Μπορείς και να το πάρεις σαν δείγμα ότι αυτή η χώρα δύσκολα αλλάζει. Μπήκε στα Μνημόνια μέσα σε συνθήκες άοπλου εμφυλίου. Ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το τρίτο Μνημόνιο μέσα σε ένα κλίμα ψεύδους και πολιτικών ακροβασιών. Με το πυροτέχνημα της «καθαρής εξόδου», που ούτε καθαρή είναι ούτε ακριβώς έξοδος. Θα μπορούσε να είναι μια κρίσιμη στιγμή εθνικής περισυλλογής για το μέλλον. Με ποιο τρόπο και με ποιους όρους συμφέρει να κινηθούμε ενόψει της λήξης του τρίτου Μνημονίου; Αντί αυτού, το γεγονός μετατρέπεται σε επικοινωνιακό κόλπο για να ικανοποιηθεί η ανάγκη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να αποκτήσουν «νέο αφήγημα».
Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να διαπιστώσουμε το ήδη γνωστό. Οτι στα εννιά χρόνια της εθνικής κρίσης οι θεσμοί, το πολιτικό – κομματικό σύστημα, η δημόσια σφαίρα και η ιδεολογία της κοινωνίας έχουν οπισθοδρομήσει τραγικά. Ολη η δημαγωγία για το «νέο» που παλεύει το «παλαιό» αποκαλύπτεται κάτι τέτοιες στιγμές, όταν ο κυνισμός, ο λαϊκισμός και ο ανορθολογισμός χλευάζουν τις ελπίδες ότι αυτός ο τόπος έμαθε γιατί έπαθε.
Εναντι αυτής της οπισθοδρόμησης του πολιτικού – ιδεολογικού πλαισίου της χώρας, οι αισιόδοξοι ή όσοι θέλουν να κρατηθούν από κάπου επικαλούνται την «κοινωνία», τους «απλούς πολίτες» σαν εγγυητές μιας πιο ορθολογικής και πραγματιστικής Ελλάδας που κρατά, υποτίθεται, αντιστάσεις έναντι της χρόνιας πολιτικής δημαγωγίας. Ασφαλώς υπάρχουν αρκετές τέτοιες δυνάμεις και πολίτες που συμπεριφέρονται με μια εντυπωσιακή ωριμότητα και δημοκρατική πίστη παρά το βάθος της κρίσης. Αλλά στην Ελλάδα η πολιτική είχε και έχει την πρωτοκαθεδρία, αυτή πλαισιώνει τις κοινωνικές δυνάμεις, αυτή καθορίζει την κοινωνική δυναμική, είτε προς το καλό είτε προς το κακό. Πόσω μάλλον σήμερα που οι κοινωνικές οργανώσεις έχουν αποδυναμωθεί πλήρως και οι πολίτες είναι απορροφημένοι στον αγώνα «να τα φέρουν βόλτα», ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα. Και πώς αλλιώς να είναι σε μια κοινωνία με 1.033.000 ανέργους, εκ των οποίων το 2017 μόλις το 11,8% λαμβάνει επίδομα ανεργίας (Ματσαγγάνης Μ., Λεβέντη Χρ., διαΝΕΟσις, Δεκέμβριος 2017).
Αλλοι πάλι ελπίζουν στα «σημάδια» μιας παραγωγικής αναδιάρθρωσης που υποτίθεται ότι συμβαίνει μέσα στην κρίση. Ασφαλώς υπάρχουν αρκετά δείγματα εξωστρεφών επιχειρήσεων που όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά ενισχύθηκαν στη διάρκεια της κρίσης. Από την άλλη, πολλαπλασιάζονται οι σουβλακερί και τα «nails», γεγονός που σίγουρα δεν προδικάζει αναβάθμιση της χώρας. Οι εξαγωγές εξάλλου μένουν στάσιμες, παρότι η Ελλάδα έχει γίνει φθηνή. Είναι νωρίς για να έχουμε καθαρή εικόνα για τον χαρακτήρα τής αναδιάρθρωσης μετά την τραγική περίοδο αποεπένδυσης, τη συνεχιζόμενη ανυπαρξία των τραπεζών και τον λαβύρινθο των κόκκινων δανείων. Είναι ωστόσο σίγουρο ότι για να αποκτήσει δυναμική η ανασυγκρότηση της χώρας χρειάζεται κάτι περισσότερο από εξωστρεφή επιχειρηματικότητα ή την αύξηση του αριθμού των δυναμικών επιχειρήσεων. Χρειάζεται μια μακροχρόνια εθνική στρατηγική για την αναδιάρθρωση του συνολικού «συστήματος Ελλάδα» – για τη συνδυασμένη δηλαδή θεσμική και οικονομική μεταρρύθμιση, της Δημόσιας Διοίκησης ιδιαιτέρως, ώστε να βελτιωθεί ριζικά η εικόνα της χώρας στη διεθνή αγορά.
