Ποτέ μην κόβεις έναν κόμπο που μπορείς

Πέννυ Δαλαμπούρα 20 Ιουν 2015

Ποτέ μην κόβεις έναν κόμπο που μπορείς να λύσεις, λέει ένα παλιό ρητό. Αυτό βοά σύσσωμη η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα στον Αλέξη Τσίπρα, μέσα από δημοσκοπήσεις, από κοινοβουλευτικές συζητήσεις, κατά τη διάρκεια της ώρας του Πρωθυπουργού, μέσα από συναντήσεις με πολιτικούς αρχήγους ή βουλευτές. Όσο ο χρόνος για τη χώρα τελειώνει, είναι πλέον στη δική του ευχέρεια να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Ήρθε η στιγμή. Η στιγμή του. Θα πάει με τη χώρα ή με το κόμμα του; Με την Ευρώπη ή με μια ανάμνηση από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης;

Λίγο μετά την λήξη της ομιλίας του Πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική του ομάδα το χρηματιστήριο βυθιζόταν για ακόμη μία μέρα. Η επιστροφή της ελληνικής αντιπροσωπείας από τις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες το Σαββατοκύριακο, καθώς και η σημερινή εξαγγελία Τσίπρα, ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία η δόση του ΔΝΤ στο τέλος του μήνα δεν θα πληρωθεί, είχαν πρόδηλα αποτελέσματα. Άλλωστε ο πρωθυπουργός είπε πως είναι «υποχρεωμένοι να μην υποκύψουν σε πιέσεις και εκβιασμούς.

Παρόλο όμως που διατείνεται ότι δεν αρέσκεται σε εκβιασμούς και διλήμματα,  τα χρησιμοποίησε μεταπολιτευτικά περισσότερο από κάθε άλλον, αναπτύσσοντας έναν εντελώς διχαστικό λόγο και ξυπνώντας εμφυλιοπολεμικά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινωνία. Τρεις μήνες μετά την εκλογή του στην Αξιωματική Αντιπολίτευση το 2012 καλούσε από τους αγιασμούς των σχολείων, στα πεζοδρόμια και τις πλατείες τους πολίτες να επιλέξουν: «Ή εμείς ή αυτοί». «Αυτοί» μετά έγιναν οι μερκελιστες, οι προδότες οι γερμανοτσολιάδες.

Σήμερα πέντε μήνες μετά την εκλογή του στην ηγεσία της κυβέρνησης, «αυτοί» έγιναν οι εκπρόσωποι των πιστωτών, παρόλο που ο ίδιος μιλάει πια σχεδόν καθημερινά με την πάλαι ποτέ «madam» Μέρκελ. Ίσως αυτός να είναι κι ένας ακόμη λόγος της πολιτικής του συμπόρευσης με τους ΑΝ.ΕΛ. Η απόδοση στο δημόσιο διάλογο προδοτικών κινήτρων και συνομοσιολογίας. Διότι μέχρι στιγμής στη Μεταπολίτευση υπήρχε μία βάση διαλόγου. Κάθε πολιτικός φορέας κινούνταν από ένα και μόνο κίνητρο: τον πατριωτισμό και από κει και μετά με βάση την ιδεολογία του ανέπτυσσε συγκεκριμένη επιχειρηματολογία και πλαίσιο προτάσεων. Για τη νέα κυβέρνηση θέσφατο αποτελεί ότι όποιος δεν συμφωνεί μαζί της, είναι προδότης και συνακόλουθα εκπρόσωπος των δανειστών. Αυτός είναι και ένας λόγος που σε πιθανή συμφωνία και άρα σε μετάβαση του Τσίπρα στο ρεαλισμό, η ρητορική του δεν θα μπορούσε να τον καταστήσει φορέα της κεντροαριστεράς, καθώς ο λόγος του δεν έχει, ούτε και είχε ποτέ, μετριοπαθή μεταρρυθμιστικά στοιχεία.

