότι η επόμενη Βουλή θα κληθεί να διεκπεραιώσει μια αναθεώρηση μειωμένων προσδοκιών, η οποία κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις πομπώδεις διακηρύξεις για μια «ριζική» και «τολμηρή» αναθεώρηση με «προοδευτικό» πρόσημο.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εξ ορισμού δεν νοείται μια τέτοια αναθεώρηση, όπως προσπάθησαν να μας πείσουν, σε όλους τους τόνους, ορισμένοι εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ. Το ότι το Σύνταγμα επιζητεί την συναίνεση δεν σημαίνει ότι για να γίνει αναθεώρηση πρέπει να συμφωνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, στο όνομα ενός αορίστως προβαλλόμενου «εθνικού συμφέροντος». Όχι μόνον διότι η επίκληση ενός τέτοιου συμφέροντος είναι κατά κανόνα παραπλανητική, καθώς υποκρύπτει την προσπάθεια ισοπεδωτικής επιβολής μιας  αντιδημοκρατικής σε τελευταία ανάλυση ιδεολογίας, αλλά και διότι αυτοί που το προβάλλουν, συνήθως κατά τρόπο αξιωματικό, είτε κινούνται από μικροπολιτικές ιδιοτέλειες είτε έχουν την ψευδαίσθηση ότι συνομιλούν με την ιστορία. Στην πραγματικότητα αυτή η λογική θυμίζει την πρώιμη φάση του αστικού (και ατομικιστικού) φιλελευθερισμού, όταν οι μόνοι που θεωρούνταν ικανοί να διερμηνεύουν την θέληση του «έθνους» ήταν οι «φωτισμένοι» και οι «ικανοί». Τέτοιοι βέβαια θεωρούνταν τότε μόνο οι έχοντες και κατέχοντες της εποχής ενώ τώρα την θέση τους έχουν πάρει οι «τεχνικοί της εξουσίας», οι οποίοι αρέσκονται να ομιλούν στο όνομα του «έθνους» αλλά ερήμην του λαού και των πραγματικών συμφερόντων του…

 

Με άλλα λόγια, η συνταγματική πολιτική των κομμάτων δεν είναι τίποτε άλλο από ένα υποσύνολο της εν γένει πολιτικής και άρα τέμνεται, εν τέλει, από τις ίδιες διαφορές και αντιθέσεις, εστιασμένες απλώς στο πεδίο των αναθεωρητικών επιλογών. Ως εκ τούτου, όταν ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στην Βουλή το επιτρέπει, μια αναθεώρηση μπορεί να είναι όντως προοδευτική. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, έστω και κατ’αρχήν, με την (μονοθεματική) αναθεώρηση του 1986, η οποία συγκέντρωσε την συναίνεση μόνο της ευρείας Αριστεράς για την αποτίναξη της ιδιότυπης κηδεμονίας που είχε επιβάλει στην πολιτική ζωή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ασχέτως αν η αναθεώρηση αυτή παρεξετράπη εν τέλει προς τον πρωθυπουργοκεντρισμό). Προοδευτική, επίσης, θα μπορούσε να είναι και η αναθεώρηση του 2001, αν είχε μείνει στην γραμμή που είχε χαράξει ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1995 και δεν υποτασσόταν, μετά το 1996, στην λογική μιας άχρωμης, άοσμης και μονομερούς συναίνεσης με την ΝΔ.

Αντίθετα, ο σημερινός συσχετισμός των δυνάμεων είναι φανερό ότι δεν επιτρέπει ευρείες συγκλίσεις προς μια ριζοσπαστική προοδευτική κατεύθυνση. Επιπλέον, δε, όταν σοβεί μια τόσο σοβαρή και πολυεπίπεδη κρίση, εκείνο που προέχει δεν είναι η πρόταξη των διαχωριστικών γραμμών αλλά η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων, με επίκεντρο την από κοινού υπέρβαση των θεσμικών παθογενειών και παρεκτροπών που προκάλεσαν αυτήν την κρίση.  Με άλλα λόγια, η έννοια της «προόδου» στην δεδομένη συγκυρία προσλαμβάνει ευρύτερο περιεχόμενο και πρέπει να διέπεται από μια διαφορετική λογική, η οποία δεν παραγνωρίζει μεν την κύρια αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς αλλά συνυπολογίζει και άλλες μείζονες αντιθέσεις (δημοκρατία-αυταρχισμός, ευρωπαϊσμός-εθνικισμός) που έχουν σήμερα αναχθεί σε κυρίαρχες και επιβάλλουν μια ειλικρινή και εποικοδομητική αναζήτηση λύσεων από όλο το φάσμα των δημοκρατικών-κοινοβουλευτικών δυνάμεων.