Κι εδώ ο κύκλος κλείνει επανερχόμενος στο πολιτικό – ιδεολογικό πρόβλημα της χώρας. Στην επιδείνωση που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια όλων των παραδοσιακών παθογενειών: πόλωση, αδυναμία ελάχιστης συνεννόησης, καθεστωτική λογική της κυβέρνησης και συνεχής προσπάθεια απαξίωσης των άλλων κρατικών θεσμών, νέα διαπλοκή, μικρός δικομματισμός που θα παραμείνει αιχμάλωτος όσων συντεχνιών απέμειναν, με πρώτη των δημοσίων υπαλλήλων, και που θα κολακεύει λαϊκιστικά την αποκαμωμένη «κοινή γνώμη» μιας φτωχοποιημένης κοινωνίας, η οποία ευλόγως κοιτά το σήμερα γιατί το αύριο φαντάζει μακρινό. Αυτό το σύμπλεγμα ανεύθυνης πολιτικής – διαπλεκόμενης επιχειρηματικότητας – κοινωνικής ανασφάλειας είναι εγγύηση ότι η χώρα θα παγιδευτεί σε μια μακροχρόνια στασιμότητα και θα παραμείνει εκτεθειμένη σε μεγάλους κινδύνους, αν το εξωτερικό περιβάλλον χειροτερέψει κάποια στιγμή. Και τώρα πλέον ξέρουμε ότι αυτή η στιγμή σίγουρα θα έρθει, απλώς δεν ξέρουμε πότε.
Αυτές οι παθογένειες της εθνικής πολιτικής κρατάνε ασφαλώς από παλιά, αλλά σήμερα έχουν έναν συγκεκριμένο εκφραστή. Το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο των ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, παράλληλα με τη Χρυσή Αυγή, καλλιέργησε, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, τον λαϊκισμό, τον ανορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία, τη βία και την κοινωνική ανομία. Αργότερα ως κυβέρνηση οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσέθεσαν την κυβερνητική ασυναρτησία, τη σύγχυση και την ψυχολογική αστάθεια. Εγιναν το κόμμα της παθητικής προσαρμογής της χώρας στα χαμηλά, εκφράζοντας μια κοινωνία που κινδυνεύει να βολευτεί στη στασιμότητα. Γι’ αυτό ο στόχος να ηττηθεί στρατηγικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εκλογικού χαρακτήρα, δεν συνιστά «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο, ούτε κρίνεται υπό το πρίσμα τού ανταγωνισμού Αριστερά – Κέντρο – Δεξιά, αλλά υπό το δίλημμα ανασυγκρότηση ή στασιμότητα, νέα εθνική αυτογνωσία ή συνέχιση της εθνικής σύγχυσης.
Η διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει δυνατότητες να αναπροσανατολιστεί θετικά η κοινωνία και να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία των θεσμών που αλλοιώθηκε από την κυβερνητική πρακτική. Εν μέρει πρόκειται όντως για επιστροφή στην «κανονικότητα», για αποκατάσταση μεταπολιτευτικών «κεκτημένων». Στόχος όμως δεν είναι η επιστροφή στο παρελθόν, αλλά η υπέρβαση των ορίων του μεταπολιτευτικού οικονομικού – πολιτικού μοντέλου, το οποίο έχει οδηγήσει σε αλλεπάλληλες κρίσεις: το 1985, το 1990, το 2009-10, το 2015. Φιλοδοξία είναι η εθνική ανασυγκρότηση, η ριζική αλλαγή σελίδας. Ρεαλιστικά όμως μιλώντας, ενώ συνειδητοποιείται η ανάγκη της, αργούν να ωριμάσουν οι όροι της. Απαιτούνται μακροχρόνια προσπάθεια, εθνικές συμφωνίες, νέες ηγεσίες που θα εμπνεύσουν την κοινωνία, που θα πυροδοτήσουν έναν συλλογικό παλμό και θέληση για αναβάθμιση της Ελλάδας.
Σήμερα, αντιθέτως, η φιλοδοξία είναι μετριοπαθέστερη αλλά επίσης σημαντική. Δημιουργούνται πράγματι οι προϋποθέσεις για μια «στροφή» με πιο περιορισμένο αλλά εξίσου ουσιαστικό στόχο: να συμμαζέψει τα πράγματα μετά την εννιάχρονη κρίση. Στην ουσία, θα είναι η πρώτη φάση της γενικότερης ανασυγκρότησης με αμεσότερες επιδιώξεις να επιταχύνει την ανάκαμψη, να διαπραγματευτεί με τους δανειστές μια ασφαλή έξοδο από τα Μνημόνια διορθώνοντας ταυτόχρονα τις δυσβάστακτες δημοσιονομικές δεσμεύσεις του Μνημονίου Τσίπρα. Η εκπλήρωση αυτών των στόχων υπερβαίνει την κυβερνητική αλλαγή που προμηνύουν οι δημοσκοπήσεις, γιατί αν το πολιτικό – ιδεολογικό πλαίσιο μείνει το ίδιο, η ΝΔ θα βρεθεί γρήγορα στο καναβάτσο. Χρειάζονται ευρύτερες συμφωνίες για τη νέα εθνική στρατηγική, την εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας (με την ακύρωση της απλής αναλογικής και με εκλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς διάλυση της Βουλής), την πρόταξη των ουσιωδών προβλημάτων της επόμενης φάσης. Μιλάμε για προσπάθεια αλλαγής του πολιτικού κλίματος που δεν χρειάζεται να συγχέεται με κυβερνητικές συνεργασίες.
Σε αυτή την τροχιά, η δημιουργία του νέου φορέα της δημοκρατικής παράταξης μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα, αν η ίδια αποφασίσει να πρωταγωνιστήσει με τόλμη και χωρίς κόμπλεξ στην προσπάθεια υπέρβασης του σημερινού παθογόνου πολιτικού – ιδεολογικού πλαισίου. Την ίδια ανάγκη φαίνεται να κατανοεί η ΝΔ, υπό τη δική της οπτική γωνία. Αν το νέο κλίμα αρχίσει να επικρατεί, τότε θα ασκήσει έλξη και σε όσες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την εκλογική του ήττα, θα αναζητήσουν μια νέα φυσιογνωμία μακριά από το εθνικολαϊκιστικό παρελθόν.