Πόσο σπρεντ δίνει ο Γκρίλο;

Παύλος Τσίμας 02 Μαρ 2013

Ο σημερινός δήμαρχος του Ρέικιαβικ, ο Τζον Γκναρ, εξελέγη το 2010, έναν χρόνο και κάτι μετά την οικονομική καταστροφή της Ισλανδίας, της πρώτης χώρας που μολύνθηκε από τον ιό της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παλιός πανκ – ρόκερ και δημοφιλής σατιρικός κωμικός, ο Γκναρ ανακοίνωσε μια μέρα ότι κατεβαίνει στις εκλογές. Εκανε μια παρωδία καμπάνιας, με υποσχέσεις του τύπου «θα φέρω πολικές αρκούδες στον ζωολογικό κήπο», δήλωσε την παραμονή των εκλογών πως «αν με ψηφίσετε, υπόσχομαι να αθετήσω κάθε υπόσχεση που σας έχω δώσει» και… σάρωσε.

Ως δήμαρχος διατήρησε κάτι από τη σατιρική του φλέβα – φόρεσε ξανθιά περούκα και μακριά τουαλέτα μια φορά και πήγε στο gay parade της πόλης και μια άλλη φορά βούτηξε με το κοστούμι του σε μια δημοτική πισίνα που είχε μόλις εγκαινιάσει. Αλλά, παράλληλα, αύξησε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, έκανε με το καλημέρα 60 απολύσεις στις δημοτικές επιχειρήσεις και κατήργησε πολλές σχολικές επιδοτήσεις.

Τον είχα συναντήσει στο χαοτικό του δημαρχιακό γραφείο. «Ξέρω ότι έχω πίσω μου πολύ θυμωμένους ανθρώπους» μου είχε πει, «αλλά δεν θέλω να γίνω το όχημα του θυμού τους, θέλω να κάνω τον θυμό δημιουργική δύναμη». Και όταν του ζήτησα μιαν εξήγηση για την εκλογική του επιτυχία, μου απάντησε: «Ηταν η στιγμή των κλόουν. Στο τσίρκο, όταν κάτι δεν πάει καλά, όταν αφηνιάζει ένα ζώο ή πέφτει ένας ακροβάτης, τότε φωνάζουν τους κλόουν, να κρατήσουν την παράσταση ζωντανή μέχρις ότου λυθεί το πρόβλημα. Ε, λοιπόν, εγώ είμαι ο κλόουν».

Θυμήθηκα τον κλόουν – δήμαρχο του Ρέικιαβικ παρακολουθώντας τον εκλογικό θρίαμβο του κλόουν Γκρίλο στην Ιταλία. Αν ο Γκναρ έχει δίκιο, τότε και στην Ιταλία, όπως προηγουμένως στην Ελλάδα, είχε έρθει η ώρα των κλόουν. Απλώς κάθε χώρα έχει την ποιότητα των κλόουν που της αξίζει. Αλλά το ερώτημα είναι: Και μετά τους κλόουν, τι τσίρκο θα έχουμε, τι τσίρκο θέλουμε;

Τρία χρόνια τώρα, τη ζωή της Ευρώπης την καθόριζε ένας μόνο παράγοντας: το σπρεντ. Η διαφορά, δηλαδή, στην απόδοση των ομολόγων μιας χώρας σε σχέση με την απόδοση των ισχυρότερων ομολόγων της πιάτσας, των γερμανικών. Η άνοδος και η πτώση των σπρεντ ανέβαζε και έριχνε κυβερνήσεις, κατέστρεφε ή έφτιαχνε καριέρες πολιτικών, έσφιγγε την κάνουλα των δημόσιων οικονομικών, συχνά μέχρις ασφυξίας.

Με οδηγό τα σπρεντ – την προθυμία ή την απροθυμία, δηλαδή, των αγορών να δανείσουν μια εθνική οικονομία – πορεύθηκε η Ευρώπη δεσμευμένη από την ιερή απόφασή της να μειώσει στο μισό όλα τα ελλείμματα ώς το 2013. Ο στόχος μεταφραζόταν σε μια γενικευμένη δίαιτα λιτότητας για όλους. Και το μοναδικό μέτρο της πολιτικής επιτυχίας μιας χώρας ήταν η επιβεβαιωμένη από τη μείωση του σπρεντ πορεία της προς την δημοσιονομική υγεία.

Εδω και μερικούς μήνες ο διεθνής Τύπος έχει πλημμυρίσει από μελέτες σοβαρών οίκων (του ΔΝΤ περιλαμβανομένου) και σοβαρών αναλυτών (σαν τον Paul de Grauwe του LSE) που αποδεικνύουν ότι η όλη σύλληψη ήταν εξ αρχής λάθος, ότι η συνταγή ήταν καταστροφική, η δόση της λιτότητας υπερβολική και η ευρωζώνη, τρία χρόνια τώρα, μετανοούσα και προσευχόμενη στη δημοσιονομική αρετή οδεύει κατ? ευθείαν προς την οικονομική κόλαση.

Ηρθαν, λοιπόν, τη Δευτέρα και τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών για να προσθέσουν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μιας ηττημένης πολιτικής σύλληψης, ενός νεκρού δόγματος.

Οι Ιταλοί, δίνοντας απελπισμένοι την ψήφο τους σε όποιον βρήκαν εμπρός τους – σε έναν ξεμωραμένο, υπερδιεφθαρμένο και αποτυχημένο μπουφόνο και σ? έναν ελαφρώς γελοίο προφήτη της άμεσης ιντερνετικής δημοκρατίας -, δεν έκαναν επίδειξη συλλογικής αφροσύνης. Απλώς φώναξαν, με όλη την δύναμη της φωνής τους, basta! Δεν μπορεί η δημοκρατική ζωή να ορίζεται μόνον από τον δείκτη εμπιστοσύνης των αγορών. Από εδώ κι εμπρός – είπαν – εκτός από την καμπύλη απόδοσης των σπρεντ θα πρέπει να προσέχετε και την καμπύλη απόδοσης Γκρίλο.

Ολοι αντιλαμβανόμαστε τους μεγάλους κινδύνους που κρύβονται εδώ. Και για τους δημοκρατικούς θεσμούς και για την Ευρώπη ως όνειρο ευημερίας, ειρήνης και δημοκρατίας. Αλλά η πανουργία της Ιστορίας δεν βρήκε άλλον τρόπο για να μας θυμίσει ότι σημαντικότερη από την εμπιστοσύνη των αγορών στο ομόλογο είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολίτευμα. Κι αν χαθεί το δεύτερο, δεν έχει καμία σημασία το πρώτο.