Ακριβώς το αντίθετο έκανε η κυβερνητική πλειοψηφία. Αφού πέρασε από ένα πρώτο στάδιο με προέχον στοιχείο τον μαξιμαλισμό –σύμφυτο με την παιδική της ασθένεια, τον αριστερισμό– και τον συνταγματικό λαϊκισμό, τελικά αποφάσισε, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, να υποβάλει επιτέλους στη Βουλή συγκεκριμένες προτάσεις, ορισμένες από τις οποίες ήταν όντως προοδευτικές αλλά και ρεαλιστικές. Τις διαχειρίσθηκε όμως με τόσο προβληματικό τρόπο ώστε όχι μόνον έδωσε απλόχερα τα προσχήματα που αναζητούσε η ΝΔ για να υπονομεύσει το εγχείρημα αλλά και τροφοδότησε ένα διάχυτο κλίμα πολιτικής καχυποψίας,  που οδήγησε τελικά σε μια στείρα διαδικασία, με κυρίαρχη την λογική του άσπρου-μαύρου.

Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό το ότι ελάχιστες τροποποιήσεις έλαβαν πάνω από 180 ψήφους και άρα συγκεντρώνουν αρκετές πιθανότητες να αναθεωρηθούν στην επόμενη Βουλή, όπου απαιτούνται τουλάχιστον 151 ψήφοι.

Οι τροποποιήσεις αυτές, βέβαια, κάθε άλλο παρά αμελητέες  μπορούν να θεωρηθούν, ιδίως στο μέτρο που αφορούν τον  περιορισμό των προνομίων ως προς την δικαστική αντιμετώπιση βουλευτών και –ιδίως– υπουργών, τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών και από την μειοψηφία, τις βελτιώσεις ως προς την ίδρυση και την επιλογή της ηγεσίας των Ανεξάρτητων Αρχών και, πλέον, την απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου από την διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών (το πώς θα γίνει αυτή η απεμπλοκή, βέβαια, θα το αποφασίσει κυριαρχικά η επόμενη Βουλή, ανάλογα με τους πολιτικούς συσχετισμούς που θα επικρατήσουν, καθώς τόσο η επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, για πλήρη δέσμευση της επόμενης Βουλής όσο και η επιχειρηματολογία της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, με αφορμή την καταψήφιση του άρθρου 30 Σ, δεν μπορούν να έχουν κανένα πρακτικό αντίκρυσμα).

Τα ανωτέρω, λοιπόν, στοιχειοθετούν μια ευπρεπή –έστω και μινιμαλιστική– αναθεώρηση, η οποία εν τέλει είναι προτιμότερη από μια νέα παραπομπή στις καλένδες, σαν αυτήν που υπαινίσσεται η ΝΔ.

Ωστόσο,  τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν είχε επιδειχθεί η ίδια διάθεση αναζήτησης εποικοδομητικών και συναινετικών λύσεων και για πολλές άλλες προτάσεις, που έφθασαν στην Ολομέλεια. Ειδικότερα:

Όπως αναφέρθηκα αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο (Η αναθεώρηση των μειωμένων προσδοκιών, Νέα 16.2.2019), πέρα από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέτρεψε ευρύτερες συγκλίσεις λόγω της άκριτης και άστοχης πρόταξης του ζητήματος της δέσμευσης της επόμενης Βουλής από τις αποφάσεις της σημερινής  δεν έκανε και κανένα άνοιγμα σε ενδιαφέρουσες προτάσεις τόσο της ΝΔ (τις οποίες χαρακτήρισε συλλήβδην «νεοφιλελεύθερες»…) όσο και του ΚΙΝΑΛ. Σε «αντίποινα», τα δύο αυτά κόμματα δεν υποστήριξαν σχεδόν καμία από τις ουκ ολίγες ενδιαφέρουσες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είτε ευθέως (ΝΔ) είτε προσχηματικά (ΚΙΝΑΛ). Έτσι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίσθηκαν κατά κανόνα μόνο –ή σχεδόν μόνο– από την κυβερνητική πλειοψηφία και έτσι συγκεντρώνουν ελάχιστες πιθανότητες να τελεσφορήσουν στην επόμενη Βουλή (όπου απατούνται τουλάχιστον 180 ψήφοι).

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, ερωτάται: Τι είναι εν τέλει σήμερα προοδευτική συνταγματική πολιτική; Το να καταθέτεις προτάσεις χωρίς καμία σχεδόν πιθανότητα επιτυχίας, μόνο και μόνο για να επαίρεσαι –ή να βαυκαλίζεσαι– ότι έχουν «αριστερό» ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, ή να προσπαθείς από την αρχή να διαμορφώσεις ένα κλίμα γενικότερης συνεννόησης, ώστε να επιτύχεις, μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, το βέλτιστο εφικτό αποτέλεσμα για το πολίτευμα και τα θεμελιώδη δικαιώματα; Η απάντηση είναι μάλλον προφανής αλλά δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να εθελοτυφλεί και να θυσιάζει, στην λογική του εντυπωσιασμού και του όλα ή τίποτα, την ουσία της πολιτικής.