Δεν υπάρχει αμφιβολία για τους καλόπιστους, ότι έχουμε βελτίωση στα δημόσια οικονομικά και στο γενικότερα κλίμα για την Ελλάδα και ότι σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά στη σωτηρία, από ότι στη χρεοκοπία.
Όσο όμως η ύφεση και η ανεργία δεν μπαίνουν σε μια πραγματική τροχιά συρρίκνωσης, οι κίνδυνοι παραμένουν και η στάση της πλειοψηφίας των ελλήνων που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης θα εξακολουθήσει να είναι επιφυλακτική έως αρνητική για τις πολιτικές και τα μέτρα που εφαρμόζονται.
Οι περιοριστικές πολιτικές για τη διαχείριση και προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών και τη μεταρρύθμιση του κράτους είναι μεν αναγκαίες, αλλά όχι ικανές όπως αποδείχθηκε, να μας απεγκλωβίσουν από την πολύχρονη ύφεση και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σήμερα η παραγωγική ανασυγκρότηση, οι επενδύσεις, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, οι προϋποθέσεις μιας σύγχρονης βιώσιμης ανάπτυξης συγκροτούν τα κύρια προβλήματα της χώρας. Το ξεπέρασμα της κρίσης δεν μπορεί να συμβεί χωρίς πραγματική ανταγωνιστική παραγωγή και νέες βιώσιμες και όχι επιδοτούμενες θέσεις απασχόλησης.
Η μετατόπιση επομένως του κέντρου βάρους της δημόσιας συζήτησης και των δημόσιων πολιτικών και παρεμβάσεων στη συνολική οικονομική-αναπτυξιακή διαχείριση είναι άμεσα απαραίτητη. Η συζήτηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε διαπιστώσεις για το ξεπερασμένο αναπτυξιακό μοντέλο και σε εκκλήσεις για ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, χωρίς να καταλήγουμε σε αποφάσεις που θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο στα καυτά θέματα που ο λαϊκισμός έχει ενοχοποιήσει και εξοβελίσει από το δημόσιο διάλογο και τις πολιτικές.
Για παράδειγμα, αφού παραδεχόμαστε ότι «λεφτά δεν υπάρχουν», να παραδεχτούμε επίσης ότι είναι αναπτυξιακή-προοδευτική κατεύθυνση σήμερα, το να δημιουργήσουμε πραγματικές συνθήκες αμοιβαίου οφέλους για την εισροή ιδιωτικών, ελληνικών και ξένων, κεφαλαίων στην παραγωγή, για να αξιοποιήσουμε τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ευχές και δημόσιες σχέσεις, αλλά γενναία μέτρα για τη γραφειοκρατία, τη φορολογία, τη λειτουργία των χωροταξικών και αδειοδοτικών μηχανισμών στη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, τις πολιτικές γης και ακινήτων, την πριμοδότηση των νέων στοιχείων στήριξης μιας ανταγωνιστικής παραγωγής όπως είναι η καινοτομία, η ποιότητα, τα δίκτυα και η εξωστρέφεια.
Σημαίνει κυρίως, σύγκρουση με τις προσχηματικές τοπικιστικές, συντεχνιακές, αντιπολιτευτικές και λοιπές τακτικές ενός άλλου τύπου ιδιοτελών συμφερόντων, τηρώντας όμως αυστηρά όλους τους κανόνες πληροφόρησης, διαβούλευσης και πλήρους εφαρμογής του ελληνικού και ευρωπαϊκού, οικολογικού και κοινωνικού κεκτημένου .
Δεν μπορεί να χάνονται δεκάδες επενδύσεις και να αποχωρούν όχι μόνο ξένες αλλά και ελληνικές επιχειρήσεις και να μην κάνουμε τίποτα. Καλό είναι να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τη βελτίωση κατά 25 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη του λιμανιού του Πειραιά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λυσσώδη αντίδραση για τις κινέζικες επενδύσεις, αλλά και στο πόσες άλλες χάθηκαν γιατί δεν άντεξαν τον πόλεμο. Ή να καμαρώνουμε για την ποιότητα και την αναπτυξιακή δυναμική που δημιούργησε στη Μεσσηνία το τουριστικό συγκρότημα του Ναυαρίνου, ενώ χρειάστηκε 15 χρόνια για να γίνει και κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές που ευτυχώς δεν λύγισαν τον επενδυτή.
Δύσκολος ο δρόμος, αλλά είναι μονόδρομος γιατί η «οικονομία των δανεικών» τελείωσε οριστικά και η «κουλτούρα της ευκολίας» δεν έχει πλέον χρηματοδότη.
Στο πεδίο αυτό θα κριθεί επίσης και η υπό ανασυγκρότηση κεντροαριστερά. Στο αν δηλαδή θα ανταποκριθεί στις σημερινές προκλήσεις, τόσο στη δημιουργία ενός σύγχρονου επιτελικού βιώσιμου κράτους, όσο και στην εφαρμογή ενός βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου των τριών πυλώνων, δηλαδή κοινωνική συνοχή, περιβαλλοντική προστασία, οικονομική αποτελεσματικότητα.