Πότε θα ακούσουμε κάτι καινούργιο;

Ορέστης Καλογήρου 02 Απρ 2014

Όταν ένας πολιτικός χώρος εμφανίζει αυτό που λέμε στη φυσική “υστέρηση φάσης”, το μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι η πολιτική του συρρίκνωση.

Τα γεγονότα του Σαββατοκύριακου μαζί με όσα ακολούθησαν τη Δευτέρα έδειξαν το αληθές του πράγματος. Σε όλες τις προηγούμενες κρίσιμες ψηφοφορίες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, εκείνο που πράγματι παιζόταν ήταν αν θα περάσουν τα κατ’ εξακολούθηση σκληρά μέτρα που ζητούσαν οι δανειστές μας από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι περικοπές μισθών και συντάξεων, η αύξηση της φορολογίας, οι διαθεσιμότητες και οι απολύσεις, συνιστούσαν ένα εκρηκτικό μίγμα. Ολόκληρη η χώρα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την πολιορκία της Βουλής και των βουλευτών, που δημιουργούσε ένα εφιαλτικό κλίμα. Αν και οι αντιδράσεις αυτές προέρχονταν από μερικές δεκάδες χιλιάδες πολίτες και περιορίζονταν στο κέντρο της Αθήνας, η μεγέθυνση που προσφέρει η τηλεόραση προσέδιδε πάντα έναν ιδιαίτερα δραματικό τόνο. Στην περίπτωση δε της δολοφονίας των τριών υπαλλήλων της Μαρφίν από κουκουλοφόρους, η κατάσταση ήταν στην κυριολεξία δραματική. Η ετερόκλητη αντιπολίτευση, έχοντας ένα σχετικά εύκολο έργο, πολλαπλασίαζε τη δραματικότητα της ρητορικής της φτάνοντας σε ακραία σημεία. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν παρουσιάστηκε από πουθενά μια πραγματική εναλλακτική, ο καλοπροαίρετος παρατηρητής οφείλει να παραδεχτεί ότι τόσο οι αντιδράσεις των πολιτών όσο και η πολεμική της αντιπολίτευσης είχαν έστω μια υλική βάση. Το σκληρό για όλους μνημόνιο. Αυτή τη φορά όμως όλα ήταν διαφορετικά. Η ψηφοφορία δεν αφορούσε σε περικοπές μισθών και συντάξεων, ούτε σε αύξηση της φορολογίας, ούτε σε διαθεσιμότητες και απολύσεις. Το διακύβευμα ήταν αν θα πωλείται το ψωμί με το ζύγι, αν θα βρίσκουμε ντεπόν στο σούπερ μάρκετ, αν το γάλα θα μπαίνει στο πάνω ή στο κάτω ράφι, αν τα ξενοδοχεία θα έχουν ταξί-βαν. Ήταν και άλλες ανάλογες ρυθμίσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα, καλές ή κακές, αυτό θα το κρίνει ο καθένας και η καθεμία από τη σκοπιά του. Ήταν βέβαια και μια αμφιλεγόμενη πρόβλεψη για τις τράπεζες, που φαίνεται ότι έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση του χρέους, δηλαδή μακροπρόθεσμα του φορολογούμενου πολίτη. Η μεγάλη παραφωνία αυτή τη φορά ήταν η “υστέρηση φάσης” της αντιπολίτευσης. Αντί να διατυπώσει προτάσεις για το γάλα, το ψωμί, το ντεπόν και τις τράπεζες, εξάντλησε την πολιτική της σε μια εξτρεμιστική ρητορεία περί “συμβολαίων θανάτου”, που τη συνόδευσε με παιδαριώδεις διαδικαστικές γκάφες. Από την άλλη μεριά, το “άλλο μισό του φεγγαριού”, εκείνο δηλαδή το τμήμα του πολιτικού προσωπικού που πήρε τρεις φορές την εντολή του λαού να διαχειριστεί την κρίση, έδειξε κι αυτό τα απογοητευτικά στενά πολιτικά του όρια. Εδώ και τέσσερα χρόνια διεκπεραιώνει ως αγγαρεία έναν άνευ προηγουμένου, αλλά αναγκαστικό δημοσιονομικό περιορισμό, δεν έχει διατυπώσει όμως ούτε μία καινούργια ιδέα για το τι πρέπει να αλλάξει στο πολιτικό, κοινωνικό, διοικητικό και παραγωγικό μοντέλο αυτής της χώρας. Από τη σκοπιά αυτή βρίσκεται και εκείνο σε “υστέρηση φάσης”.