Η 5η Μαρτίου είναι η ημέρα που πέθανε ο Στάλιν, μια στιγμή της ιστορίας που αποδίδεται με ιδιαίτερο τρόπο στη σαρκαστική κωμωδία «Ο θάνατος του Στάλιν». Η ημερομηνία λειτούργησε συνειρμικά προς έναν άλλο ρώσικο θάνατο που έγινε κι αυτός στις 5 ενός άλλου μήνα: Η ποιήτρια Irina Ratushinskaya, πέθανε στις 5 Ιουλίου το προηγούμενο καλοκαίρι, στα 63 της χρόνια κι αφού είχε γίνει σύμβολο για τα ανθρώπινα δικαιώματα τις τελευταίες ημέρες της άλλοτε κραταιής σοβιετικής «δημοκρατίας». Είχε σπουδάσει φυσική συνειδητά, «γιατί οι ανθρωπιστικές σπουδές που με έλκυαν δεν ήταν επιλογή, μιας και θα είχαν σίγουρα διαβρωθεί από την κρατούσα ιδεολογία», όπως είχε πει. Έζησε χρόνια στην πολικού ψύχους απομόνωση των σοβιετικών φυλακών. Χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έγραψε περισσότερα από 250 ποιήματα, χαράζοντάς τα στο σαπούνι με αποκαΐδια σπιρτόξυλων. Στις συνεντεύξεις που έδωσε μετά την απελευθέρωσή της, είπε ότι δυο πράγματα προφύλαξαν τα λογικά της την περίοδο της φυλακής. Η ποίησή της και το γεγονός ότι τηρούσε ευλαβικά την παρότρυνση ενός άλλου ρώσου ποιητή, του Solzhenitsyn: «ποτέ μην τους πιστέψεις, ποτέ μην τους φοβηθείς, ποτέ μην τους ζητήσεις κάτι».
Αυτή η φράση αποτέλεσε για εκείνην τον ύστατο οδηγό ελευθερίας ακόμα και μέσα στη φυλακή. Εμείς οι Έλληνες έχουμε πολλές ηρωικές ιστορίες να διηγηθούμε με ανθρώπους που «ποτέ δεν τους πίστεψαν» ή που «ποτέ δεν τους φοβήθηκαν». Στο τρίτο μέρος της παρότρυνσης της ελευθερίας χωλαίνουμε όμως, λιγάκι: ποτέ μην τους ζητήσεις τίποτα!
Το να μην ζητάς χάρες και εξυπηρετήσεις είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι η δική μας Δημοκρατία λειτουργεί. Μπορεί να υπάρχουν πολλά σημεία που χρήζουν βελτίωσης, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το σταλινικό καθεστώς τρομοκρατίας και ανελευθερίας. Ας κρατήσουμε, όμως, κατά νου, αυτή την προσταγή «μην τους ζητήσεις τίποτα» ως οδηγό ελευθερίας, ιδίως μέσα στο ραγδαία επιβαρυνόμενο πελατειακό περιβάλλον. Δεν φτάνει να μην φοβάσαι, δεν αρκεί να μην πιστεύεις ό,τι ψέμα ξεφουρνίζουν καθημερινά τα κυβερνητικά non papers και αναπαράγουν οι έμμισθες πένες και τα πληκτρολόγια των 60 λεπτών ανά τουίτ. Πρέπει:
· Να μην ζητήσεις ποτέ να γίνεις προϊστάμενος στο Δημόσιο χάρη σε κάποια φιλική αξιολόγηση που θα σε σπρώξει αδόκιμα μπροστά από συναδέλφους σου με περισσότερα προσόντα.
· Να μην ζητήσεις ποτέ να σε αντιμετωπίσει ευνοϊκά η Δικαιοσύνη, διαφορετικά απ’ ότι θα αντιμετώπιζε οποιονδήποτε άλλο που θα ήταν στη θέση σου
· Να μην ζητήσεις ποτέ να πάρεις ένα επίδομα (στέγασης, ενοικίου, μεταφοράς κ.λπ) ενώ όλοι τριγύρω σου πένονται.
· Να μην ζητήσεις ποτέ να πάρεις μια εργολαβία από το Δημόσιο χωρίς να ανταγωνιστείς επί ίσοις όροις τους συνυποψήφιούς σου εργολάβους.
· Να μην ζητήσεις ποτέ ευνοϊκή μεταχείριση για την ομάδα στην οποία ανήκεις (τους αγρότες, τους δικηγόρους, τους δημοσίους υπαλλήλους κ.λπ).
Πρέπει να μην τους ζητήσεις τίποτα.
Η παρούσα κυβέρνηση ρέπει προς την ικανοποίηση τέτοιων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, προσωπικών χαρών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της νυν νομικής συνεργάτιδας του κ. Τσίπρα, η οποία έγινε η 42η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, από το 1835 που υπάρχει ο θεσμός. Η επιλογή της έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Ιουνίου 2015, χωρίς να τηρηθεί η πεπατημένη της επετηρίδας: η κυρία Θάνου ήταν η τέταρτη αντιπρόεδρος κατά σειρά αρχαιότητας μεταξύ αυτών που πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Πόσο «ελεύθερη» ήταν άραγε, μετά από αυτή τη μεθόδευση η κ. Θάνου ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου;
Εν τέλει, η ελευθερία είναι προσωπική μας υπόθεση – μην την αφήσουμε στην τύχη και στις ορέξεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Να μην ζητάμε! Εμείς οι έλληνες, που τόσο υπερηφανευόμαστε ότι δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί της ελευθερίας μας, η οποία είναι «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη», ας μην την υπονομεύουμε υποκύπτοντας σε κάθε λογής πελατειακές διευθετήσεις. Είναι, άλλωστε, νόμος της αγοράς: όσο μειώνεται η πελατειακή ζήτηση, τόσο θα μειώνεται η πελατειακή προσφορά. Η ελευθερία προϋποθέτει υπερηφάνεια και αντοχή. Υπερηφάνεια και αντοχή όπως επέδειξε η Irina Ratushinskaya. Μην τους ζητήσεις τίποτα: ποτέ σε καμία εξουσία. Η δική μας ζητιανιά για λίγη ή περισσότερη εύνοια είναι αυτή που δίνει του δικαίωμα στον εκάστοτε επίδοξο εξουσιαστή να ζητήσει αντάλλαγμα: στην αρχή την ψήφο μας, μετά την ανοχή μας, τη σιωπή μας για ότι παρεκκλίνει από τη δημοκρατική νομιμότητα, κι εν τέλει την ελευθερία μας. Την οποία θα έχουμε απωλέσει δια του μιθριδατισμού, ανεπαισθήτως, σιγά σιγά, όπως κτίζονται γύρω μας τα Καβάφεια τείχη.