Αυτοί που πιστεύουν στη μετατόπιση αυτή, ίσως είναι αρκετά αφελείς, ίσως ξεχνούν την αναλωσιμότητα των πολιτικών προσώπων στη σύντομη πολιτική ιστορία μετά τα μνημόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου μέχρι την περίφημη ανακοίνωση του Καστελόριζου και την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, έχαιρε μεγάλης αποδοχής από την κοινωνία σε ποσοστά περίπου 80%, ενώ η διαφορά της από την Αξιωματική  Αντιπολίτευση ξεπερνούσε τις 20 μονάδες. Εκείνη την εποχή άλλωστε εφευρέθηκε από τη ΝΔ ο αντιπολιτευτικό βηματισμό της, ο -εμπνέυσεως Σαμαρά- αντίμνημονιακός αγώνας.

Είναι λοιπόν πιθανό, η επίτευξη μιας συμφωνίας να φέρει τον Τσίπρα και ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ προς στιγμή στην  κατακερματισμένη Κεντροαριστερά. Δεν θα είναι όμως, παρά μία εντελώς βραχύβια κατάληψη του χώρου. Κυρίως γιατί η φοροεπιδρομή των νέων μέτρων θα καταστήσει το πολιτικό κεφάλαιο του Αλέξη Τσίπρα πολύ πιο αναλώσιμο από όσο ακόμη και ο μεγαλύτερος πολέμιός του θα μπορούσε να φανταστεί. Προφανώς αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η όποια συμφωνία θα φέρει εσωτερικές αναταραχές στο ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη και διάσπαση.

Η προεκλογική φενάκη ότι με τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογούμενων ο Τσίπρας θα λαΐκιζε ασύστολα προωθώντας τα συμφέροντα κάθε κατεστημένης συντεχνίας και επαγγελματικής ομάδας που μας έφτασε το 2010 στη χρεοκοπία, προσέκρουσε πάνω στην μετεκλογική πραγματικότητα. Λεφτά για να συνεχίζουμε να παράγουμε ελλείμματα και για να χτίζουμε πολιτικές καριέρες δεν υπάρχουν. Και όπως βίωσε αυτή η «υπερήφανη» κυβέρνηση, ακόμη και με τις πιο υποτακτικές υποκλίσεις που είδαμε τα τελευταία χρόνια, λεφτά χωρίς όρους δεν δίνονται από πουθενά. Με όρους υπάρχουν μόνο από τους εταίρους μας στην Ευρώπη.

Μετά από πέντε μήνες αβεβαιότητας και συνεχών διαπραγματεύσεων ο Πρωθυπούργος ανέφερε στην κοινοβουλευτική του ομάδα και κατά συνέπεια στους πολίτες και κάτι ακόμη. «Η πραγματική διαπραγμάτευση τώρα αρχίζει». Ως τώρα λοιπόν παρακολουθούσαμε  έμπλεοι προσοχής και αγωνίας κάτι που τελικά δεν ήταν διαπραγμάτευση, άλλα μία κακοστημένη παράσταση. Ένας θίασος που γύριζε τον κόσμο αναζητώντας απεγνωσμένα προσοχή -χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο υπουργός Οικονομικών- και χτίζοντας αριστοτεχνικά εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς στους οποίους και θα αναζητηθούν οι ευθύνες σε περίπτωση νέας εθνικής καταστροφής.

Λένε πως ιστορία δεν είναι απλά ό,τι συνέβη. Είναι ό,τι συνέβη στο πλαίσιο αυτών που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί. Καθώς η παράσταση τελειώνει είναι η ώρα του Πρωθυπουργού να αποφασίσει εάν ο πρωταγωνιστής θα αυτοκτονήσει -στο Κούγκι ή όπου αλλού θέλετε- ή εάν θα επιζήσει με τις όποιες απώλειες επιβάλλει μια αδήριτη πραγματικότητα.