Ο Μάκης δεν είναι λογοτέχνης κι εγώ δεν είμαι βιβλιοκριτικός. Είμαστε απλά και μόνο πολύ παλιοί οικογενειακοί φίλοι, με δοκιμασμένη χημεία και σύμπτωση στη θεώρηση των πραγμάτων.
Μετά από αυτή τη διευκρινιστική εισαγωγή, απελευθερωμένη από τυπικές υποχρεώσεις, μπορώ να μιλήσω μόνο σαν αναγνώστρια, που κατά την προσφιλή της συνήθεια ξεκίνησε ταξίδι μέσα στις 342 σελίδες και τις 42 ενότητες αυτού του βιβλίου.
Και τί δε συνάντησα! Όσο πιο παλιά τόσο πιο ενδιαφέροντα. Ο Μάκης κάνει μια βουτιά στο χρόνο. Από τη μία παρουσιάζει τρυφερά τη δύσκολη ζωή και τον κατατρεγμό της οικογένειας, όπως τον είδε ένα παιδί το 46-47 στο Ψάρι Γορτυνίας, και μετά στην Κάρυστο και στο Δημοτικό μέχρι τ0 53, και από την άλλη, αφήνει να διαγράφεται ηθογραφικά το κοινωνικό περιβάλλον, ο αυταρχισμός της εξουσίας αλλά και ο ανθρώπινες σχέσεις.
Κατόπιν καινούριος ξεριζωμός. Έρχονται στην Αθήνα, αρχικά φιλοξενούμενοι σε συγγενείς κι ύστερα Μπραχάμι και οδός Αθηνάς.
Εδώ πια, το «άρωμα της εποχής του 1955» στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, που ήταν τότε, ο καθρέφτης της κοινωνίας της, δίνεται με απαράμιλλο τρόπο. Επαγγέλματα και συντεχνίες, μυρωδιές και αρώματα, αγορές και εμπόριο, πορνεία και παρανομία, τύποι γραφικοί, ντόπιοι κι επαρχιώτες κι ό,τι μπορείς να φανταστείς, αποκαλύπτονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια ενός παιδιού, που ξεκίνησε τόσο νωρίς τη βιοπάλη και είναι μόλις « ένα 14χρονο μαγκάκι». Κι από κοντά οι καινούριοι του φίλοι, το νυχτερινό σχολείο και η πολιτική συνειδητοποίηση. Από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου.
Έτσι περνούν τα 6 χρόνια του γυμνασίου, που καταλήγουν σε προετοιμασία για την ΑΣΟΕΕ. Μαζί με τους φίλους από το νυχτερινό θα μπει στην ΑΣΟΕΕ. Πλήρως πολιτικοποιημένος, στρατεύεται στα δημοκρατικά ιδεώδη, δεν αργεί να έρθει σε ρήξη με την ΕΚΟΦ, συνδικαλίζεται, πρωτοστατεί σε απεργίες για φοιτητικά αιτήματα και γρήγορα γίνεται στόχος του Σπουδαστικού της Ασφάλειας μαζί με το Σωτήρη Πέτρουλα. Είμαστε πια στο ταραγμένο 1965, όταν χάνει τον αγώνα με την Πρυτανεία και αποβάλλεται οριστικά από τη Σχολή. Ταυτόχρονα διαγράφεται και από τη Νεολαία ΕΔΑ. Θυμώνει αλλά παραμένει στους φοιτητικούς αγώνες στα πλαίσια της ΕΦΕΕ . Η δολοφονία του Σωτήρη στις 21/7/65 έπεσε επάνω μας σαν κεραυνός. Η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη με καθημερινές φοιτητικές κινητοποιήσεις. Όταν συνάντησε τον Καραπαναγιώτη και τον «περιποιήθηκε»,είχε έρθει η ώρα να συλληφθεί. Στις Φυλακές Αβέρωφ αναμετράει τις χαμένες μάχες, την πίκρα- τη δική του και του πατέρα του- κι αποφασίζει να πάει φαντάρος. Ωραία εποχή μα την αλήθεια! Παρουσιάζεται στο ΚΕΝ Κορίνθου Ιανουάριο 1967 και παίρνει Φύλλο Πορείας για Ξάνθη στις 23/4/1967.
