Η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο έφερε στην επιφάνεια ξανά το θέμα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της «Χρυσής Αυγής». Όχι λόγω της συμμετοχής αντιπροσώπων της στο κοινοβούλιο – που συνιστά ένα από τα αναγκαία κακά του δημοκρατικού μας πολιτεύματος – αλλά λόγω της στάσης που κράτησαν απέναντί της οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Το πρόβλημα δεν είναι το γεγονός ότι στην σημερινή ψηφοφορία θα πάρουν ή όχι μέρος οι νεοναζιστές βουλευτές αλλά το ότι οι ψήφοι της θεωρήθηκαν «ευπρόσδεκτοι» από την υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση. Και για να είμαστε είλικρινείς, η απόφαση των κοινοβουλευτκών εκπροσώπων της εγκληματικής οργάνωσης να μην συμμετάσχουν τελικά στην ψηφοφορία, έγινε μάλλον ευπρόσδεκτη και από τη άλλη πλευρά που έσπευσε να πανηγυρίσει «το τέλος του ονείρου των 200 ψήφων».
Ας μην γελιόμαστε. Η «Χρυσή Αυγή» αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την μεγάλη παθογένεια του πολιτικού συστήματος. Εδώ η εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων προηγείται κατά πολύ του κινδύνου εδραιωσης της νεοφασιστικής προπαγάνδας στην φυσιολογική δραστηριότητα του πολιτικού μας πολιτισμού. Ακούμε συχνά, χωρίς ντροπή, να γίνεται ανεκτή, στο όνομα ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού, ακόμα και η εξομοίωση των δολοφόνων της νεοναζιστικής οργάνωσης με τα θύματά τους.
Η (μη) ψήφος της «Χρυσής Αυγής» απόψε τα μεσάνυχτα στη Βουλή θα μετρήσει έτσι κι αλλιώς. Και θα είναι ενισχυμένη με την πριμοδότηση και την αξία που της δίνουν οι πολιτικές σκοπιμότητες και η ακόρεστη δίψα για την εξουσία.