Εδώ αρχίζει το κεφάλαιο της στρατιωτικής θητείας, όπου θα αναμετρηθεί με το φασισμό της Χούντας και την καθημερινή απειλή του στρατοδικείου, δηλώνοντας αμετανόητος, αποκλειστικά και μόνο από δημοκρατική υπερηφάνεια. Κρατώντας ημερολόγιο από 11/1/68 ως 8/11/68 καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία για την ανοησία, την αθλιότητα και τη βαρβαρότητα της Χούντας μέσα στο στράτευμα.
Φίλε Μάκη, με το απολυτήριο γλύτωσες από τους Λαιστρυγόνες και επέστρεψες για να διαπιστώσεις το κενό της πολιτικής ζωής και αντίστασης. Οι Κύκλωπες όμως σου είχαν στήσει καρτέρι και να ‘σαι πάλι σε μια δεύτερη θητεία, ως πολιτικός εξόριστος στη Λέρο. Εκεί όμως δεν είσαι μόνος κι έχεις ευκαιρίες να αντισταθείς στην «πνευματική φεουδαρχία» του κόμματος και να συναναστραφείς με ενδιαφέροντα πρόσωπα, που εμφανίζονται στις γραμμές του ημερολογίου σου.
Μετά την πτώση της Χούντας, ελεύθερος πια κι έχοντας πάρει τόόόση φόρα, είσαι έτοιμος για το άλμα. Χρειάζεσαι λίγο… ν΄ αλλάξεις δέρμα λόγω τέλους εποχής, να στρώσεις την οικογένεια και να δουλέψεις για να κερδίσεις τη ζωή σου. Τρώγεσαι όμως: ο ανεκπλήρωτος αγώνας, ο ανύπαρκτος «υπαρκτός» και η οπισθοδρόμηση, η αναποφασιστικότητα της ανανεωτικής αριστεράς.
Ήδη από το 1989 σκέφτεσαι να γράψεις αυτό το βιβλίο και η μνήμη του Μπάμπη Λυκούδη σε μπλοκάρει: «πόσο η φόρα ήταν μεγάλη , πόσο το πήδημα μικρό..»
Το ξανασκέφτεσαι κι αργότερα, το 1993, όταν έφτασες να απολαμβάνεις μια ωραία οικογένεια και επιτυχημένα επιχειρηματικά βήματα, όταν έχεις πια πολύ ταξιδέψει το εξωτερικό, και τέλος έχεις επιστρέψει στο χωριό του πατέρα σου, διαλλακτικός και γεμάτος ιδέες που ωφελούν τον τόπο.
Διαβάζεις , στοχάζεσαι και αλιεύεις ποιητικές ρήσεις:
Ελύτης: «Όταν ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας»
Χατζιδάκις: «Ο φασισμός είναι το υπανάπτυκτο τμήμα του εαυτού μας, τον περιέχουμε.. θα ήθελα την αριστερά πιο άνετη»
Γκάτσος: «Τούτος ο τόπος είναι ένας βράχος/ σα σπαθί κοφτερός που σοφός ο καιρός/ θα τον κάνει τραγούδι μια μέρα».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το 1997 εμπνεύσθηκες και οργανώθηκαν στο Ψάρι «Οι Νοστιμιές των γιαγιάδων», και το 2001 μπήκε μπροστά «η Αρκαδιανή»!!!! που σήμερα όλοι καμαρώνουν.
Μάκη κατάλαβες; Τελικά τα βιβλίο σου είναι άνισο . Αφιέρωσες σ΄αυτό το τεράστιο έργο μόνο κάποιες σελίδες μέσα στο τελευταίο κεφάλαιο, το 42ο.
Άραγε εδώ κάπου κρύβεται σεμνότητα;
Ή μήπως η κατανομή του τυπωμένου χώρου έγινε σε αναλογία προς τον αθλητικό συμβολισμό του παιγνιώδους τίτλου;
Εγώ πάντως σε ευχαριστώ πολύ για ό,τι αποκόμισα και όπως φαίνεται «αυτός ο τόπος τελικά προχωράει μόνο με τις εξαιρέσεις» που είπε κι ο Χατζιδάκις
Τέλος συζήτησης